Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Παραδαρμός εν Αλφαβήτω Ο
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130610 Τραγούδια, 269429 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Παραδαρμός εν Αλφαβήτω Ο      
 
Στίχοι:  
Λεωνίδας Γαλάζης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


ΑΛΑΖΗΣ
Λεωνιδας

Ο Λεωνίδας Γαλάζης γεννήθηκε το 1962 στη Λευκωσία. Σπούδασε
Ελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
και Παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου. Παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών
Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής
Φιλολογίας του ίδιου πανεπιστημίου με τη διατριβή Ποιητική και
ιδεολογία στο κυπριακό θέατρο (1869-1925).
Το 2010 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του
συλλογή Λοκριγκάνα. Διετέλεσε μέλος της Κριτικής Επιτροπής των
Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας και Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών
Κύπρου. Εργάζεται ως Επιθεωρητής Φιλολογικών Μαθημάτων στο
Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ

Ματωμένα Κοράλλια, Λευκωσία, 1979·
Ο λοιμός και άλλα ποιήματα, Λευκωσία, 1981.
Ιατρική βεβαίωση, Λευκωσία, 1982. (Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη)
Στυφά κυδώνια, Λευκωσία, 1988.
Φωτηλασία, Λευκωσία, 1999·
Παραδαρμός εν αλφαβήτω, Λευκωσία, , 2007.
Λοκριγκάνα, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2010. (Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
Δοκιμές συγκολλήσεως, Αθήνα, Φαρφουλάς, 2013·
Ληξιπρόθεσμες επαγγελίες, Αθήνα, Φαρφουλάς, 2016.

ΜΕΛΕΤΕΣ-ΔΟΚΙΜΙΑ

Η προσωποποίηση στο ποιητικό έργο του Κώστα Μάντη,
Αθήνα, Εαβριηλίόης, 2008.
Ποιητική και ιδεολογία στο κυπριακό θέατρο (ι869-1925) (όιό.
διατριβή), Λευκωσία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουρ-
γείου Παιδείας και Πολιτισμού, 2012.
Κειμενικές Διαθλάσεις, Αθήνα, Ιωλκός, 2012.

ΒΙΒΛΙΑ52

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΡΟΠΟΙ ΣΗΜΑΣΙΕΣ (2018)
Θέματα Λογοτεχνίας

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Στο βιβλίο αυτό περιέχονται δοκιμές και σημειώματα γύρω από θέματα της ευρύτερης νεοελληνικής και της κυπριακής λογοτεχνίας. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα επικεντρώνεται στην ποίηση των Γιώργου Σεφέρη, Βασίλη Μιχαηλίδη, Κώστα Μόντη, Ντίνας Κατσούρη, Κώστα Βασιλείου, Μελίτας Τόκα Καραχάλιου, Βικτωρίας Καπλάνη, Γιώργου Καλοζώη, Γιώργου Χριστοδουλίδη, Άντη Κανάκη και άλλων. Στον τομέα της πεζογραφίας ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, καταθέτει τις αναγνωστικές του προσεγγίσεις για τη διηγηματογραφία των Κώστα Λυμπουρή. Γιώργου Μολέσκη και Ρένου Χριστοφόρου, ενώ στον τομέα του θεάτρου εξετάζονται όψεις και πτυχές του έργου των Τεύκρου Ανθία, Γιάννη Κατσούρη, Θεοκλή Κουγιάλη και Ρήνας Κατσελλή. Στο βιβλίο περιέχονται αναζητήσεις και προβληματισμοί γύρω από τον ρόλο και τη λειτουργία της λογοτεχνικής κριτικής σε συνάρτηση με την κριτικογραφία του Δημήτρη Ραυτόπουλου. Τέλος, εκφέρονται απόψεις για τη συνανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων στη διδακτική πράξη, για τον διάλογο ιστορίας και λογοτεχνίας και για τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στην κυπριακή λογοτεχνία των τελευταίων χρόνων.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, Μυθιστόρημα ΙΒ’
(«Μποτίλια στο πέλαγο»)
…/…
Στη συλλογή που σχολιάζουμε, είτε τη διαβάσουμε ως ποιητική σύνθεση είτε ως συλλογή αυτοτελών ποιημάτων, εντοπίζονται ορισμένοι συνεκτικοί θεματικοί άξονες που, όπως έχει διαπιστωθεί, είναι εκείνοι «του δράματος, του ταξιδιού και της περιπλάνησης» και της αθεράπευτης νοσταλγίας για κάποια χαμένη πατρίδα», σι συνάρτηση «με τις μορφές του Οδυσσέα και των συντρόφων του, των Αργοναυτών και του Ελπήνορα».
Οι μορφές αυτές παραπέμπουν, μέσω της μυθικής μεθόδου και της αντικειμενικής συστοιχίας, στη σύγχρονη πραγματικότητα. Λόγου χάρη, από τον Δ.Ν. Μαρωνίτη προτείνεται η στοίχιση του αργοναυτικού μύθου με τη μικρασιατική εκστρατεία και των αναφορών στην Οδύσσεια με τη Μικρασιατική Καταστροφή και από παλαιότερους κριτικούς υπερτονίζονται οι απηχήσεις της ιστορικής αυτής τραγωδίας στη συλλογή.
Ωστόσο, τόσο από τον ίδιο τον Γ. Σεφέρη όσο και από μελετητές της ποίησής του υπογραμμίζεται ότι η απόλυτη ταύτιση του μύθου με τις συγκεκριμένες ιστορικές αναφορές θα αδικούσε τη συλλογή και τις πολλαπλές συνδηλώσεις των κυριότερων συμβόλων που χρησιμοποιεί σ’ αυτήν ο ποιητής. Πιο συγκεκριμένα, ο Σεφέρης σε συνέντευξή του στον Robert Levesque (1948) ανέφερε ότι δεν συμφωνούσε «ν’ αποδίδουν τη δραματική του αντίληψη για το σύμπαν στην καταστροφή και μόνο της Μικρός Ασίας», δεδομένου ότι «το πεπρωμένο των Ελλήνων και του σύγχρονου ανθρώπου είναι αφεαυτό τόσο τραγικό και απελπιστικό, ώστε μια αιματοχυσία σαν εκείνη της Σμύρνης στα 1922 δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά ένα σκληρό επεισόδιο μιας πιο σοβαρής Οδύσσειας». Από μελετητές, όπως οι Μ. Vitti, Δημ. Δημηρούλης και Ν. Ορφανίδης, υπογραμμίζεται το γεγονός ότι, παράλληλα με την τραγωδία του 1922, στην οποία προφανώς παραπέμπει το Μυθιστόρημα, στην ίδια συλλογή αναγνωρίζονται απηχήσεις του υπαρξιακού δράματος του σύγχρονου ανθρώπου και της εναγώνιας αναζήτησης του χαμένου χώρου και χρόνου.
…/…

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΟΝΤΗ
…/…
Η δυναμική αντίθεση παρελθόν-παρόν είναι στην ποίηση που σχολιάζουμε τόσο πολύμορφη, πολυσήμαντη και πολυεπίπεδη (αφορώντας όχι μόνο το εθνικό-συλλογικό επίπεδο, αλλά και το ατομικό), ώστε θα άξιζε να διερευνηθεί σε ειδική μελέτη. Βέβαια, το αδιάλειπτο ενδιαφέρον του ποιητή για το ιστορικό παρελθόν δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με τα στοιχεία της ελληνικότητας και του καημού για τη συρρίκνωση του ελληνισμού, που είναι εμφανέστερα στα ποιήματα που αφορούν την τραγωδία του 1974· Στο Τρίτο γράμμα στη μητέρα, 1980 (ό.π. 918) το ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει με σπαρακτικό τρόπο τη διάσταση μεταξύ της σχολικής ιστορίας και της ιστορικής πραγματικότητας: «Γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες / και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά / και ψέμα οι Ιστορίες μας, / ψέμα, όλα ψέμα». Για τη θεματική της ήττας στην ποίηση του Κ. Μόντη, ο αναγνώστης μπορεί να μελετήσει, λόγου χάρη, τη μελέτη του Νίκου Ορφανίδη, «Από την ποίηση του αλυτρωτισμού στην
ποίηση της ήττας».
…/…

