Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Ο γίγαντας ( Διορθώσεις )
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
129972 Τραγούδια, 269274 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο γίγαντας      
#1Ο γίγαντας

Στίχοι:
Μουσική:



Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.

Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.

Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.

Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.

Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.

Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;

Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.

Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.

Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου.
#2Νέοι στίχοι:
Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.

Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.

Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.

Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.

Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.

Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;

Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.

Ο πιο μικρός πικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.

Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου.

Αποδοχή διόρθωσης στίχων

Τελική διαμόρφωση στίχων

Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.

Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.

Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.

Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.

Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.

Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;

Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.

Ο πιο πικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.

Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου.
Πρώτη αποστολή: KONSTANTINOSΔιορθώσεις: br0034
Πρόσθετες πληροφορίες ή διευκρινίσεις ή στοιχεία που δεν μπορούν να καταγραφούν μέσω της φόρμας
Οι παραπάνω διορθώσεις είναι στο στάδιο της εξέτασης και δεν έχει ελεγχθεί ούτε το περιεχόμενό τους, ούτε η πιθανότητα να μην προτείνουν καμία αλλαγή.