Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Το βάθος του κόσμου
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130610 Τραγούδια, 269429 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το βάθος του κόσμου      
 
Στίχοι:  
Παντελής Μηχανικός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Παντελής-Μηχανικός ΦΩΤ

.

Ο Παντελής Μηχανικός γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1926 στο χωριό Λιμνιά της επαρχίας Αμμοχώστου. Αποφοίτησε από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και την Αμερικανική Ακαδημία της Λάρνακας. Από το 1949 και έως τον θάνατό του εργάστηκε ως τελωνειακός στην Κυβερνητική Υπηρεσία της Κύπρου.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 από τις σελίδες του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα». Δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του ποιητικού διαγωνισμού του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα» για το ποίημά του «Δοκιμασία Ονείρων». To 1957 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Παρεκκλίσεις». Θα ακολουθήσουν άλλες δύο: «Τα δυο βουνά» (1963) και «Κατάθεση» (1975).
Η διαμόρφωσή του ως ποιητή συντελείται μέσω του διαλόγου του με την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Τ.Σ. Έλιοτ. Το έργο του, πέρα από τη δημιουργική αφομοίωση της ποιητικής του μοντερνισμού, άνοιξε το δρόμο για νέες εκφραστικές επιλογές στους κύπριους ποιητές.
O Παντελής Μηχανικός πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιανουαρίου 1979 από ασθένεια της καρδιάς. Κηδεύτηκε στην Κύπρο δημοσία δαπάνη.

Untitled.FR12 - 0001Untitled.FR12 - 0002
ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ (1957)
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Πολλά πράγματα εγκαταλείψανε απόψε την πόλη
γα να παν κάπου να παραθερίσουν
κι έμεινε μονάχη της η ησυχία.—
Βασιλεύει..

Εσβήσανε το φως του σπιτιού για οικονομία
και κάτσανε έξω απ’ τις σκοτεινές πόρτες τους
δέκα χιλιάδες ψυχές που σκοτείνιασαν
για οικονομία.

(Οι άλλοι… οι άλλοι…,
θα δανειστούνε γ:’ απόψε το χαμόγελο
της χτεσινής μέρας, που το δανείστηκε από την προηγούμενη,
για να βολέψουνε τα βήματα τους, να εφαρμόσουν
επάνω στις πατημασιές
—να, φαίνουνται γραμμή ! —
της ευπρέπειας.)

Μια κοπέλα που βρήκε τώρα μια αβίαστη ώρα
ανοίγει τω ερμάρι της, το ερμάρι της…,
όπου έχει κουβαλήσει την ιερή αγωνία της
μέ κάτι λεπτές συγκινήσεις απ’ την εκκλησιά,
και περιμένει,
το φτερό του αγγέλου,
νά κινήσει το νερό της κολυμβήθρας του Σιλωάμ.

Τότες δυό ολόλευκα περιστέρια
μου ξέφυγαν και κάθισαν στους ώμους της.
Χάρηκα πολύ που δεν πρόφτασα να κρεμάσω την κάρτα μου στό
λαιμό τους
—που μου ‘χαν ξεφύγει.

ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ
Μ’ αυτές τις ώρες που περνούν,
μετρούμε το θάνατο,
μετρούμε το μαύρο θάνατο
ενώ βρισκόμαστε στη ζωή.
Κύριε Ελέησον.
Μας σπρώξανε τόσο άσχημα,
που νομίζουμε πως ζούμε λαθραίως
αυτές τις ώρες, τέτοιες ώρες.
Η ευλογία
της λαίμαργης χαράς,
πού τσιγκουνεύεται τ& δευτερόλεπτα,
που παίζει στη χούφτα της
τα χρυσά νομίσματα των λεπτών και των δευτερολέπτων-
αυτή η ευλογία,
μήλο ζουμερό κι ολοκόκκινο,
είναι τώρα μήλο στυφής στάχτης,
η σορός της ευτυχίας, η στάχτη της,
που την αρπάζει ή κατάρα και σημαδεύει
τα μάτια των ωρών μας.
Φεύγουν τυφλές κυνηγημένες,
ώρες μας οι φοβισμένες.

