Διαμάντια στο Λευκό Παρεκκλήσι (μέρος 5ο)

Δημιουργός: MASTER

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο Σάμιουελ με μια απότομη κίνηση τελείωσε την μπύρα του. Η αλήθεια είναι πως ένιωθε μια ελαφρά ζαλάδα. Είχε ξεσυνηθίσει να πίνει μπύρα.
«Και τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια από το 1874 μέχρι σήμερα; Σχεδόν 15 χρόνια…» ρώτησε ο τυφλός γέρος ανάβοντας πάλι την πίπα του.
«Αποφάσισα να αξιοποιήσω αυτές τις εμπειρίες που είχα κερδίσει στη ζωή μου» είπε χαμογελώντας ο Σάμιουελ. «Σε συνδυασμό με τις σπουδές μου και την προεργασία μου σε διάφορους φορείς, είχα τα προσόντα για να γίνω εμπορικός ακόλουθος. Το 1875 η κυβέρνηση με έστειλε στη Ν. Αφρική, στην Πρετόρια, συγκεκριμένα, στη Δημοκρατία του Τράνσβααλ. Έμεινα εκεί αρκετά χρόνια. Ήμουν από τους πιο ενεργούς υπαλλήλους του κράτους στην Αφρική, εκείνη την εποχή. Προσέφερα τις υπηρεσίες μου, αυτή τη φορά όχι με φόντο κάποια ιδεολογική ταυτότητα, αλλά έχοντας καθαρά μια σχέση εργαζόμενου – εργοδότη με το κράτος. Ένιωθα, πλέον, ήσυχος. Είχα τους ανθρώπους μου, που δούλευαν για μένα, διεκπεραίωνα τις κρατικές υποθέσεις με μεγάλη προθυμία, και ενίοτε με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο. Η κατάσταση, όμως, χειροτέρευσε το 1879. Μετά τη νίκη μας επί των Ζουλού[U][B]14[/B][/U], οι μπόερς[U][B]15 [/B][/U]ανακήρυξαν τη Δημοκρατία του Τράνσβααλ ως ανεξάρτητο κράτος. Αυτό ήταν φυσικά αντίθετο στα Βρετανικά συμφέροντα. Ήταν βέβαιο ότι η στρατιωτική επέμβαση δε θα αργούσε. Το 1880 μου ανέθεσαν περισσότερες αρμοδιότητες. Ήμουν, κατά έναν τρόπο, το μακρύ χέρι της Βρετανίας στην περιοχή. Το ενδιαφέρον της Αγγλίας για τη Ν. Αφρική άρχισε να μεγαλώνει. Το υπέδαφός της φαινόταν να είναι αρκετά πλούσιο. Δεν είναι δυνατό για μια δύναμη όπως η Αγγλία να αφήσει να εκμεταλλευτούν τις ποσότητες των πρώτων υλών που υπάρχουν κάτω από τη γη στη Ν. Αφρική, χώρες όπως η Ολλανδία και η Γερμανία. Πολύ περισσότερο δεν ήταν διατεθειμένη να τις αφήσει στα χέρια μερικών αγροτών. Στα τέλη του 1880 αποφάσισε να επέμβει στρατιωτικά. Επισήμως, μας ενδιέφερε να προστατεύσουμε τους πληθυσμούς των μαύρων ιθαγενών από τους κακούς μπόερς. Στην ουσία, μας ενδιέφερε, απλώς ο έλεγχος της περιοχής, ώστε να μπορούμε να την εκμεταλλευτούμε πλήρως. Ήταν μια πολύ πρόχειρα στημένη επιχείρηση. Ο Αγγλικός στρατός, εξουθενωμένος από τον σκληρό πόλεμο με τους Ζουλού, υπέστη πολλές απώλειες και μέσα σε δέκα μόλις εβδομάδες αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι ντόπιοι δεν είχαν τακτικό στρατό, οργανώθηκαν, όμως, γρήγορα και κατάφεραν ένα αποφασιστικό χτύπημα στην κυριαρχία μας στην περιοχή. Η Αγγλία αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Τράνσβααλ, το παιχνίδι, όμως, δεν έχει τελειώσει. Σας το λέω υπεύθυνα, με την πείρα που έχω, πως κάτι ετοιμάζεται για τα επόμενα χρόνια. Ένας καινούριος πόλεμος, ίσως…»
«Μα δε γίνεται ήδη ένας πόλεμος κάπου στην Αφρική;» ρώτησε ο Μπουτς. Ο Σάμιουελ ανακάθισε στην καρέκλα του.
«Θα μιλάς, φυσικά, για το Σουδάν![U][B]16[/B][/U]» είπε κοιτώντας παράλληλα το ρολόι του. «Είναι δύσκολος πόλεμος. Η εμπλοκή των Αιθιόπων τον έκανε ακόμα πιο δύσκολο. Η έρημος εκεί είναι ανελέητη. Ξέρω καλά την περιοχή. Το 1881 η κυβέρνηση με έστειλε στο Σουδάν, λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος. Γενικά, είχα εξελιχθεί σχεδόν σε μυστικό πράκτορα της κυβέρνησης εκείνα τα χρόνια. Σε όποιο σημείο του πλανήτη η Βρετανία ετοιμαζόταν για πόλεμο, εκεί ήμουν κι εγώ. Έτσι το 1882 με βρήκε στην Αίγυπτο. Έμεινα εκεί για ένα μικρό διάστημα, αργότερα βρισκόμουν ανάμεσα στο Σουδάν και στην Πρετόρια και τελικά το 1885 βρέθηκα άθελά μου στη Μιανμάρ… Οι επεκτατικές βλέψεις των Γάλλων στην Ινδοκίνα είχαν πανικοβάλλει την κυβέρνηση. Οι δουλειές μας και οι Βρετανικές επιχειρήσεις στην Ινδία πήγαιναν όλο και χειρότερα. Φαινόταν ότι η αγορά ξέφευγε από τον έλεγχό μας. Με έστειλαν να μελετήσω την κατάσταση. Τους απάντησα ότι έπρεπε να γίνει άμεση επέμβαση, πριν να είναι πολύ αργά. Η στρατιωτική επιχείρηση ήταν απολύτως πετυχημένη, μέσα σε λίγο καιρό είχαμε καταφέρει να αποκαταστήσουμε την τάξη, αν και μέχρι πέρσι η αντίσταση που συναντούσαμε ήταν ισχυρή. Τα πυκνά δάση βοήθησαν όσους ήθελαν να συνεχίσουν να μας πολεμούν. Αλλά απ’ ότι ακούω είναι θέμα χρόνου να εξαλειφθεί κάθε μορφή αντίστασης στην περιοχή».
«Μα… κάνατε πόλεμο για να ελέγξετε το εμπόριο στην Ινδοκίνα;» απόρησε ο γέρος.
«Καλώς ήρθατε στη νέα εποχή!» ψιθύρισε ο Σάμιουελ και κοίταξε ασυναίσθητα το ταβάνι: «Το 1886, επέστρεψα στην Πρετόρια, όπου έμεινα μέχρι και φέτος. Αυτή τη φορά ως πρόξενος της Αγγλίας. Εξακολουθούσα να έχω υπό τον έλεγχό μου την ευρύτερη περιοχή. Την ίδια αυτή χρονιά, το 1886, μετά τα διαμάντια του Κίμπερλι[U][B]17[/B][/U], στη χώρα βρέθηκε και χρυσός. Που να το φανταστεί κανείς μέχρι πριν από είκοσι χρόνια; Μέχρι τότε η περιοχή μας ενδιέφερε μόνο γιατί είναι εμπορικός δρόμος προς την Ινδία. Και ξαφνικά, κάτω από τη μύτη μας, άρχισαν να φυτρώνουν διαμάντια και χρυσός. Και όλα αυτά θα τα καρπωθούν οι μπόερς; Δε νομίζω η Αγγλική κυβέρνηση να το επιτρέψει αυτό, μετά από τόσα χρόνια πολέμων στην Αφρική. Είναι θέμα χρόνου να επανακτήσουμε τον έλεγχο και στο Τράνσβααλ. Δε γίνεται να αφήσουμε να χαθεί το πιο πλούσιο κομμάτι γης ολόκληρης της Αφρικανικής ηπείρου. Ούτε έχουμε σκοπό να αφήσουμε αυτή τη γη στο έλεος των Γερμανών και των Ολλανδών χωρικών, γιατί από πίσω βρίσκονται οι δικές τους κυβερνήσεις που τους στηρίζουν. Και δε θέλουμε άλλες Αυτοκρατορίες στην Ευρώπη. Η Ευρώπη είναι μικρή. Μια Αυτοκρατορία φτάνει και περισσεύει». Ο Σάμιουελ σηκώθηκε όρθιος και ακούμπησε τον γέρο στον ώμο φιλικά. «…και όσο έχουμε τους Ιρλανδούς που έβριζες νωρίτερα, Φρεντ, να πολεμάνε για το Στέμμα, θα συνεχίζουμε τους πολέμους. Τόσο απλά…» είπε κυνικά. Κοίταξε το ρολόι του και διαπίστωσε πως ήταν ώρα να φύγει. Σε δέκα λεπτά έπρεπε να βρίσκεται στο σημείο συνάντησης και φόρεσε το καπέλο του και είπε απλά: «Αν μου επιτρέπετε τώρα… Πρέπει να φύγω». Την ίδια στιγμή η πόρνη έσκυψε στο αφτί του Μπουτς και κάτι του ψιθύρισε. Αυτός την κοίταξε περίεργος και της έγνευσε με το κεφάλι «όχι». Εκείνη έσκυψε πάλι και του είπε κάτι πολύ σιγά. Ο Μπουτς σηκώθηκε από την καρέκλα απρόθυμα και πλησίασε το Σάμιουελ.
«Η κυρία…» του είπε «θέλει να σου μιλήσει ιδιαιτέρως». Ο Σάμιουελ παραξενεύτηκε και έριξε μια κοφτή ματιά στην πόρνη.
«Λυπάμαι, δεν έχω καθόλου χρόνο» αποκρίθηκε. Η γυναίκα επενέβη.
«Σας παρακαλώ, μόνο για ένα λεπτό!» Ο Σάμιουελ κινήθηκε αργά αργά και απρόθυμα προς το μέρος της, αλλά ο Μπουτς του έπιασε το χέρι.
«Και μια και το έφερε η κουβέντα, εξοχότατε…» του είπε με ψεύτικη ευγένεια «μήπως θα θέλατε να δοκιμάσετε τις υπηρεσίες της; Είμαι σίγουρος ότι η Άννι με μεγάλη χαρά της θα σας τις προσφέρει!» Ο λοχαγός τον κοίταξε με αηδία και σκέφτηκε ότι ίσως ο λεχρίτης αυτός να άξιζε ένα ακόμα χέρι ξύλο.
«Χάσου από τα μάτια μου!» αρκέστηκε να του πει. Ο Μπουτς χαμογέλασε σχεδόν ειρωνικά, έκανε μια ψευτοϋπόκλιση και γυρνώντας στον μπάρμαν του φώναξε:
«Κλείνουμε Τζορτζ! Συμμάζεψε το μαγαζί. Εγώ φεύγω». Στη συνέχεια στράφηκε στην Άννι «Μόλις τελειώσεις την κουβέντα σου με τον κύριο, έχεις δουλειά, μην το ξεχάσεις!» της είπε και τέλος στράφηκε πάλι στο Σάμιουελ. Του άπλωσε το χέρι. Ο Σάμιουελ μηχανικά έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε το πορτοφόλι του, αλλά ο Μπουτς τον σταμάτησε. «Όχι, όχι κύριε. Οι μπύρες και οι ζημιές είναι κερασμένες από το μαγαζί. Εγώ το μόνο που θέλω είναι το μαχαίρι μου». Ο Σάμιουελ τον κοίταξε διστακτικά. Ο Μπουτς κατάλαβε. «Μη φοβάσαι, δε θα προσπαθήσω να σε σκοτώσω πάλι. Μια φορά ήταν αρκετή!» του είπε για να τον καθησυχάσει. «Οικογενειακό κειμήλιο. Ήταν του πατέρα μου» συμπλήρωσε εννοώντας το μαχαίρι. Ο Σάμιουελ άφησε το μαχαίρι στο τραπέζι του γέρου, ο Μπουτς το σήκωσε και καληνυχτίζοντας τους πάντες, βγήκε από την παμπ του και χάθηκε στην ομίχλη. Ο γέρος τον μιμήθηκε. Άφησε ένα κέρμα στο τραπέζι και σηκώθηκε. Χρησιμοποιώντας τα χέρια του για να καταλαβαίνει που βρίσκεται κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Αλλά πριν φύγει φώναξε στην πόρνη:
«Άννι, να προσέχεις. Και μείνε μακριά από Εβραίους. Είμαι σίγουρος…» είπε με πιο χαμηλή φωνή «ότι αυτός που σκότωσε τη Μέρι Ανν Εβραίος ήταν!» Ο Τζορτζ, ο μπάρμαν απόρησε:
«Τι σε κάνει τόσο σίγουρο, γερο–Φρεντ;»
«Μόνο αυτοί μισούνε τόσο τις γυναίκες, παλικάρι μου. Και αν δεν το έκανε Εβραίος, θα ήταν κανένας Ιρλανδός…» είπε. Κατόπιν γέλασε χλευαστικά με τη βραχνή φωνή του και βγαίνοντας από το μαγαζί φώναξε: «Χάρηκα που σε γνώρισα, ξένε. Καλή τύχη!» Ο Σάμιουελ πήγε να απαντήσει, αλλά ο γέρος είχε ήδη βγει από το μαγαζί, έτσι ο λοχαγός έστρεψε την προσοχή του στη γυναίκα. Δεν είχε πολύ χρόνο.
«Λέγε γρήγορα. Βιάζομαι!» της είπε απότομα. Η γυναίκα χαμήλωσε το βλέμμα.
«Θέλω μόνο να σε ευχαριστήσω» του είπε. «Νομίζω ότι το πλήρες όνομά σου είναι Σάμιουελ Τζόρνταν». Ο Σάμιουελ έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του.
«Πως το ξέρεις…; Και γιατί θέλεις να με ευχαριστήσεις;» Δεν είχε την παραμικρή ιδέα του τι συνέβαινε, αναρωτιόταν μόνο τι άλλο θα άκουγε και θα έβλεπε εκείνο το απίστευτο βράδυ.
«Κατάλαβα ποιος είσαι όταν μας είπες για τη μάχη με τους Ασάντι. Ο άντρας μου ήταν στο λόχο σου». Ο Σάμιουελ την κοιτούσε άφωνος. «Στα γράμματά του μας έγραφε πόσο πολύ πρόσεχες τους στρατιώτες σου. Ο ίδιος μια μέρα είχε τραυματιστεί, όχι πολύ σοβαρά. Εσύ προσωπικά και μερικοί ακόμα του σώσατε τη ζωή, τραβώντας τον μακριά από το πεδίο της μάχης. Στο γράμμα μου έγραφε ότι τον σηκώσατε στα χέρια σας και του σώσατε τη ζωή. Σε λάτρευε. Όλοι οι άντρες του λόχου σου, σε λάτρευαν. ‘‘Πρώτα νοιάζεται για εμάς και μετά για τον εαυτό του’’. Έτσι μου είχε γράψει ο άντρας μου. Ακριβώς ό,τι μας είπες κι εσύ σήμερα». Ο Σάμιουελ δεν ήξερε τι να πει…
«Νομίζω…» είπε τελικά «πως ο γέρος μου ανέφερε ότι ο άντρας σου σκοτώθηκε». Η πόρνη αναστέναξε πικρά.
«Ναι…σκοτώθηκε στο Σουδάν» είπε τελικά. Δεν μπόρεσε να αποφύγει τη στράτευση και δε γύρισε ποτέ πίσω». Ο Σάμιουελ τα είχε χαμένα.
«Στο Σουδάν…» ψιθύρισε. Η γυναίκα συνέχισε να του μιλάει:
«Έμεινα με δυο παιδιά χωρίς δουλειά. Κάπως έπρεπε να ζήσω αυτά τα παιδιά και εμένα την ίδια» είπε για να δικαιολογηθεί περισσότερο για την κατάντια της. Ο Σάμιουελ φαινόταν να μην την ακούει.
«Στο Σουδάν…» επανέλαβε στον ίδιο τόνο. Μετά σηκώθηκε αποφασιστικά και κοίταξε την πόρνη στα μάτια.
«Άκου με προσεκτικά! Σε δεκαπέντε λεπτά να είσαι εδώ. Θα επιστρέψω! Μη φύγεις, περίμενέ με. Θέλω να σου δώσω κάτι». Ο Τζορτζ που άκουγε τη συζήτηση από μακριά επενέβη.
«Δε γίνεται, κύριε» φώναξε στον Σάμιουελ. «Πρέπει να κλείσω την παμπ…»
«Διάβολε!» μονολόγησε ο Σάμιουελ και ο μικρός σήκωσε τους ώμους του.
«Εντολές του αφεντικού, τι να κάνω…» απολογήθηκε. Ο Σάμιουελ σήκωσε όρθια τη γυναίκα.
«Πες μου που μπορώ να σε συναντήσω σε λίγη ώρα. Είναι μεγάλη ανάγκη!» Η γυναίκα τα είχε χάσει από αυτό το ξέσπασμα του λοχαγού.
«Θα είμαι λίγα στενά πιο πάνω, στην οδό Χάντμπουρι» είπε απλά.
«Τέλεια…» ψιθύρισε ο Σάμιουελ και με γοργά βήματα έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε και βγήκε έξω. Η βροχή είχε λιγοστέψει αισθητά. Θα έλεγε κανείς πως δεν έβρεχε πλέον, είχε απλώς υπερβολική υγρασία. Ωστόσο η ομίχλη ήταν πυκνή. Δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις αντικείμενα ή ανθρώπους σε απόσταση μεγαλύτερη των πέντε μέτρων. Ο Σάμιουελ βγήκε από το σκοτεινό στενό και περπάτησε τη διαδρομή που είχε κάνει νωρίτερα, αλλά αυτή τη φορά αντίστροφα. Η ώρα μόλις είχε περάσει από 10. Δε γινόταν να αργήσει κι άλλο. Φτάνοντας στη γωνία των δρόμων Κομέρσιαλ και Γουαϊτσπάπελ άκουσε από το βάθος του δρόμου μια άμαξα να έρχεται. Όταν έφτασε σε κοντινή απόσταση μέσα από την ομίχλη ξεπρόβαλε μια άμαξα που γνώριζε πολύ καλά. Η δική του… Ο οδηγός του ήταν συνεπής στο ραντεβού. Την ίδια στιγμή, στην άλλη πλευρά του δρόμου είδε δύο άντρες να τον κοιτούν.
«Τέλειος συγχρονισμός!» σκέφτηκε μόνο. Η άμαξα έφτασε κοντά τους και ο οδηγός σταμάτησε βλέποντας το αφεντικό του. Ο Σάμιουελ πήγε κοντά στους δύο άντρες και με το χέρι του γράπωσε το μαχαίρι, που είχε κρυμμένο μέσα στα ρούχα του. Για κάθε ενδεχόμενο… «Είστε από το Σιλφ;» ρώτησε όταν έφτασαν αντικριστά. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν για λίγο και αντί για απάντηση ο ένας από τους δύο έβγαλε από την τσέπη του ένα σακουλάκι. Μετά έβαλε το χέρι του μέσα στο σακουλάκι και έβγαλε από εκεί ένα διαμάντι, αρκετά μεγάλο και πολύ γυαλιστερό και λαμπερό, ακόμα και μέσα στη θεοσκότεινη νύχτα με την ομίχλη. Το έδωσε στο Σάμιουελ. Αυτός το πήρε, το άφησε στο δρόμο και το πάτησε με το παπούτσι του, με όση δύναμη είχε. Το διαμάντι δεν έσπασε. Ήταν πραγματικό διαμάντι και όχι κανένα κομμάτι κρύσταλλο. Ο Σάμιουελ το μάζεψε από το δρόμο, χαμογελώντας ικανοποιημένος. «Είχαμε συμφωνήσει για 18 τέτοια» είπε δείχνοντας στους άντρες το διαμάντι.
«Τα λεφτά!» είπε κοφτά ο ένας από τους άλλους. «Έφερες τα λεφτά;» Ο Σάμιουελ έβαλε το χέρι μέσα από τα ρούχα του, έβγαλε ένα πάκο με χαρτονομίσματα και το έδωσε στον άντρα. Εκείνος άρχισε να μετράει. Στο τέλος τον κοίταξε χαμογελώντας ύπουλα. «Ελπίζω να έχει και αδερφάκια…» του είπε δείχνοντάς του τη δεσμίδα με τα χαρτονομίσματα.
«Έχει άλλα 17 αδέρφια» είπε ψύχραιμος ο Σάμιουελ. «Ένας αδερφός για κάθε διαμάντι» συμπλήρωσε. Κατόπιν έδειξε την άμαξα στον άντρα που κρατούσε το σακουλάκι με τα διαμάντια. «Πήγαινε δώστα στο οδηγό μου» είπε και παράλληλα έβγαλε την καμπαρντίνα του, μέσα στην οποία είχε κρύψει τα λεφτά, αφήνοντας να φανεί και το μαχαίρι που είχε μαζί του. Ο άντρας τον υπάκουσε και έδωσε στον αμαξά το σακουλάκι. Ο Σάμιουελ έδωσε την κάπα στον άλλο άντρα και του είπε «όλα είναι εδώ μέσα». Έπειτα κινήθηκε προς την άμαξα, ενώ ο άντρας έβγαζε τις δεσμίδες και τις μετρούσε.
«Έεεϊ…» του φώναξε ο άντρας «δε θα πάρεις τα ρούχα σου;» Ο Σάμιουελ γύρισε και τον κοίταξε αδιάφορα.
«Κράτα το, να με θυμάσαι» του φώναξε γελώντας και ανέβηκε στην άμαξα, παίρνοντας το πολύτιμο σακουλάκι και διατάζοντας τον οδηγό του: «Ξεκίνα Τζέιμς! Πάρε την οδό Κομέρσιαλ». Ο Σάμιουελ μέτρησε τα 18 διαμάντια. Ανάσανε ανακουφισμένος που η δουλειά είχε τελειώσει καλά. Μετά άρπαξε ένα από τα διαμάντια και το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του. Έβγαλε το κεφάλι του από την άμαξα και μίλησε πάλι στον οδηγό: «Πήγαινέ με στην οδό Χάντμπουρι!» του φώναξε. Ο οδηγός του αντέδρασε:
«Μα κύριε, τέτοια ώρα τα στενά είναι επικίνδυνα…» Ο Σάμιουελ φώναξε πιο δυνατά αυτή τη φορά:
«Τζέιμς, πήγαινέ με στην οδό Χάντμπουρι, το καλό που σου θέλω, να πάρει ο διάβολος!»
«Μάλιστα, κύριε…» είπε υποτακτικά ο αμαξάς. Σε λίγα δευτερόλεπτα η άμαξα σταμάτησε μπροστά από ένα ακόμα σκοτεινό στενό. Ο Σάμιουελ κατέβηκε με αυτοπεποίθηση και έδωσε άλλη μια διαταγή στον οδηγό του:
«Σε ένα λεπτό θα είμαι εδώ. Να με περιμένεις!» Ο οδηγός κούνησε το κεφάλι του και είδε το αφεντικό του να χάνεται μέσα στην ομίχλη και το σκοτάδι του δρόμου. Αναρωτιόταν τι είχε πιάσει τον κύριο Τζόρνταν εκείνο το βράδυ και γιατί ήθελε να βρεθεί σε τόσο επικίνδυνα μέρη και μάλιστα μόνος του. Είχε μάθει, όμως, να μη ρωτάει και να μην αναλύει τις ιδιαιτερότητες του εργοδότη του. Απλώς ήλπιζε να τελειώσει γρήγορα ό,τι είχε να κάνει το αφεντικό του, γιατί και ο ίδιος ένιωθε άβολα. Ήξερε ότι στο Γουαϊτσάπελ μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να συμβεί οτιδήποτε. Και η αλήθεια είναι ότι φοβόταν. Ξαφνικά βγήκε από τις σκέψεις του, όταν άκουσε ένα ποδοβολητό. Κατάλαβε ότι κάποιος από το στενό ερχόταν κατά πάνω του, αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα λόγω της ομίχλης. Κι αν ο άλλος μπορούσε να τον δει; Και αν του κάποιος είχε αποφασίσει να του επιτεθεί; Χωρίς να σκεφτεί και πολύ το αφεντικό του αυτή τη φορά άρπαξε τα χαλινάρια για να κάνει τα άλογα να ξεκινήσουν, αλλά η φωνή που έσχιζε την ομίχλη και τον φώναζε ήταν γνώριμη. Γυρνώντας είδε το Σάμιουελ Τζόρνταν πανικόβλητο, όσο δεν τον είχε δει ποτέ, να τρέχει προς το μέρος του. Πριν καλά καλά προλάβει ο Σάμιουελ να μπει στην άμαξα άρχισε να φωνάζει: «Ξεκίνα Τζέιμς! Ξεκίνα!» Ο οδηγός του άλλο που δεν ήθελε. Τίναξε τα χαλινάρια και τα άλογα ξεχύθηκαν απότομα στο δρόμο χλιμιντρίζοντας. Μόλις έφυγαν λίγα μέτρα μακριά από το στενό ο αμαξάς ρώτησε:
«Που πάμε τώρα κύριε;» Ο Σάμιουελ λαχανιασμένος και με τρεμάμενη φωνή είπε απλώς:
«Σπίτι. Πήγαινέ με σπίτι μου…»




______________________________
[I]14: Φυλή της Ν. Αφρικής, με ανεξάρτητο κράτος μέχρι το 1879. Η ήττα τους από τα Αγγλικά στρατεύματα σήμανε το τέλος του πολιτισμού τους και της ανεξαρτησίας τους.
15: Ευρωπαίοι μετανάστες (κυρίως Ολλανδοί και Γερμανοί) που αποίκησαν στα τέλη του 17ου αιώνα την περιοχή της Ν. Αφρικής. Με τον καιρό διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους και μετατράπηκαν σε σκληρούς αποικιοκράτες που κακομεταχειρίζονταν τους ιθαγενείς πληθυσμούς. Υιοθέτησαν και μια καινούρια γλώσσα, τα λεγόμενα Άφρικανς, στα οποία μπόερ σημαίνει αγρότης. Το 1880 ανακήρυξαν το ένα από τα δύο κράτη που είχαν δημιουργήσει, τη Δημοκρατία του Τράνσβααλ, ως ανεξάρτητο κράτος, με πρωτεύουσα την Πρετόρια (σήμερα 600.000 κάτοικοι). Το άλλο κράτος των μπόερς ήταν η Οράγγη.
16: με τον πόλεμο του Σουδάν που κράτησε 18 ολόκληρα χρόνια (1881–1899) η Αγγλία έγινε η απόλυτη κυρίαρχος της Βορειοανατολικής Αφρικής. Κατέστησε το Σουδάν προτεκτοράτο της και παράλληλα αποδυνάμωσε τον εχθρικό βασιλιά Ιωάννη τον 4ο της Αιθιοπίας. Το 1882, μάλιστα οι Άγγλοι νίκησαν οριστικά και τους Αιγυπτίους, αναγκάζοντάς τους να ταχθούν στο πλευρό τους στον πόλεμο του Σουδάν.
17: πόλη στα σύνορα Τράνσβααλ – Οράγγης που πήρε το όνομά της από το ορυχείο διαμαντιών, το οποίο είχε ονομαστεί έτσι προς τιμήν του γραμματέα του βρετανικού κράτους στις αποικίες. Το 1868 βρέθηκαν τεράστιες ποσότητες διαμαντιών. Το υπέδαφός της ήταν πλούσιο και σε άλλα πολύτιμα μέταλλα. Σήμερα η πόλη έχει λιγότερους από 100.000 κατοίκους.[/I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-02-2009