Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Για μένα όμως δεν ρώτησες…
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130218 Τραγούδια, 269329 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Για μένα όμως δεν ρώτησες…      
 
Στίχοι:  
Αναστασία Γκίτση
Μουσική:  
Αμελοποίητα


i.

Δεν σου μίλησα, είναι αλήθεια δεν σου μίλησα
τις ώρες των μεγάλων ρολογιών
εκκρεμή τροχιοδείκτες μιας άλλης σημαινόμενης στιγμής.
Δεν σου μίλησα, είναι αλήθεια δεν σου μίλησα
τις ώρες των μικρών στιγμών που κούρνιαζες τις φλύαρες λέξεις σου
στις δικές μου άυπνες σιωπές
δεν σου άρθρωσα
-φωνή πού να βρω να σου ταιριάζει!—
ούτε μια λέξη δεν όρθρισα,
κατάνυξη λειτούργησα ούσα μη χειροτονημένη.

ii.

Μη θαρρείς από φόβο,
τίποτε δεν με φόβισε παρά μόνο η ανάσα σου
όταν ξεμάκραινε από σιμά μου.
Και η βαριά σου σκιά στον τοίχο που δεν μου άφηνε
περιθώρια ασφαλείας να δω τα μάτια σου,
τα μάτια σου,
σκοτεινές χαντρίτσες σε στριμωγμένα απόκρυφα ευαγγέλια.
Κομποσχοίνι μετά προσευχής και ασκήσεως
κρατούσα στα χέρια να τ’ αντέχω
βασιλικό στα δόντια.

iii.

Και αν κατέβαζα τα δικά μου κάθε που τ’ αναζητούσε το βλέμμα σου,
από ντροπή για κείνο το φύλλο της γέρικης βελανιδιάς
που μας είδε να κρυφαγγίζουμε τυχαία
-τάχα μου τάχα μου- το χέρι, ήταν.

… τερπνόν όμως και καλόν επί πλέον ώφελεν είναι…

iv.

Ξελαρυγγιασμένες γούρνες οι κινήσεις σου,
και σου ‘λεγα, χαμήλωσε τη φωνή σου!
Πες μου κείνη τη στερνή καλημέρα
με την χαμηλωμένη φωνή του μεσημεριού!
Πόσο με γοήτευε ο τρόπος που κούρνιαζες τη γλώσσα σου στο
«ρο» σαν τύχαινε ανάμεσα με φωνήεντα.
Δεν σου το πα.

v.

Για μένα όμως δεν ρώτησες…

vi.

Ρυτίδα άπλωσες στο ξύλινο τραπέζι
όλα σου τα «απολαμβάνω»
-κράτησες και ένα στερνό για το τέλος-
και μ’ έμπηξες αγκίδα ροκανιδιού στο μικρό σου δαχτυλάκι,
του δεξιού που το είχες μαγκώσει στην πόρτα βιαστικά θυμάσαι;
Έτσι έκλεινες πίσω σου τις πόρτες και τα φώτα.
Βιαστικά,
σαν αποτρόπαιες ιαχές πολεμιστών στην νηνεμία λίγο μετά τους
πυροβολισμούς.

vii

Και έπειτα ο πόθος σου να το πιέζεις
στο κρύο μπουκάλι της μπύρας.
Η ηδονή του πόνου, μανία -έμφυτη, επίκτητη δεν ξέρω-
να ακροβατείς στ’ άκρα.
Ίσως γι’ αυτό να συμπονάς τόσο τους ακροβάτες,
σαλοί μιας άλλης ισορροπίας, που του Θεού το μοίρασμα ανατάραξε.

viii.

Για μένα όμως δεν ρώτησες…

ix.

Ποια γεύση να ‘χει το αίμα που αυλάκωνε η αγκίδα στο πρόσωπό μου.
Άραγε με θυμάσαι;
Πώς περπατώ στον πόνο μου τρεκλίζοντας,
πώς σιωπώ σαν υποφέρω αγκομαχώντας ανάσες,
πώς αγαπώ στην πρωινή μου ανακούφιση,
στην νυχτωμένη μου ανάγκη, του κορμιού μου
-όταν ζυγιάζω στο περίγραμμα του δικού σου-
στάση (περίσταση πες το όπως θες!) τη θυμάσαι;
Σιωπώ, μαζεύομαι, ένα κομματάκι ακινησίας
ν’ απλώσεις κατάσαρκα τις πυρακτωμένες
λέξεις σου στο παρθενικό κορμί μου.

x.

Έλεγες ότι απο-λάμβανες.
Τίποτα επίμεμπτο στ’ αλήθεια!
λάμβανες-από όμως
το υστέρημα μιας περισσής αντοχής.
Αγαπώ σου ‘λεγα,
πρισματικά καθρεπτίζομαι ν’ αντέξεις το άδειο της δικής σου υποταγής.
Κι έπειτα έφευγες λες και τίποτε δεν βλέπεις
-και ήμουν, είμαι, θα μείνω εκεί που πάντα προσπερνάς-
Μη γυρίσεις γυναίκα του Λωτ. Μη γυρίσεις δις!
Δεν θα σε γράψει η ιστορία…

xi.

Για μένα όμως δεν ρώτησες…

xii.

Βιαστική, γρήγορη, ανυπόμονη, όπως θες πες το
-σου χαλάω εγώ χατίρι!—
η παρουσία σου, αμήχανη απουσία σχημάτιζε
παρά σάρκινη εικόνα.
Τι βιαστικά να ονειρευτείς!
Τι να ματαγαπήσεις!
Τι να μάθεις να ψελλίζεις σε καιρούς μουγγούς!
Τι ν’ ακούσεις σε ξένες θάλασσες που τίναξες τα κύματα σου;
Κομματάκια ψωμιού που μοιραζόμασταν μήνες ψημένου πυρετού.

xiii.

Και όταν έκλαιγα στο παλιό κομοδίνο του ξύλινου σαλονιού
μακριά, κρυφά τον πόνο μου μην κοινωνήσεις
-λάθος που μόνο χαρά κράτησα για σένα;-
έλεγες πως σε ξέχασα, πως μούτρα σου ‘κανα.

xiv.

Μούτρα δε σου ‘κανα ματάκια μου.
Και αν κρατούσα με τα χέρια το πρόσωπό μου κρύβοντάς σου την πίκρα μου,
ήταν που ποθούσα το άγγιγμά σου στο μάγουλό μου
καθώς θα μ’ άγγιζες να μου τα κατεβάσεις…
Ούτε μια φορά δεν το ‘κάνες!

xv.

Ιχνηλατούσες έλεγες την ψυχή μου.
Αφουγκράζομαι ακόμη τα θλιμμένα πρωινά της στερημένης καλημέρας σου
που ανήλια μαραζώνουν το κορμί μου.
-Κατέβασα τα παραθυρόφυλλα μην κουτσομπολεύει η γειτονιά-
Όχι αγάπη μου γλυκιά, εσύ δεν με ιχνηλατούσες
με περπατούσες κανονικότατα με τα μυτερά μαύρα τακούνια της θεάς
απόλαυσής σου.

xvi.

Γα μένα όμως δεν ρώτησες…

xvii.

Πώς τις τρύπες της γόβας που στιγμάτισες τη σάρκα μου
ασβέστωνα τα ηλιοβασιλέματα,
πώς κάθε πληγή σου επούλωνα δίχως κόπωση να ξεστομίσω.
Κάθε καλημέρα, κάθε καληνύχτα μια πληγή, δύο και πάει λέγοντας.

xviii.

Και τόσο εσύ μου ‘λεγες καλημέρα όσο εγώ ποθούσα την καληνύχτα σου.
Σε ποια συγχρονία της στιγμής επιτέλους θα σημάνουμε!
Ξεγλιστρούσες όμως επιδέξιος ακροβάτης των άκρων που
τέντωνε το σχοινί στων ακονισμένων μου αισθήσεων τις χορδές.
Γι’ αυτό λοιπόν συμπονάς τους ακροβάτες.

xix.

σ’ αγαπώ
σού ‘λεγα,
σιωπούσα…
σ’ αγαπώ
έτσι απλά
για όσα δεν θα μάθεις

xx.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…

xxi.
Ούτε τότε που μάτωσα τα χείλη σου
στο πρώτο μας φιλί θυμάσαι;
-ή μήπως το φαντάστηκα αυτό;-
σάρκινη σκιά εσύ
προσευχή άυλη εγώ
που να συναντηθούμε
ποια πίστη θα μας σώσει!

xxii.

Γα μένα όμως δεν ρώτησες…

xxiii.

Ποια είμαι, ποια έγινα
πώς αγαπώ όταν πονώ
και πώς σωπαίνω σαν τίποτα για μένα δεν κρατώ
παρά την έγνοια μου να σε ποθώ (πονώ ένα «θου» δεν κάνει τη διαφορά)
για όσα ποτέ δεν θα μάθεις…

xxiv.

Μέχρι να ακούσω την καλημέρα σου δεν θ’ ανασάνω
σου ‘λεγα
δεν θ’ ανασάνω.
Πάνε μέρες δίχως νέα σου.
Ασφυκτιώ.

xxv.

Γα μένα όμως, για μένα δεν ρώτησες…




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 367
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 24-01-2020


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο