Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Η μητέρα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130314 Τραγούδια, 269360 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η μητέρα      
 
Στίχοι:  
Αλόνσο Νταμάσο
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Μη μου λες
πως είσαι γεμάτη ρυτίδες, πως είσαι γεμάτη από νύστα,
πως σου έχουν πέσει τα δόντια,
πως πια δεν μπορείς με τα φτωχά σου πρησμένα κουπιά,
παραμορφωμένα από των ρευματισμών το δηλητήριο.

Δεν πειράζει, μητέρα, δεν πειράζει,
Εσύ είσαι πάντα νέα,
είσαι ένα κοριτσάκι,
είσαι 11 ετών.
Ω, ναι εσύ είσαι για μένα αυτό: ένα αθώο κοριτσάκι.

Και θα δεις ότι είναι αλήθεια αν βυθιστείς σε εκείνα τα αργά
νερά, σ’ εκείνα τα ισχυρά νερά,
που σε έχουν φέρει σε αυτή την έρημη όχθη.
Βυθίσου, κολύμπα κόντρα στο ρεύμα, κλείσε τα μάτια,
κι όταν θα φτάσεις, περίμενε εκεί τον γιό σου.
Γιατί κι εγώ θα βυθιστώ στην παλιά παιδικότητα μου,
αλλά τα νερά που θα πρέπει να υπερβώ σχεδόν μέχρι τη πηγή,
είναι πολύ πιο ισχυρά, είναι νερά θολά, σαν από αίμα βαμμένα.
Άκουσέ τα, μες απ’ το όνειρό σου, πως βρυχώνται,
πόσο θέλουν να παρασύρουν τον φτωχό κολυμβητή.
! Τον φτωχό κολυμβητή που βουτά και καταδύεται σ’ εκείνη τη θάλασσα
την αλμυρή από την ανάμνηση!

... Τώρα δες: Φτάσαμε πια.
Δεν είναι ένα θαύμα που και οι δυο να έχουμε αράξει
σ’ αυτή την καταπληκτική όχθη της παιδικής μας ηλικίας;
Ναι, έτσι είναι φορές που αγκυροβολούν την ίδια μέρα στο
Λιμάνι της Σιγκαπούρης δύο πλοία,
και το ένα έρχεται από την Νέα Ζηλανδία, το άλλο από τη Βρέστη.
Έτσι έχουμε φτάσει οι δυο μας, τώρα, μαζί.
Κι αυτή είναι η μοναδική πραγματικότητα, η μοναδική θαυμαστή πραγματικότητα:
πως εσύ είσαι ένα κορίτσι και εγώ ένα αγόρι.

Το βλέπεις, μητέρα;
Μην ξεχάσεις ποτέ πως όλα τα υπόλοιπα είναι ψέμα,
πως αυτό μόνο είναι η αλήθεια, η μοναδική αλήθεια.
Αλήθεια, η καλοφτιαγμένη κοτσίδα σου, ίδια με εκείνων των κοριτσιών
που τώρα δα χτενίστηκαν,
η κοτσίδα σου, που σε αυτή δείχνουν τόσο όμορφα τα γυαλιστερά
κύματα της πλέξης,
Η κοτσίδα σου, που στην άκρη της κρέμεται, απίθανο, ένα μικρό
φιογκάκι κόκκινο
αλήθεια, οι γαλάζιες σου κάλτσες, με λευκά δαχτυλίδια, κι οι δαντέλες
από το μεσοφόρι σου που προβάλλουν κάτω από τη φούστα
αλήθεια, το χαρούμενο προσωπάκι σου, ροδοκοκκινισμένο, και η θλίψη
των ματιών σου.
(Α, γιατί βρίσκεται πάντα η θλίψη στο βάθος της χαράς)
Και προς τα που πας τώρα; Πηγαίνεις στο σχολείο;

Α!, μικρή μου, μητέρα,
θα σου κάνω τον οδηγό,
θα σε υπερασπίζομαι ιπποτικά, από όλες τις βαναυσότητες των
συντρόφων μου,
θα σου φέρνω λουλούδια,
θα ανεβαίνω στους φράχτες για να σου μαζεύω τα μούρα τα πιο μαύρα,
τα πιο γεμάτα από χυμούς,
θα σου φέρνω γρύλους αληθινούς, από εκείνους που το τρίξιμο τους είναι σαν
ένα χτύπημα από καμπανούλες ασημένιες.
Τι ευτυχισμένοι και οι δυο, στην άκρη του ποταμού, τώρα που θα
είναι καλοκαίρι!

Στο δικό μας διάβα πάνε πηδώντας βατράχια πράσινα,
πάνε πηδώντας, πάνε πηδώντας στο νερό τα πράσινα βατράχια:
είναι σαν ένα νήμα συνεχές από βατράχια πράσινα,
που θα στρίφωναν την όχθη, τρυπώνοντας την όχθη με
το ποτάμι.
Ω! τι ευτυχισμένοι οι δυο μαζί, μόνοι αυτό το πρωινό!
Βλέπεις: υπάρχουν ακόμα δροσοσταλιές της νύχτας φοράμε τα παπούτσια
γεμάτα από εκθαμβωτικές σταγονίτσες.