ΓΡΑΜΜΑ
Αγαπητή μου μητέρα,

H Αγάπη σου,
σε πληροφορώ
μου δυσκολεύει τη ζωή.
Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
Περπατώ στους δρόμους
με την ύπαρξή μου γραμμένη κάτω απ’ τα παπούτσια μου,
που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα.
Καμιά φορά βγάζουμε το παπούτσι μας
και το πετάμε στον αέρα,
γιατί είναι ανάγκη να παίξουμε.
Κάποια μέρα μπορεί να το χάσω μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή
μαζί με ό,τι έχει γραμμένο από κάτω.

Εσύ μου είπες να μην τα κάνω όλ’ αυτά.
Μα ακριβώς σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως δεν γίνεται
διαφορετικά.
Δεν μπορώ να σ’ ευχαριστήσω.
Η αγάπη σου με τραβά από τα μαλλιά, όταν εγώ
μάχομαι ολάκερος,
μ’ αποσπά δυνάμεις,
αυτή την κρίσιμη στιγμή,
που μόνο με μαντήλια βρεμένα στο αίμα
προσπαθούμε να δροσίσουμε το μέτωπο των ζαλισμένων μας
πεποιθήσεων.

ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ
Φέρτε μου ακόμα ένα περιστέρι,
που το πλατάγισμα των φτερούγων του
να με πασπαλίζει με χρυσόσκονη.
Φέρτε μου το ποτήρι,
που διηγείται
τους έρωτες των αιθέρων
και τα οργιά των υπογείων.

Μάς έμεινε μια μέρα.
Σ’ αυτό το κυνήγι
θα ρίξουμε τη σαΐτα μας
σ’ ό,τι επίμονα απωθήσαμε
ματώνοντας τρυφερές επιθυμίες.

Κάπελα !
Βάλει το σκούφο τον ψηλό,
το γέλιο σου το χαρωπό,
κι έλα!
Θ’ ανάψει γλέντι,
δεν έχομε αφέντη.

Τα κουμπιά των φορεμάτων μας,
αυτά τα κουμπιά της προσοχής και της εγκράτειας,
τα ορόσημα της δουλείας μας,
τις κεφαλές των καρφιών
που το καθένα τους έχει καρφωμένη μια σφαδάζουσα επιθυμία μας,
θα τα ρίξουμε σ’ ένα ποτήρι κρασί.
Είναι τόσος καιρός που θέλουμε να σχίσουμε τις φορεσιές μας,
αφού η ζωή μας ως τώρα ήταν γεμάτη επικίνδυνες υποχωρήσεις.

«’Ιδού ένας τρελός,
που θ’ αρχίσει να σκίζει τα ρούχα του»,
λέει αντίκρυ ο στωικός.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΝΩΝΥΜΗ
Μια μονάχα στιγμή απ’ αυτό το ταξίδι
μοιάζει σαν ολόκληρο ταξίδι
από κείνα που κάναμε άλλες φορές.

Τα πουλιά τ’ ουρανού εδώ
χτυπούν τις φτερούγες τους αλαλιασμένα,
οι άνθρωποι πού βημάτιζαν — τώρα τρέχουν,
και κείνοι που τρέχαν … ο Θεός
να τούς ελεήσει. Οι σεληνιακοί
λυμπούριασαν.

«Έλα, αγαπημένη, μην το παίρνεις κατάκαρδα.
Εμείς είμαστε ακόμη εφτά χρονώ.
Θα κάτσουμε στην κορφή του βουνού
και θα παίζουμε τις «πέντε πέτρες»
με πέντε αστέρια.

Η σελήνη θα γίνει η καλύτερη μας γιαγιά,
για να μας πει ένα ξωτικό παραμύθι με δράκους.
Ύστερα θα γίνει η καλύτερη μάσκα
με κείνο το πλατύ της στόμα,
για να γελάσει πρώτη με το ευχάριστο
τέλος του παραμυθιού.

Όταν το πρωί θα ‘ρτει ο ήλιος,
θα μας ξυπνήσει με το «εμβατήριο του παλιόπαιδου;
στο πείσμα της μητέρας.
Κι αυτή δε θα μας θυμώνει πια,
που θα παίζουμε όλη μέρα με τις λάσπες,
μες στις λάσπες…
πώς σε κάλεσα, αγαπημένη,
τώρα πού είμαι πάλι χωμένος μες στις λάσπες,
ξύνω τις λάσπες,
—το πουκάμισο του Κένταυρου —αγαπημένη,

περπατώ μες στις λάσπες
δεν βλέπω ένα πόδι γης χωρίς λάσπες,
το πουκάμισο του κένταυρου, αγαπημένη,
είμαι γιομάτος λάσπες
που πύρωσαν.

ΦΙΛΕ ΜΟΥ, ΦΙΛΕ ΜΟΥ
θυμάσαι, φίλε μου, φίλε μου,
πού βημάτιζες μες στο παλάτι σου
νέος, ωραίος, ευθυτενής,
που βηματίζεις μόνος μες στο παλάτι σου
μετρώντας το ρίγος της ευτυχίας σου.

Περίμενες την αγαπούλα, ώ!
μα ποιάν αγαπούλα, ώ!
Κι αυτή έρχονταν κάθε φορά που την περίμενες.
Αυτή έρχονταν κάθε φορά που την περίμενες.

Στην αφή της ένιωθες το στήθος
άξιο μονάχα βρέφους φάτνης φωτοστέφανης.
Όταν τα μάτια της έστρεφαν να σε κοιτάξουν στο πρόσωπο
σε περιέλουε με το φως της αγάπης ο Θεός
κι ήξερες πως τάγματα αγγέλων
ήταν φίλοι πιστοί.

Όταν άγγιζες τα μαλλιά της
γέμιζες μια χούφτα μαλλιών μυστήριου,
που τα μελετούσες κλωστή την κλωστή
και σου φέγγαν με φανάρια άγγελοι.

Φίλε μου, φίλε μου,
που βάδιζες ωραίος, ευθυτενής, μεριμνώντας την ευτυχία
στο παλάτι που πέταξε με τα φτερά των αγγέλων
κι αφήκε μονάχα το γήπεδο
όπου βλάστησε τώρα μια ζούγκλα,
κι ο βρυχηθμός του λιονταριού,
φίλε μου, φίλε μου,
εξακοντίζει ένα μαχαίρι εγρήγορσης,
πού κόβει τη θύμηση.

ΤΙ ΜΑΣ ΕΦΕΡΕ Ο ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ
Τα πλούτη ήτανε κλουβί.
‘Ητανε μια μικρή γυάλινη σφαίρα όπου κλείσαμε την ψυχή μας.
Μικρός ουρανός, τεχνητός.
Ημίγυμνες γυναίκες μ’ αραχνοΰφαντα,
καπνοί
ώσπου είχαμε λεφτά
βρίσκαμε διαρκώς ασχολίες, διασκεδάσεις,
μες στη γυάλινη μικρή σφαίρα.

Πως τα δέσαμε τα μάτια μας,
πράγμα που δεν ήτανε ποτέ του γούστου μας.
Γιατί ο Βικέντιος Βαν Γκογκ,
γιατί αναζήτησε τα δυστυχισμένα πρόσωπα, τ’ αυλακωμένα,
γιατί ζωγράφισε τους καρβουνοβαμμένους ανθρακωρύχους
και τα θλιμμένα παλιοπάπουτσα με τις ρυτί­δες,
που τα φορούσε ο μόχτος τόσα χρόνια,
που τα ξεχαρβάλωσε η ανάγωγη γης
χαϊδεύοντάς τα με πέτρες και με χώματα
τόσα χρόνια, τόσα χρόνια.

Ο Βικέντιος
μας κουβάλησε απ’ τ’ ανθρακωρυχεία του Μπορινάζ
έναν κασμά,
να θραύσουμε τη μικρή γυάλινη σφαίρα.

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΠΡΩΙΝΟ
Έτσι γλυκό που ‘ναι
κι αφήκαμε οπίσω,
απερίσκεπτα,
τρυφερά αισθήματα
που θα στόλιζαν τούτο τ’ ωραίο πρωινό
γαρουφαλλιές, τριανταφυλλιές,
τα παρεθύρια της μοναξιάς μου.

Κι εσύ κλείδωσες
με τ’ αδυσώπητο κλειδί της λογικής
την καρδιά σου.
Προχώρησες
ασφαλής μέσ’ απ’ τα φαράγγια
περιφρονώντας αμείλικτα
τις βιολέττες και τα αισθήματα μας
φυτεμένα στην άκρη του γκρεμού.

