Η Πλαζ

Δημιουργός: JINO.X

....όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω φυσικός αγωγός....

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η πλαζ


Σε στρόγγυλο αιγυαλό πλαζ κάμναν τα βατράχια
Πέριξ μαγγανοπήγαδου πετρόχτιστου art voukolo
Έρχονταν απ’ τη Λειβαδιά, την Ξάνθη και το Βόλο
Στην ξακουστή ακρογυαλιά «Τα Πέρα Καταράχια»

Μινιόν ξαπλώστρες έβαλαν και στρώματα πτυσσόμενα
Και κάτι ομπρέλες προσφορά του βατραχοΙΚΕΑ
Στήσαν καντίνα αυθαίρετη μπρος στου αιγυαλού τη θέα
Είχαν εξέδρα για βουτιές, μπρατσάκια ενοικιαζόμενα

Κι έρχονταν από το βορρά, έρχονταν κι απ’ τη δύση
Μυγοκεφτέδες αχνιστούς κουβάλαγαν με τάπερ
Της παραδόσεως οι βουλές προστάζανε καθάπερ
Στη σύγχρονη οικογένεια μια νότα από τη φύση

Μια μέρα σκάσαν το πρωί δυο βατραχομανούλια
Με μάτια λάγνα, γουρλωτά και χείλια φουσκωμένα
Δυο καταπράσινα κορμιά με λάδια αλειμμένα
Το γύρω κάμανε της πλαζ με τουρλωτά καπούλια

Πλάι στην εξέδρα ξάπλωσαν με νάζι και με χάρη
Και τα μαγιό τους ήτανε, λες, μια φωταγωγία
Καθώς λαμπύριζαν τα στρας στον ήλιο υπό γωνία
Στηθήκαν και περίμεναν κάποιος να τις φλερτάρει

Αμέσως μια αναστάτωσις στην πλαζ και μια αντάρα
Εξεσηκώθησαν οι νιοί, οι βατραχολεβέντες
«πούθ’ είσθε, κούκλες- πως σας λέν» κι άλλες χαζοκουβέντες
Ακούσθη πως ελέχθησαν μ’ άφθονη σαχλαμάρα

Κάποιοι αρκούντως στιβαροί αρχίσαν μακροβούτια
Κι άλλοι σηκώναν με παλμό κάτι αόρατα βάρη
Φουσκώναν μπράτσα κι έσφιγγαν στομάχια με καμάρι
Κι όλοι φαντασιώνονταν τρεις ώρες μπαλαμούτια

Μα στο κουρμπέτι οι γκόμενες δεν ήτανε πρωτάρες
Δεν τις εντυπωσίαζαν διόλου οι φανφαρόνοι
Πέσαν δεξιά κι αριστερά χυλόπιτες δυο τόνοι
Λουφάξαν όλοι κι έπαψαν τις άρες και τις μάρες

Μονάχα ένας βάτραχος λιγνός και διοπτροφόρος
Διάβαζε το βιβλίο του και μυρωδιά δεν πήρε
(που ήτανε θεολογικό κι ευθύς τον συνεπήρε
Κι είχε και κάτι συνταγές απ’ το Βατράχιον Όρος)

Κι ως έκατσε ο κουρνιαχτός κι οι μάγκες όλοι σκάσαν
Σηκώθηκε – τι σύμπτωσις! – για μια βουτιά, ο καημένος
Ματιά δεν έριξε καμιά, ήταν κι αλλοπαρμένος
Και τον κοιτούσαν οι πολλοί κι όλοι μαζί τα χάσαν

Μα πάνω απ’ όλα οι μικρές γινήκανε κομμάτια
Που τόσο επιδεικτικά τις αγνοούσε εκείνος
Κι αφού είπαν πως είν’ χαζός και ζώον και κρετίνος
Στάση πήραν προκλητική για να του βγουν τα μάτια

Πέρα απ’ τη μύτη του αυτός χωρίς γυαλιά δε βλέπει
Κι έτσι γυρνά ανίδεος κι απρόσβλητος συνάμα
Κι αφού αναλογίστηκε της μεσημβρίας το κάμα
Μαζεύει την πετσέτα του αργά και καθώς πρέπει

Φορά βερμούδα μουσταρδιά και σαγιονάρα ίδια
Φορά και τα γυαλάκια του, τον τόμο υπό μάλης
Καπέλο καουμπόικο κατά της παραζάλης
Κι είναι έτοιμος για το χωριό «Τα Τρία Βελανίδια»

Κι εκεί, στο πρώτο βήμα του χτυπάνε παλαμάκια
Δυο νεαρές να φεύγουνε βλέπει κακήν κακώς
Φωνές «μεγάλε, μάστορα, ωραίος και σωστός»
Αχ, αυτοί οι νέοι, σκέφτηκε, κάνουν σαν τα παιδάκια

Έκτοτε κάθε που στην πλαζ πηγαίνει τον ξαφνιάζει
Που όλοι τον εχαιρετούν και του μιλούν με δέος
Το σύγγραμμά μου, σκέφτεται, θ’ ακούστηκε ευρέως
Η άπνοια, εντέλει, του σαργού τον κόσμο τον ενοιάζει



Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-01-2009