|
Στίχοι: Παντελής Μηχανικός
Μουσική: Αμελοποίητα
Πήραν την πόλη πήραν την
μου πήρανε τα χέρια
πήραν κι άπ’ την Αγιά Σοφία
τα δυό μου περιστέρια.
Ο αρχηγός τους
πρώτα πρώτα
κατούρησε μέσα ατό δισκοπότηρο.
Είναι αυτός ο ίδιος θεομπαίχτης που προσευχήθηκε μετά
και κοινώνησε τους πιστούς του
άπ’ το κάτουρό του. Αυτοί
ήταν ο οχλος που γρύλλισε.
Κι οι ποιητές
μην έχοντας η καρδιά τους φωνή
χαϊδεύανε την κοιλιά
και το γουργουρητό
του χωριού τους.
Αλλά εγώ πίστευα σε σένα.
Εγώ πίστευα στη σπίθα
μέσα στην καρδιά του ποιητή.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή της φωτιάς.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή πού φωνάζει
στον ποιητή πού κατεβαίνει στο καλντερίμι
στον ποιητή πού μιλάει στα πλήθη.
—Πήραν την, πήραν, πήραν την.
Κι ένα πουλί
χλωμό πουλί
μυρολογάει και λέει
«Θουκή μου, Ορέστη μου».
Ζήτησα σύμμαχο κι ήρθε η απάντηση:
«Κανείς». Και στράφηκε ο Αντίλαλος
να τα σκεπάσει όλα μαύρα πέρα ως πέρα.
Και τότες
κατάμονος
μέσα στην Απέραντη ερημιά
γονάτισα στη γη μου
και της ορκίστηκα ακόμη μια φαρά:
«Εγώ θα πιστεύω».
Σήκωσα τά μάτια ψηλά
κι είδα τον Μαχαιρά να στέκει ακόμη γερά στα πόδια του
και ν’ ανεμίζει μια πυροκαμένη κορυφή.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 305 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|