Μόμπι Ντικ

Δημιουργός: Ιππαρχος, Δημήτρης

Ego non baptizο te in nomine patri, sed in nomine diaboli, Καπταιν Άαχαμπ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

«Λέγε με Ισμαήλ» έτσι απλά συστήθηκες
από τη στεριανή ζωή πολύ απογοητευμένος
της θάλασσας τον κίνδυνο, του κύματος το μένος
για να γευτείς στο Νάντακετ μια μέρα οδηγήθηκες

Σε τρόμαξαν του Κουίκουεγκ τα φοβερά τα στίγματα
με αυτόν η μοίρα σ’ έστειλε να μοιραστείς την κλίνη
σε κέρδισε όμως η απλότητα κι η πλέρια καλοσύνη
μαζί αποφασίσατε να οργώσετε τα κύματα

Ούτε που γνώριζες πώς είναι η ζωή φαλαινοθήρα
το φίλο όμως ήξερες ότι θα έχεις στήριγμα
πολύ σε τρόμαξε του γέρο-πάστορα το κήρυγμα
λες κι άκουγες από το στόμα του να σου μιλά η μοίρα

Ανοίχτηκες στο πέλαγος να κυνηγήσεις φάλαινες
πάνω στο γέρικο σκαρί του «Πικουόντ»
παγόβουνα αντίκρισες και αιχμηρά φιόρντ
αντί για πράους ωκεανούς και θάλασσες καταγάλανες

Πολύ σε τρόμαζε του γέρο Άαχαμπ το ψεύτικο ποδάρι
μα πιο πολύ η τρέλα που ‘βλεπες στο μάτι του
ήταν παράλογος, δεσμώτης πάθους ασταμάτητου
ή να πεθάνει ή τη ζωή του Μόμπι Ντικ να πάρει

Ήταν μια φάλαινα λευκή, μοναδική στον κόσμο
όσοι την είχαν δει ορκίζονταν πως ήταν ο Λεβιάθαν
όσοι πήγαν ξοπίσω της κακό μεγάλο πάθαν
μα οι πιο πολλοί, οι πιο συνετοί, αλλάζανε απλώς δρόμο

Στέλναν σημάδια οι ουρανοί και πλήθος οιωνούς
όμως κουφός ο γέρο Άαχαμπ, τυφλός, αλλοπαρμένος
στην πλώρη του μερόνυχτα αδιάκοπα γερμένος
πρώτος αυτός να δει του Μόμπι Ντικ τη στήλη από ατμούς

Σε βάρκα ανέβηκε σαν είδε την ασπρίλα στον ορίζοντα
βρήκε τον θάνατο, μπλεγμένος με σχοινιά πάνω στο κήτος
κι ύστερα το καράβι δέχτηκε ένα χτύπημα στο κύτος
αύτανδρο το κατάπιανε τα κύματα τα αφρίζοντα

Ούτε κατάλαβες πώς βρέθηκες στη θάλασσα Ισμαήλ
έχοντας για σωσίβιο του φίλου σου την κάσα
κι εκεί που ήσουν έτοιμος να αφήσεις την ανάσα
σαν να ‘σουν το παιδί της σε περιμάζεψε η «Ραχήλ»

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-10-2008