Τούτο το γλυκό πρωινό
παθαίνεται να στολιστεί.
Να μάζευες τις βιολέττες
ν’ άφηνα να μεγαλώσουν απαλά αισθήματα
Θα στολίζαμε τα παρεθύρια
της μοναξιάς μας
τούτο το γλυκό πρωινό
π’ ακούω φτερουγίσματα αγγέλων
πού γυρεύουν που να καθίσουν.

—θα τους δεχόμαστε.

Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Ή Εύα
πέταξε και το τελευταίο φύλλο συκής
κι ένας σάτυρος
τη γαργαλάει δημοσίως.

Ο όφις
χτυπιέται στο χώμα απελπισμένος
που δεν μπορεί να σκαρφιστεί
ένα καινούριο αμάρτημα.

Τί θα γίνει τώρα που ο λαγός
συνάντησε τους πρώτους βάτραχους
πού στέκουνε μπροστά του ατρόμητοι?

ΟΙ ΝΕΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ
Κάτι μουγκρίζει πάλι από πολύ βαθιά
πάλι κάτι μουγκρίζει
και σηκώνει και ραγίζει το φλοιό της γης
πάλιν ένα άγριο ένστιχτο
πάει να σκίσει τη μάσκα μου.

Κι αν ραγίσει η γης
θα ξαναμελετήσουμε Γεωγραφία
(Κλείσαμε βιαστικά τα βιβλία
και ξεσκολίσαμε λαθραίως) .

Πάλι μουγκρίζει ένα θηρίο μέσα στο δάσος
πάλι μάς ξαναφέρνει στο νου
πως ο τόπος που περιποιηθήκαμε
τον λέγαμε ο «κήπος μας» ο κήπος
είναι ζούγκλα. Θα πηδήσουμε απάνω στα δέντρα
σαν τους πιθήκους.

Θα στραφούμε υστέρα στον κήπο
κι η καρδιά μας θα κλαίει
τη ντροπιασμένη περιπέτεια
των πιθήκων,

ΚΑΤΑΡΑ
Σ’ αυτό το χωράφι φυτέψαμε τους σπόρους των ελπίδων
και τους είδαμε όλους να σαπίζουν έναν ένα.
Οι σκελετοί αμαρτωλών προγόνων
άφυλλα δέντρα
πού σκουντουφλά το κεφάλι μου στο σκοτάδι.
Σκοτάδι. Όπου και να περπατήσω
τρικλίζω, χτυπώ, πληγώνομαι
επάνω στ’ άφυλλα δέντρα του σκοτεινού αυτού χωραφιού
στους σκελετούς πανάρχαιων αμαρτωλών προγόνων.
Όπου και να περπατήσω
το χέρι ενός σκελετού
στάζει μια κατάρα απάνω στο κεφάλι μου.

ΠΩΣ ΜΙΛΗΣΕ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΡΙΝ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ
Εδώ φυτέψαμε τους σπόρους των ονείρων μας
και περιμένουμε βροχή και ήλιο.

Να δεις:
Σα θα ριζοβολάνε τα όνειρά μας
στη βροχή και τον ήλιο
στον ήλιο και τη βροχή
ο Θεός θα προβάλει ένα χαρούμενο πρόσωπο
φορώντας τη γιρλάντα τ’ ουράνιου τόξου
κι η καρδιά μας θ’ αντανακλά
όλους τους ιριδισμούς
της ευτυχίας.

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
Ρόδα πού άνθισαν
απάνω στις όχθες των γκρεμών
λαμπρά.
Λέγαμε: «Αύριο
θα ‘ναι δικά μας
θα ροβολάμε στις βουνοκορφές
και θα μας αγαπάει ο κόσμος».
Πρόθυμη η καρδιά κι η ψυχή μας.

Στα μονοπάτια κατατσακιστήκαμε.
Άνθρωποι μπερδεύονταν στα πόδια μας
χωρίς να εννοούμε την πολιτική τους.
Προς το παρόν κρατιόμαστε από κάτι χαμόκλαδα
στις πλαγιές των βουνών
και κάτω στα πόδια μας
ένα χάος μας φοβερίζει.. (Θα πέσεις) .

Έχω δυό χέρια ματωμένα
και δεν έχω ένα Θεό να τα δείξω.

Έχασα το Θεό μου τόσο άδοξα
όταν ο ίδιος
δεν μπόρεσε να πιαστεί από τα χαμόκλαδα
κι έσκασε πέφτοντας
Αφήνοντας
μια προσευχή
να μαραζώνει στην καρδιά μου.

ΜΝΗΜΗ
Έλα να πάμε στην άλλη περιοχή.
Αύτη την περιοχή τη βαρεθήκαμε.
Εδώ προσφέραμε όξος σ’ εκείνους πού μας ζήτησαν νερό
και σα ζητήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ψυχή μας,
ένα λευκό σεντόνι βρεγμένο στα δάκρυα,
στον ήλιο, στον αέρα να στεγνώσει,
μας πρόσφεραν αγκαθωτό συρματόπλεγμα,
πού μας τρυπούσε.
Την απλώσαμε
και σεις κι εγώ.
Κι ήρθαν τότες και κάθισαν απάνω
και κλάψανε και ξαναβρέξανε την ψυχή μας
κάτι ξωτικά πουλιά
που ‘χαν φωλιές μέσα στα όνειρα μας
—τα όνειρα μας, γυναίκες ντροπιασμένες, φοβισμένες
που ‘καναν εκτρώσεις όπου λάχαινε
στα κατσάβραχα, στους δρόμους, παντού.

ΣΤΙΓΜΗ ΑΓΑΠΗΣ
Άμα νιώθω
την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
ζωντανεύουν τα περιστέρια πού ‘θρεψα παιδί
δίνοντας τους σπόρους αθωότητας μες στη φούχτα μου.
Ξυπνούν
και μου φέρνουν μηνύματα στα τρυφερά τους ράμφη,
ζει ο βασιλιάς ‘Αλέξανδρος, ζει.

Άμα νιώθω την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
βλέπω το χέρι της μάνας μου,
που στη φούχτα της φωσφορίζουν τα γράμματα της βίβλου,
να μου ανασταίνει ξανά
το θεό που πέθανε.

Είναι μες στην καρδιά μου η αγάπη σου
όταν πέφτει μέσ’ απ’ τα χέρια μου
το ληστρικό μαχαίρι
και μου καρφώνει το πόδι.
Τότες
μπορώ να μεταφράσω στην Ελληνική γλώσσα
το βέλασμα των αρνιών
πού ρημάξαμε την άλλη φορά.

ΕYΔΟΚΙΑ
Κάτσαμε aνακούρκουδα
σε μια πλατεία της Κανά
περιμένοντας
τον Ασύγκριτο αλήτη, τον παλιό μας φίλο,
το γλυκό παιδί.
Γιομίσαμε τις -στάμνες μας νερό
κι ήπιαμε κρασί
και κάναμε το πανηγύρι.

Οι στάμνες τώρα
σημαδεμένες με δυο κόκκαλα χιαστά
και νεκροκεφαλή κορώνα, πένθιμες
μaς φοβερίζουν ακόμα
οι στάμνες με το ουράνιο
το νέο θαύμα όμως…

Όμως υπάρχουν οι αλκοολικοί της χαράς !

Υπάρχουν οι αλκοολικοί της χαράς. ”Α!
Καλπάστε αλόγατα,
καλπάστε λεβέντες!
Άμα σας βλέπω ορμητικούς και γενναίους
να σπέρνετε στην πλάση
χουφτιές —- χουφτιές το γέλιο —
παρελάστε λεβέντες!
Άμα γελάσει τούτη η γης
τούτη η ρυτιδωμένη η αιματωμένη γης άμα γελάσει
λεβέντες, λεβέντες,
θ’ Ανοίξει την καρδιά της
σκορπώντας πυροτεχνήματα
μέσ’ απ’ τούς κρατήρες τρελλών ηφαιστείων.
Καλπάστε, λεβέντες, καλπάστε.
Όταν διασπάσουμε το λιβάνι,
σα διασπάσουμε το λιβάνι της προσευχής μας,
θα φτάσει τα ρουθούνια του θεού
που θα προβάλει μεθυσμένος χαρά
σταματώντας μεσοστρατίς τους κεραυνούς
τα μπουμπουνητά θα σκάσουν στα γέλια
και θα ξεχάσει ανοιχτά
τα επουράνια.

—Τότες, Ρηνούλα,
ζήτηξε ό,τι ποθείς.

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Αν πασπατεύεις συνεχώς
το μίτο της Αριάδνης
Αν γουρλώνεις τα μάτια συνεχώς
απάνω στο μίτο της ‘Αριάδνης,
καλός ο σκοπός,
μα μπορεί να χάσεις την όράση,
μπορεί ν’ αλληθωρίσεις.

Να τον αφήσεις για μια στιγμή
το μίτο της Αριάδνης.
Σε μια λακκούβα εδώ στο λαβύρινθο
σε περιμένει, η αρραβωνιαστικιά σου να παίξεις
κι’ ένα σαπφείρι χαμογελάει στα τοιχώματα.
Μπορεί η αρραβωνιαστικιά σου να ‘ναι η Αριάδνη.
Κοίταξε σου λέω παλαβούλιακα,
μπορεί το στόμιο του λαβύρινθου
να βρίσκεται απάνω της.
Πρόσεξε,
αύριο θα σε κοροϊδεύουν τα παλιόπαιδα
π’ αφουγκράζονται
π’ ακούνε τη φωνή της γης πολύ γνήσια
πολύ πιο καλά ‘πο σένα.

Να φτάσεις αν είναι να φτάσεις
και να ‘ναι ο κόρφος σου γεμάτος
ανθούς λεμονιάς
και γρατζουνίσματα της αρραβωνιαστικιάς σου.

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕΣ
Τη μέρα πού έφυγες
δεν μάραναν τα γιασεμιά— ζωντάνεψαν πιο πολύ.
Η ροδιά του κήπου μας έτριψε τα μάτια στις δυο μετά τα μεσάνυχτα
κι όταν ξυπνήσαμε με το πρωί
μια πνοή πιο γλυκιά απ’ το γιασεμί
μια μορφή πιο λαμπρή απ’ τον ανθό της ροδιάς
έφεγγε και δονούσε την Κύπρο.

Κόκκινη γραβάτα. Η άνοιξη
ξεφυσά μέσ’ απ’ το πρόσωπο.
Δυό μεγάλα μάτια ερευνούν
για να δείξουν το δρόμο στην καλοσύνη.

Ένα άγαλμα που το σκάλιζες με προσοχή
νύχτα και μέρα
ένα άγαλμα που του φυσούσες ψυχή
νύχτα και μέρα
ζωντάνεψε τόσο πολύ
πού στις δυο μετά τα μεσάνυχτα
έγινε επικίνδυνο και τρομερό.
«Ούτος ανακρίνεται».
Θα σας πει πώς αγαπάει τον τόπο του.
Είναι τόπακας
σαν τα μάρμαρα της Σαλαμίνας
σαν τα πουλιά των αγρών μας —
γραμματικός του Απόστολου Βαρνάβα.
«Ούτος ανακρίνεται».
Ανακριτές με ανύπαρκτη όσφρηση
ανακρίνουν τα γιασεμιά.
Ανακριτές χωρίς δράση κρατάν
τη ζουγραφιά της ψυχής που μιλεί και δονεί.
Πού μιλεί και δονεί και κρατάει ψηλά το τριαντάφυλλο
μυρωμένη
λαμπρή
την ψυχή της Κύπρος ψηλά.
Ό Άης Γιώργης ζωντάνεψε.

Καρτερούμε να σηκωθεί η Αλυκή της Λάρνακας
πάλλευκη
σαν τα πανιά της ψυχής μας
να κυματίσει
στον γαλάζιο ενθουσιασμό μας.
Να ‘ρθει η Αφροδίτη από την Πάφο
με μέλη ουδέτερα για πέντε λεπτά, για ένα χρόνο, για δέκα χρόνια
να εποπτεύει τις βάρδιες.
Ο Ονήσιλος κι ο Διγενής
γέμισαν τον αέρα κλαγγές.
0ι πορτοκαλιές του Βαρωσιού
χορεύουν στον αέρα.
σημαδεύουν με τα πορτοκάλια τους απάνω σε κεφάλια
κι είναι φαρμάκι ο χυμός τους
για πέντε λεπτά, για ένα χρόνο, για δέκα χρόνια.
Ο πύργος του Οθέλλου
περιοδεύει την Κύπρο κραυγαλέος:
«Welcome to Cyprus
goats and monkeys!».

Περίεργο. Την ημέρα πού έφυγες
νιώσαμε πιο πολύ την παρουσία σου.
Απ’ την ημέρα που έφυγες
γέμισαν οι κάμαρές μας
γέμισαν οι δρόμοι
γέμισε η ατμόσφαιρα:
τόπο — Κύπρο — πατρίδα — πνοή — τρέλα — χορό,
αγάπη στο χώμα μας
αγάπη στα δένδρα μας
αγάπη στον ουρανό μας, στον αέρα μας,
στον άνθρωπο πού 5χε κρυμμένο τον εαυτό του χρόνια και χρονιά.
Δέξου για την ώρα το χαιρετισμό μας.
Ωσότου βλέπουμε το τριαντάφυλλο που κρατάς ψηλά
όσο να μας τραβήξει το τριαντάφυλλο που ψηλά κρατάς
μέχρι το σύνορο του ελεύθερου άνθρωπου
ώσπου να γίνουν οι ψυχές μας πέταλα στο τριαντάφυλλο
πού ψηλά κρατάς
δέξου το χαιρετισμό μας.

ΤΑ ΔΥΟ ΒΟΥΝΑ (1963)
ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ
Στο παλιό μου σπίτι
απλώνουνταν μπροστά μου η θάλασσα
πνοή ασυδοσίας στα στήθια μου
ξεφυλλίζοντας ονειροκρίτες.

Τώρα
σκληρά βουνά
κόβουνε την όραση
όνειρα περικυκλωμένα.

Το άλογο
χλιμιντράει ξανά
οπλή και φλόγα.

Καβαλάρης
απάνω στις βουνοκορφές
αντηλιά στην απαλάμη
γυρεύει την ίδια τη θάλασσα
-δεν μπορώ να ζήσω
χωρίς πέντε καράβια στις ακτές μου
πανέτοιμα κι αστραφτερά.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Γαλήνη, σαν λάδι η θάλασσα.
Και συ σκόρπισες φύλλα τριαντάφυλλα
και χαμόγελα συγκινημένα στην επιφάνεια.
Είναι ανάγκη στο λιμάνι της αναχώρησης
να κρατάω τη γαλήνη της Αξιοπρέπειας.
Δεν κράτησα μέσα στα χέρια, μου από σένα
τίποτε από το ποτάμι πού κύλησε
εχτός από κείνα που μπορούν να διαβάσουν οι γύφτισσες.

Δεν με ικανοποιεί ούτε με ξελαφρώνει τούτη η γαλήνη.
Ακούω τη θάλασσα να μουγκρίζει στό βάθος
είν’ ένα θηρίο πού μουγκρίζει στο βάθος
που βλέπει με κοκκινισμένα μάτια
τη γαλήνη και τα χαμόγελα και τα τριαντάφυλλα και την κοροϊδία.
Είναι μια θάλασσα έτοιμη ν’ Ανοίξει μεγάλα στόματα
να καταπιεί το καράβι σου και σένα.

Στους κάμπους πέρα μπολιάζουν αγριόδεντρα.
για να καρπίσουν ήμερα. ’Έχω μιαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μες στην ψυχή μου
κι όμως Ακούω τις ρίζες της καμιά φορά να τριζολογάν
βρυχηθμούς ζούγκλας. Ηρέμησε
καταραμένη
θάλασσα.

ΑΓΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ
Ραγδαία ευτυχία
πότισε την ψυχή
όταν ο πειρασμός του κορμιού σου
σχίζοντας πέπλα αιώνων
αυτομολούσε σ’ αχαλίνωτα δάχτυλα.

Ένας -φελλός αγέρας
κρέμασε τα πέπλα και τις πορφύρες στα κατάρτια της θάλασσας
και τα σκαμπανεβάζει σφυρίζοντας
πελαγίσια τραγούδια.

Και προχωρήσαμε βαθιά βαθιά
και ξέσπασε ο κανονικός σεισμός
κι ανοίξανε τα έγκατα της γης μου
κι ανέβηκε πιτσικλισμένος από λάβα
αγριωπός λεβέντης ο γιος μου ο Ιλαρίων
φορτωμένος βουνά και δέντρα στους ώμους του
να χαιρετά κατά το βοριά τη θάλασσα
να μάς βλέπει μικρούς κατά τη Λευκωσία
και να χωράει στην αγκαλιά του τον ουρανό.

ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Πήραν την πόλη πήραν την
μου πήρανε τα χέρια
πήραν κι άπ’ την Αγιά Σοφία
τα δυό μου περιστέρια.

Ο αρχηγός τους
πρώτα πρώτα
κατούρησε μέσα ατό δισκοπότηρο.

Είναι αυτός ο ίδιος θεομπαίχτης που προσευχήθηκε μετά
και κοινώνησε τους πιστούς του
άπ’ το κάτουρό του. Αυτοί
ήταν ο οχλος που γρύλλισε.

Κι οι ποιητές
μην έχοντας η καρδιά τους φωνή
χαϊδεύανε την κοιλιά
και το γουργουρητό
του χωριού τους.

Αλλά εγώ πίστευα σε σένα.
Εγώ πίστευα στη σπίθα
μέσα στην καρδιά του ποιητή.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή της φωτιάς.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή πού φωνάζει
στον ποιητή πού κατεβαίνει στο καλντερίμι
στον ποιητή πού μιλάει στα πλήθη.

—Πήραν την, πήραν, πήραν την.

Κι ένα πουλί
χλωμό πουλί
μυρολογάει και λέει
«Θουκή μου, Ορέστη μου».
Ζήτησα σύμμαχο κι ήρθε η απάντηση:
«Κανείς». Και στράφηκε ο Αντίλαλος
να τα σκεπάσει όλα μαύρα πέρα ως πέρα.
Και τότες

κατάμονος
μέσα στην Απέραντη ερημιά
γονάτισα στη γη μου
και της ορκίστηκα ακόμη μια φαρά:
«Εγώ θα πιστεύω».

Σήκωσα τά μάτια ψηλά
κι είδα τον Μαχαιρά να στέκει ακόμη γερά στα πόδια του
και ν’ ανεμίζει μια πυροκαμένη κορυφή.

ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Καφτά
τα σπέρματα του Οιδίποδα
πέφτουνε άπ’ τη μήτρα της μάνας του
και του εκμηδενίζουν την ψυχή.
Καφτά επιστρέφουν τα σπέρματα του Οιδίποδα
μέσ’ άπ’ τη μήτρα της μάνας του
και του τρελαίνουν την ψυχή.

Ό θάνατός μας δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα.
Για τίμημα δεν ήτανε αρκετή η ζωή μας.

Και στρέφονται καφτά τα σπέρματα του Οιδίποδα
μέσ’ άπ’ τη μήτρα της μάνας του
και του τυφλώνουν την ψυχή.

Ό ήλιος παίζει
τις χρυσές αχτίδες του
απάνω στα παντζούρια.
Η ζωή δεν επένθησε.

Η ζωή, με μιαν άλλη σοφία,
θρασύτατη
φουντώνει τριανταφυλλιές
στα πονεμένα του αχνάρια.

Κι ένας βασιλιάς —- τί βασιλιάς! —
να ζητιανεύει για ένα άσυλο
τυφλός.

’Αλλά επιτέλους εστάθης.
Ολόρθος.
Ένας.
Ακέριος.
Μοναδικός
μπροστά στη ζωή τη μία την ολόκληρη

Και τούτη τη στιγμή
πατέρα κι αδελφέ μου και γιέ μου
(υιέ μου Οιδίποδα!)
σε βλέπω ν’ ανοίγεις τα δυο μεγάλα
τα δυό πανέμορφα μάτια σου
και να με κοιτάζεις
με το πιο γαλήνιο
το πιο ,καθάριο φως του κόσμου.

ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Αυτή με τραβούσε απ’ τα μαλλιά.

Εσείς δεθήκατε
πέτρες στο λαιμό μου.

Μα που θα με πάτε
που θα με βυθίσετε. – Ο βυθός
του πόνου

ο βυθός της δικής μου θάλασσας

είναι γιομάτος μαργαριτάρια
και πολύτιμες πέτρες.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: 100%  (2 ψήφοι)
      Αναγνώσεις: 1087
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 14-02-2020


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο