La grazia (L. Papadopoulos)

Ψυχές μαραγκιασμένες σαν σφουγγάρια
ρουφάνε λίγον ήλιο απ’ το κρασί
κι αζήτητες σ’ απόμερα πατάρια
διψάνε για μια στάλα θαλασσί.

Στους τοίχους της ταβέρνας τα καράβια
που χάραξε ένα χέρι απλοϊκό.
Γιατί να καταντήσουμε ρημάδια;
Δε μάθαμε ποτέ το μυστικό.

Τα δάχτυλα να σφίγγουν το ποτήρι
παινέματα και λόγια λιγοστά.
Χριστέ μου, κάνε απόψε ένα χατίρι
κι οι τελευταίοι νά ’ρθουν πιο μπροστά.


Anime strizzate come spugne
risucchiano dal vino un po' di sole
e sbattute in introvabili ripostigli
hanno sete di una goccia di mare.

Sui muri della taverna le navi
schizzate da una mano primitiva
Perché ci stiamo riducendo a relitti ?
Mai ci riuscì di sapere il segreto.

E le dita a stringere il bicchiere
qualche complimento e poche parole
Cristo mio facci una grazia stasera
che gli ultimi arrivino un poco più avanti.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 14.08.2007

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info