Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Χωρίς
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130619 Τραγούδια, 269436 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Χωρίς      
 
Στίχοι:  
Γιώργος Δάγλας
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Χωρίς
Των πατρικίων και των πληβείων το ένδυμα.
Χωρίς πλοία να διασχίζουν νύχτες τα κανάλια.
Έτσι θα μιλήσω:
Ρακένδυτος μέσα στην πανοπλία μου.
ΧΩΡΙΣ λόγο.

*
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ, στις παρυφές τον ίσκιων που
γεννάει η λύπη,
σαν οπτασία σ’ εξόδους ορυχείων,
πέφτει.
Πέφτει σαν χάλυβας σε καρδιολογικές κλινικές
που για πάντα θα σκεπάσει η λήθη.
Σε πύλες ανακτόρων κι αρχαίους χιτώνες,
πέφτει.
Και ξανά κατεβαίνουν αυτοί:
Σαρκαστές της παγκόσμιας κραιπάλης, αναιδείς
και μιναδόροι
με την έπαρση των αλαζόνων να διατείνονται τη
σωτηρία του γένους.
Περήφανοι, σφίγγουν το χέρι του Τσε Γκεβάρα,
αυτοί
οι μικροπωλητές αυτοκρατόρων.
Οι καλοντυμένοι ισορροπιστές πάνω απ’ το δίχτυ.
Σαν τους άλλους τους Γιά και τους Χβέ
ή αυτούς του Μπά και του Κά, δηλαδή.
Κι ο ασκητής, ο προφήτης, το παιδί, θαμμένοι
θα μιλήσουν με φωνή που δεν ακούει αφτί.
Σ’ όλους τους ζωντανούς θα μιλήσουν, γιατί ένας
είναι κι είναι χωρίς μάτια,
καθισμένος στις φωλιές των γερακιών,
εκεί που κάποτε ζούσαν άνθρωποι είναι
και ουρλιάζει στις γενιές:
«Τα ορυκτά η έγκυος γη θα διαμορφώσει σε ιδέες,
σε βωμούς,
σε υλικά οικοδομών, σε γερμένα κεφάλια
τ’ απογεύματα.
Αίρω το άρμα, εγώ ο εξώλης. Ο άδραστος, δοκώ
αυτά
και επελαύνω χωρίς να κινούμαι».
‘Κοινή η τύχη και το παρελθόν που ορίζει. Ο πόνος
επιλέγει το στόχο του.
Ασύνειδοι προβοκάτορες μας έχουν. Επηρμένοι,
μας οδηγούν στην άλωση.
Κάποιος να κόψει γρήγορα το σινικό σύρμα που
σφίγγει τους καρπούς.
Να ελευθερωθεί το μέλλον. Οίχομαι. Οίχομαι'.
Κανείς δεν ακούει.
Από μακριά κατεβαίνουν οι Ιταλοί με cantos κι οι
Γερμανοί με Wagen,
οι Γιάπωνες έρχονται
κι οι άποικοι Εγγλέζοι έρχονται να συναντήσουν
τον τελευταίο κλόουν
του πλανήτη.
Έρχονται να σπείρουν εικόνες, να εξαγοράσουν
φύλακες
να σκύψουν στο παλιό πηγάδι έρχονται.
Κατακτητές και άρπαγες σταυροφόροι, δίχως δικό
τους αμπέλι έρχονται
να ζητήσουν παράσταση απ’ τον Τελευταίο.
Όμως αυτός
ντυμένος την ηρωική στολή των επιδέσμων
βαδίζει σκυφτός στο μαύρο χιόνι των λυπημένων,
στο χιόνι που δεν αφήνει ίχνη
γιατί στο χρόνο της στοργής και της επανάστασης
χάνεται,
γιατί στη χίμαιρα έχει τ’ όμορφο και τ’ απόρθητο.

*
ΑΔΕΙΑΖΕΙ την οργή του ο κάμπος.
Στο ποτήρι των ηπειρωτικών ταξιδιών ζητά την
εξιλέωση.
Μηδέν κόμμα πέντε
Κραυγές στις στέγες των μοιχών
Χέρια προαιώνια μέσα στα σύννεφα
κρατάνε ευαγγέλια, ψωμί, κρασί
το άπειρο της στιγμής που πόθησαν
και δεν έζησαν.-
Ανοίγουν οι πύλες της μάνας.
Ελαττώνει. Αγγίζει το αρχέγονο του τέλειου ο
άνθρωπος,
γίνεται δέντρο κι όλα τρέχουν μπρος του προς τη
διαρκή επιστροφή.
Αδειάζει την οργή του ο κάμπος.
Σαν ποτάμι νύχτα λευκή κυλάει,
με λόγια ακατάληπτα μιλάει στους λαούς που
λάτρεψαν τη λήθη.
«Μόνο αυτοί που με ποτίζουν θα `ναι οι εκλεκτοί,
και τα μαλλιά τους θα μακρύνουν πολύ, και θα δουν
τους προγόνους
ξανά
και τα δάκρυα σα βράχους να πέφτουν
στα παγωμένα καλοκαίρια των αμετανόητων.
Κι η επιφάνεια θα γίνει χώμα και το χώμα θα γίνει
σώμα
και θα κινήσει το σύμπαν στην τρομαχτική πορεία
των μυρμηγκιών
και της ανάστασης.
Γιατί αυτό πρόκειται να συμβεί
όταν με βλέπετε να γίνομαι έρημος στους
τροπικούς.

*
ΣΚΟΡΠΙΖΕΙ φωτογραφίες όταν ο άνεμος ουρλιάζει
στα μπαλκόνια.
Αρπάζει μωρά και κρύβεται σε αποθήκες
πυρομαχικών.
«Ο τρελός», λένε. «Ο τρελός θα μιλήσει,
θα ανέβει».
Και συνάσσεται με δέος το πλήθος ν’ αφουγκραστεί
τα βήματα του μέλλοντα αιώνα.
Και σπρώχνουν οι βασιλείς τις πέτρες.
Και ρέει το αίμα των ιερέων.
Τα τελευταία τους κέρματα μοιράζουν
Είναι έτοιμοι.
Μπαίνουν στην ομίχλη του άλλου όταν σκυλιά
λυσσασμένα ορμάνε στην πόλη.
Κατεβαίνουν τα σκαλιά της αποβάθρας
πληγωμένα πουλιά, ξεχασμένοι ρεμπέτες
αισθήματα βουτηγμένα στη λήθη
ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΕΚΕΙ-
Στο πιο ψηλό κατάρτι ανεμίζει-
τα μάτια του στη θάλασσα πετάει.
«Φτάσαμε», λέει
«Χαρείτε για το τέλειο που δε θα `ρθει ποτέ.
Είστε οι νικητές του ανέφικτου, οι κωπηλάτες της
ουτοπίας
τα καμένα αρνητικά του εφιάλτη σας.
Ελάτε να περπατήσουμε στο νερό».
Μια γενιά γεμάτη ρίγος
κούμπωσε το σακάκι της
κι επέστρεψε στην εργασία της.
Όλοι κοιτάζονταν λοξά.
Τυφλοί στους ιμάντες συναρμολόγησης
πέθαναν, προτού πεθάνουν.
ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΕΚΕΙ
Στο πιο ψηλό κατάρτι, ανεμίζει.
Οπτήρας μιας κοινότητας ευτυχισμένων
που δε θ’ αντικρίσει ποτέ.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 294
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 22-03-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο