Του κάμπου…(μεθεόρτιο παραμύθι)

Δημιουργός: νετη541, ΕΦΗ

...τώρα που φύγαν οι πρώτες γιορτές μπορώ να πω κι εγώ....χιόνια πολλά ρε.....

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Του κάμπου…(μεθεόρτιο παραμύθι)


Πέρα στους πέρα κάμπους
Ηγέρθηκε μια έπαυλις
Από Ινδούς και μαύρους
Κι άλλα αλλοδαπά
Εκ του χλιδάτου θάμπους
Οι πέρα κάμποι εσάστισαν
Κι έκτοτε άφωνα είναι
Τα στάχια, τα σπαρτά

Ήταν και πέντε αδέρφια
Φτυστά για σουβλατζίδικο
Οι τρεις αμάν και ντέρτια
Οι δύο μετά χαλκά
Καμαρωτοί, με κέφια
Με τοστ ετοιματζίδικο
Κινήσαν το ποτάμι
Να βρουν πο’ χει χρυσά

Μετά τα τρία αλώνια
Τους έπιασε μια κούρασις
Στακάτε, είπε ο μεγάλος
Να κολατσίσομε
Ξαπλώθηκαν σα βόδια
Κι η πλάσις τόσο εθαύμασε
Κι είπε, μη ματιαστούνε
Να τους επτύσομε!

Περάσαν κάτι πάπιες
Κι όλες τους εκουτσούλησαν
Γούρι, είπε ο μεσαίος
Ο πιο βασταγερός
Οι άλλοι, όλο ζοχάδα
Μόν’ που δεν τον χαστούκισαν
Τι φταίει που είναι βλαμμένος
Το θέλει ο καψερός;

Ξάφνου είδαν μπροστά τους
Ρούγα φαρδιά χωμάτινη
Με ολίγο από χαλίκι
Για το σπινιάρισμα
Ξύσανε τ’ αχαμνά τους
Κι αφού το φιλοσόφησαν
Την πήραν που δεν είχε
Και μποντιλιάρισμα

Στην έπαυλις τους πήγε
Και τα σαγόνια πέσανε
Σαν βρέθηκαν μπροστά της
Από το θαυμασμό
Το κιτς δεν το κατείχαν
Κι όλο αυτό το συρφετό
Τον πήραν για σπουδαίο
Αρχιτεκτονισμό

Κείνη την ώρα, λέγεται
Ότι επαρατηρήθη
Μια μυγοεξαφάνισις
Σε μαζική μορφή
Χάθηκαν οικογένειες
Κι η μυγοΝικολούλη
Φωνάζει ακόμα «Έγκλημα!
Μυγοαπαγωγή!»

Η πόρτα ξάφνου ανοίγει
Κι ο άρχων της επαύλεως
Βλέπει πέντε τομάρια
Βαρβάτα κι αντρουά
Με βλέμμα αγελάδος
Το τρένο σαν παρατηρεί
Να στέκουν με τα στόματα
Να χάσκουν ανοιχτά

Μα αυτός ήτο τρισμέγιστος
Δεν ήτο κάνα χάπατο
Και γύρισε οχτώ στροφές
Μες στο μυαλό του η σκέψη
Πως ένα τέτοιο ζωντανό
Με μπράτσα κι ακατοίκητο
Την χαζοβιόλα κόρη του
Πρέπει να του την κλέψει

Τους πέρασε μέσα στο χολ
Τους πήγε στη βεράντα
Κι έστειλε τη μονάκριβη
Να του καλέσουν κόρη
Κι οι πέντε ανά μετάξυ τους
Δήθεν κρυφά σινιάλα
Του έρωτος πως θα γενούν
Πάραυτα οι μαστόροι

Ξάφνου η γης ταράχτηκε
Οι πολυέλαιοι τρίξαν
Κάτι καθρέφτες ράγισαν
Κι έπεσε μια σιγή
Κι απ’ τη γωνιά του λίβιγκ ρουμ
Σιγά ενεφανίσθη
Κάτι που έμοιαζε σύνθετο
Με πόδια και μαλλί

Οι νέοι τα χρειάσθησαν
Εγούρλωσαν τα μάτια
Ο πρώτος λιποθύμησε
Τέτοιο ήτο το σοκ
Ο δεύτερος επήδηξε
Με μιας τα σκαλοπάτια
Κι ακόμα τρέχει, να σκεφτείς
Προς το Βλαδιβοστόκ

Ο τρίτος που ήτο κάπως βλαξ
Είπε πως τον προσμένουν
Σε κάποιο, λέει, στιχοχωριό
Κι ήδη είχε αργήσει
Ο τέταρτος, υστερικά
Άρχισε να ουρλιάζει
Πως προτιμά πάλι ποτέ
Να μην ξαναγ@$@#ει

Ο πέμπτος, ο μικρότερος
Που ήτο και τσαχπίνης
Λάγνα το μάτι έκλεισε
Πρώτα προς τον πατέρα
Ο άρχων, ερυθρίασε
Χαμήλωσε τα μάτια
Κι εσκέφθην «λες να βολευτώ
Κι εγώ την ίδια μέρα;»

Η έπαυλις έκτοτε ζει
Χαρές και μεγαλεία
Κι η μάνα ακόμη του μικρού
Έχει και καμαρώνει
Που τέτοιον άλλο πεθερό
Δεν έχει δει ποτέ της
Που όταν βλέπει το γαμβρό
Τόσο πια να λιγώνει

Μόνο του κάμπου τα σπαρτά
Και τα γαϊδουραγκάθια
Δεν άνθεξαν τα άμοιρα
Τοσαύτη μα@$@#ια
Πάθανε έναν ιδεασμόν
Κι απ’ τα πολλά τα χάπια
Βγάζουνε βλίτα θαλασσιά
Με γεύση από σαγκρία!!




Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-12-2008