Ή είναι που προτιμάς εγώ να είμαι ο μικρός αδελφούλης σου;
Ναι το προτιμάς!
Θα είμαι ο μικρός σου αδελφούλης, μικρή μου, αδελφή μου,
Μητέρα μου.
Είναι τόσο εύκολο!
Θα σταματήσουμε μια στιγμή στη μέση του δρόμου,
για να μου σηκώσεις τα παντελόνια,
και για να μου φυσήξεις τη μύτη , που μου λείπει πολύ
(γιατί τώρα κλαίω ναι, γιατί αυτή τη στιγμή κλαίω).

Όχι. Όχι δεν πρέπει να κλαίω γιατί είμαστε στο δάσος.
Εσύ ήδη γνωρίζεις της απολαύσεις του δάσους (τις γνωρίζεις από
τα παραμύθια,
γιατί εσύ δε χρειάστηκε ποτέ να βρεθείς σ’ ένα δάσος,
ή τουλάχιστον δεν έχεις βρεθεί ποτέ σε αυτή την απολαυστική
μοναξιά, με τον αδελφούλη σου).
Κοίτα, εκείνη την ξανθή φλόγα, που ταχύτατα χτυπάει
τα κλαριά των πεύκων,
εκείνη η φλόγα που σαν ακτίνα αφήνεται να πέσει στο πάτωμα,
Και που τώρα με ένα σάλτο πηδάει στον ώμο μου,
δεν είναι φωτιά, δεν είναι φλόγα, είναι ένας σκίουρος.
Μην αγγίζεις, μην αγγίζεις εκείνο το μικρό κόσμημα, μην αγγίζεις εκείνα τα διαμάντια!
Τι λάμψεις φωτιάς δίνουν, από το πράσινο το πιο καθαρό, από το πιο θλιμμένο
και αγνό κίτρινο, από το λευκό το δημιουργό, από το πιο τραυματικό
λευκό!
Όχι, μην το αγγίζεις: είναι ένας ιστός αράχνης, γεμάτος από
σταγόνες δροσιάς.
Κι εκείνη η αίσθηση που τώρα έχεις μιας απουσίας
αόρατη, σαν μια θλιμμένη ομορφιά, εκείνος ο ρυθμικός
κι ελαφρύς ψίθυρος από πόδια μακρινά, εκείνο το κενό, εκείνο το
ξαφνικό προμήνυμα του δάσους,
είναι η φυγή των ζαρκαδιών. Δεν έχεις δει ποτέ ζαρκάδια σε φυγή;
Τα θαύματα του δάσους! Α, είναι αμέτρητα
Ποτέ δε θα μπορούσες να τα δείξεις όλα, θα είχαμε για μια ολόκληρη ζωή ...

...για μια ολόκληρη ζωή. Kοίταξα, ξαφνικά, και είδα
το όμορφο πρόσωπό σου γεμάτο από ρυτίδες,
τη βραδύτητα από τα αγαπημένα παραμορφωμένα χέρια σου,
και τα κουρασμένα μάτια σου γεμάτα με δάκρυα που τρέμουν.
Μητέρα μου, μη κλαις: ζήσε μου πάντα στο όνειρο.
Ζήσε, ζήσε μου πάντα απούσα από τα χρόνια σου, από το βρωμικο εχθρικό
κόσμο, του ανδρικού εγωισμού μου, των
σκληρών μου λέξεων.
Κοιμήσου ελαφρά σε εκείνο το θαυμαστό δάσος της
αθωότητας σου,
σ’ αυτό το δάσος που δημιούργησαν μαζί η αθωότητα σου
και ο θρήνος μου
Άκου, άκου εκεί πάντα πως σου σφυρίζει τις νέες μελωδίες,
Ο γιος σου, ο αδελφούλης σου για να σου γλυκάνει το ύπνο.

Μην φοβάσαι, μητέρα. Κοίτα, μια μέρα τέτοια εκείνο το γλυκό
όνειρο σου θα σου γίνει ξαφνικά πιο βαθύ και πιο διαυγές.
Πάντα στο δάσος του πρώτου πρωινού, πάντα
στο δικό μας δάσος.
Αλλά τώρα πια θα είναι οι σκίουροι, χαριτωμένοι, φλόγες γρήγορες,
φλογίτσες της αλήθειας
Και οι ιστοί της αράχνης, ουράνιοι πολύτιμοι λίθοι
και η φυγή των ζαρκαδιών, απόδραση αιώνια των αστεριών
προς αναζήτηση του Θεού.
Και εγώ θα συνεχίζω να σου γλυκαίνω το σκοτεινό ύπνο, θα συνεχίζω
να σου τραγουδώ.
Θ’ ακούσεις την κρυμμένη μουσική, τη μουσική που διέπει το σύμπαν.
Και εκεί στο όνειρο σου, μητέρα, θα πιστέψεις πως είναι ο γιος σου αυτός
που την στέλνει. Ίσως να είναι αλήθεια: πως μία καρδιά
είναι αυτό που κινεί τον κόσμο.
Μητέρα, μη φοβάσαι. Γλυκά νανουρισμένη, θα κοιμηθείς στο
δάσος, τον πιο βαθύ ύπνο.
Περίμενε με στο όνειρό σου. Περίμενε εκεί τον γιο σου, μητέρα μου.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 414
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 16-03-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο