Août

Μα γιατί το τραγούδι να `ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με `πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις

Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό

Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το `χει δει

Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό


Mais pourquoi faut-il que la chanson soit triste,
tout à coup, on dirait qu'elle a été découpée dans mon coeur?
Et qu'en cet instant où je déborde de joie,
elle soit montée à mes lèvres et m'étouffe?
«Prends garde à la fin...», me diras-tu.

Je t'aime, mais je n'ai pas de mots pour te le dire,
et c'est un chagrin insupportable.
Je me fonds dans la douleur, car je sens, moi aussi,
que le chemin que nous suivons est infranchissable
«Courage, ça passera...», me diras-tu.

Comment pourrais-je oublier ses cheveux dénoués?
Le sable ruisselant en cascade
pendant qu'elle se penchait sur moi? Les milliers de baisers,
de diamants, qu'elle m'offrait à pleines mains?
J'irai, quel que soit le mal qui m'en advienne.

Dans quelle extase, quelle danse magique,
peut être née une telle créature?
De quelle étoile lointaine vient la lumière
qui est allée se cacher dans ses deux yeux?
Et moi, qui ai eu la chance de la voir...

Son regard contient tout un ciel
avec des éclairs, des nuages, l'infini qui se déploie,
mais quand la nuit tombe, il se déborde de lumière,
une lune d'août se lève
et éclaire la prison de l'intérieur.

Comment pourrais-je oublier ses cheveux dénoués?
Le sable ruisselant en cascade
pendant qu'elle se penchait sur moi? Les milliers de baisers,
de diamants, qu'elle m'offrait à pleines mains?
J'irai, quel que soit le mal qui m'en advienne.

Geeske © 04.02.2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info