Es war einmal

Ήτανε μια φορά μάτια μου κι έναν καιρό
μια όμορφη κυρά αρχόντισσα να σε χαρώ

Μια μικροπαντρεμένη κόρη ξανθή
τον κύρη της προσμένει βράδυ πρωί

Ένα Σαββάτο βράδυ καλέ μια Κυριακή
τον ήλιο το φεγγάρι, καλέ, παρακαλεί

Ήλιε μου φώτισέ τον φεγγάρι μου
πάνε και μίλησέ του για χάρη μου

Γυρίζει κι αρμενίζει καλέ στα πέλαγα
τους πειρατές θερίζει καλέ και τους χαλά

Στον ήλιο στο φεγγάρι και στη βροχή
και μένανε μ’ αφήνει έρμη και μοναχή

Γαλέρα ανοίχτηκε μάτια μου με το βοριά
στη μάχη ρίχτηκε μάτια μου και στον καυγά

Μέσα σ’ ένα σινάφι πειρατικό
είδα φωτιά ν’ ανάβει και φονικό


Es war einmal mein Augenschein
eine hübsche vornehme Frau

Eine jungverheiratete blonde Tochter
erwartet ihren Mann von morgens bis abends

Eines Samstag Abends an einem Sonntag
bittet sie die Sonne den Mond

Liebe Sonne erleuchte ihn lieber Mond
geh und sprich zu ihm um meines Gefallens wegen

Er umwandert und umsegelt die Ozeane
umnäht die Piraten und zerstört sie

In der Sonne im Mond und im Regen
und mich lässt er einsam und allein

Eine Galeere läuft aus mit dem Nordwind
wirft sich in den Kampf und in den Streit

In einer Piratenzunft
sah ich ein Feuer brennen und einen Mord

manhattan © 27.05.2012

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info