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Νύξεις για τη πολιτική εγρήγορση και το ποιητικό ήθος στο ποιητικό έργο της Ντίνας Κατσούρη
…/…
Βέβαια, η πολιτική εγρήγορση στο ποιητικό έργο που παρουσιάζουμε δεν ταυτίζεται με τη δουλική στράτευση της ποιήτριας σε κομματικές υποδείξεις. Όπως ορθά διαπιστώθηκε από τον Θεοκλή Κουγιάλη, «η ποίηση της Κατσούρη είναι διακριτικά πολιτικοποιημένη, γεμάτη οξύτητα και κριτική, μέχρις επικριτική διάθεση […] και είναι στρατευμένη στην αξία “άνθρωπος” και στην αξία “ελευθερία”». Ας δούμε δύο παραδείγματα με τα οποία τεκμηριώνεται η ορθότητα της πιο πάνω άποψης: τα ποιήματα «Μη με πιέζεις», από τη συλλογή Μ’ ακουουούς; (1996), και «Η Αφροδίτη και η Βουλή», από τη συλλογή Της Αφροδίτης και του Άδωνη (2006). Στο
πρώτο ποίημα, που είναι αφιερωμένο στον ποιητή Άρη Αλεξάνδρου, το τριαντάφυλλο και το γαρίφαλο παραπέμπουν, κατά την άποψή μας, στα προδομένα οράματα και στην καταρρακωμένη για διάφορους λόγους αγνή ιδεολογία για την οποία αγωνίστηκαν οι δύο ποιητές. Από την άλλη, οι κομματικοί μηχανισμοί παρουσιάζονται στυγνά γραφειοκρατικοί και άκαμπτοι:
«Το τρίαντάφυλλο ή το γαρίφαλο εκείνο / που καταδυναστεύει
/ κάθε νύχτα τα όνειρα μας / ξεχειλίζει από / τη δυσμορφία τη δυσλεξία, τη δυσκαμψία και τη δυστοκία / των Κ.Ε και των Π.Γ.», πραγματικότητα που αναγκάζει την ομιλήτρια να αγωνίζεται «να ξεφύγει από όλα εκείνα / που παραμορφώνουν / την ιδεολογία και την ιδεοληψία / της ανθρώπινης υπόστασης» (Μ’ ακουουούς;, 26).
Την ίδια σημασιακή διάζευξη εντοπίζουμε στο δεύτερο ποίημα στο οποίο, όπως παρατηρήθηκε, «το καταληκτικό μοτίβο της εναπόθεσης μιας δέσμης από κόκκινα τριαντάφυλλα» στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής «λειτουργεί σαρκαστικά», μέσα σ’ ένα πλαίσιο, θα προσθέταμε, αποστράγγισης της πολιτικής από κάθε ευαισθησία και μακρόπνοο όραμα (Της Αφροδίτης και του Αόωνη, 55)
…/…

ΤΟ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΜΟΤΙΒΟ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΜΟΡΦΙΑΣ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
ΜΕΛΙΤΑΣ ΤΟΚΑ-ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ
…/…
Η ρευστότητα της ανθρώπινης μορφής συνδέεται με ερωτικές συνδηλώσεις, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ισοτοπίας του χρόνου, και στο ποίημα «Στιγμές ρέουσες». «Μια μορφή από πάχνη» έχει την προσοχή της στραμμένη στα «χλοερά ζέφωτα της επιθυμίας». Από την άλλη, στο ποίημα «Τώρα είσαι», η μετάβαση από την αμορφία στη μορφή συνδέεται με την καλλιτεχνική
δημιουργία, καθώς μετά την ερωτική αναστάτωση («το πορφυρένιο αναστάτωμα των πόθων ») το ποιητικό υποκείμενο « σμιλεύει αδιάκοπα την πέτρα τη δοκιμασμένη », με αποτέλεσμα τη δημιουργία «εκστατικών μορφών»
που μεταμορφώνονται «σε σκιές της μοίρας κάτω από το σχισμένο τ’ ουρανού σεντόνι», ενώ επίκειται η αποδόμησή τους, αφού θα «απλοποιηθούν σε μνήμη». Επομένως, και εδώ το δίπολο μορφή-αμορφία δεν παραπέμπει σε σχήματα παγιωμένα, αλλά σε ευμετάβολες ψυχικές καταστάσεις και στην ομόλογη καλλιτεχνική τους αποτύπωση. Παρόμοια, στο ποίημα «Το μηδέν» η
προτίμηση του ποιητικού υποκειμένου στο στρογγυλό σχήμα οφείλεται στην αντίληψή του ότι αυτό δεν επιτρέπει τη συσσώρευση «των πτωμάτων του χρόνου» και επομένως το μηδέν συνδέεται με την επιλογή του να ξεχάσει τον «δικό του συνθλιμμένο, βουβό και οζυγώνιο χρόνο». Έτσι στα δυο ποιήματα η μνήμη των μορφών είναι μια δυσάρεστη εμπειρία η οποία οδηγεί τα ποιητικά υποκείμενα στην επιλογή της λήθης και άρα της αποδόμησής τους.
…/…

ΑΘΙΒΟΛΗ ΑΠΟΚΟΤΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΘΥΜΙΑΣ ΟΔΥΝΗ
Βικτωρία Καπλάνη, Η άγνωστη φίλη (2015)
…/…
Είναι, λοιπόν, Η άγνωστη φίλη ένα αξιόλογο ποιητικό βιβλίο, αν συνυπολογίσουμε τα πολλαπλά και παλίμψηστα σημασιολογικά, ρητορικά, υφολογικά και διακειμενικά επίπεδά του, που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν και να αναλυθούν από την πρώτη ανάγνωση. Είναι επίσης, μια συλλογή που προσφέρεται για μια δειγματική εξέταση των τροπικοτήτων της πρόσληψης του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση του 21ου αιώνα (για παράδειγμα, μερικές φράσεις από τη συλλογή που παραπέμπουν στον Ερωτόκριτο είναι: «ορμητήριο ανέμων / φωλιά των πελελών πουλιών»: σ. 13, «απαγγέλλει πεθυμιές / ερμητικές κι ανέγνωρες»: σ. 19, «χορδή άρπας μελωδική γραμμή / αθιβολή αποκοτιάς και πεθυμιάς οδύνη»). Πάντως, από μια δειγματοληπτική δειρεύνηση του ζητήματος αυτού, διατυπώνουμε την υπόθεση εργασίας ότι η Β. Καπλάνη, διαλέγεται σε πολλά σημεία του βιβλίου της δημιουργικά με το πιο πάνω έργο του Β. Κορνάρου και σε καμιά περίπτωση δεν αρκείται σε απλή αναφορά των διακειμένων της, αλλά τα εντάσσει με τόλμη σε νέα συμφραζόμενα, εμπλουτίζοντας έτσι τις εκφραστικές δυνατότητες του ποιητικού της λόγου. Όμως η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να διερευνηθεί διεξοδικά σε ξεχωριστή εργασία.

ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΤΡΑΥΜΑΤΟΣ
Κλεοπάτρα Μακρίδου Ρε Αλέξης.
Ο ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης, Λευκωσία, 2015
…/…
Όπως και σε πολλά από τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής, έτσι και στο «Η πόλη μου το Καϊμακλί» εντοπίζουμε τη δυναμική αντίθεση μνήμη-λήθη. Οι νεκροί παρουσιάζονται «ξεχασμένοι μες στο μνήμα τους / ν’ ατενίζουν καθημερινά τον Πενταδάκτυλο / κι αυτός να βογκάει φυλακισμένος» (51). Από την άλλη, η αγωνία για την τύχη των αγνοουμένων είναι βασανιστική: «Ποιος ξέρει πού να βρίσκονται σήμερα / ίσως σε κανένα πηγάδι στη Μια Μηλιά ή στην Ομορφίτα […] μες στη σκουριά και την αδιαφορία του χρόνου». Ευθύνη, λοιπόν, των επιζώντων είναι να θυμούνται και να θυμίζουν και, άρα, του ποιητή να συντηρεί ανοιχτό το τραύμα, για να καθοδηγεί τον λαό σε επαγρύπνηση και αγώνα. Εύστοχα, επομένως, υποστηρίχθηκε ότι η «μνήμη και η ευθύνη είναι βασικές έννοιες στην ποίηση της Κλ. Μακρίδου». Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως στην ποίησή της, ποίηση του τραύματος, όπως την ονομάσαμε, η άγρυπνη ποιητική συνείδηση παραμένει προσηλωμένη στο χρέος της, που είναι η αγωνιστική εγρήγορση: «Τούτη την πληγή / την κράτησα ανοιχτή / η ψυχή μου να ξαγρυπνά όταν κοιμάμαι» (54). Κεντρικό σύμβολο της αγωνιστικότητας στη συλλογή της Κλ. Μακρίδου είναι η μορφή του Ρε Αλέξη: «Κάπου εδώ κοιμάσαι, Αλέξη, / μέσα στις καρδιές μας / μέσα στο αίμα μας / μέσα στα όνειρά μας / […] Ακόμη κι οι μηδίζοντες / αναγνωρίζουν την ηχώ της φωνής σου».

ΤΟ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Αιμίλιος Σολωμού, Ημερολόγιο μιας απιστίας 2012
Με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου σε συνδυασμό με την πρωτοπρόσωπη, θερμή και ποιητική αφήγηση αποδίδονται οι σκέψεις και τα συναισθήματα της προϊστορικής Κασσιόπης και του συντρόφου της
στα Κεφάλαια 34 και 35· Ωστόσο, διαβάζοντας το Κεφάλαιο 33 (στο οποίο έχουμε τριτοπρόσωπη αφήγηση) έχουμε την εντύπωση πως αυτό το επίπεδο του άστατου προϊστορικού χρόνου συμφύρεται με τα υπόλοιπα χρονικά επίπεδα μέσα στη συνείδηση του κεντρικού ήρωα και σημαίνει εν τέλει την κατάργηση ή υπέρβαση του συμβατικού χρόνου: «Καπνίζει. Το λευκό πέπλο
του καπνού δραπετεύει και σκορπίζει γύρω του, σχηματίζοντας ένα λευκό διάφανο πέπλο. Ο Δουκαρέλης τη βλέπει [την Κασσιόπη] εκεί μέσα, να στέκει στην παραστάδα του μονόχωρου σπιτιού […]. Θα ήθελε να διεισδύσει βαθιά μέσα στην ψυχή και τη σκέψη της, θαρρεί πως θα μπορούσε και τώρα ν’ απλώσει τα δάχτυλά του και να την αγγίζει» (195)·
Επιπλέον, το Ημερολόγιο μιας απιστίας, πέρα από τις καθαρά αφηγηματικές του αρετές, είναι ένα αξιόλογο μυθιστόρημα και από πολλές άλλες απόψεις. Ενδεικτικά, σημειώνουμε πως η περιγραφή γιο τον συγγραφέα του Ημερολογίου… δεν είναι αυτοσκοπός, αυτοσκοπός, αλλά απορρέει αβίαστα και με θαυμαστή οικονομία από την αφηγηματική λειτουργία, πλαισιώνοντας μαζί με τον διάλογο το μυθιστορηματικό σύμπαν.
Εξάλλου, στο νέο μυθιστόρημα του Αιμίλιου Σολωμού, που αξίζει να διαβαστεί και να σχολιαστεί σε περισσότερη έκταση και βάθος, διαπλέκονται ποικίλα θέματα και ζητήματα, όπως είναι λόγου χάρη οι φιλοσοφικές και υπαρξιακές ανησυχίες γύρω από τον χρόνο και τη φθορά, τη ζωή και το θάνατο, τα πολιτικά ζητήματα της διαφθοράς, του ρουσφετιού και της γραφειοκρατίας (που καυτηριάζονται με σατιρική διάθεση), οι ανοιχτές πληγές από την
πρόσφατηιστορία του ελληνισμού (και κυρίους ο Εμφύλιος) το πανεπιστημιακό κατεστημένο και η αυταρχική εκπαίδευση.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι, μολονότι το Ημερολόγιο μιας απιστίας μπορεί να διαβαστεί από τον μέσο αναγνώστη χωρίς δυσκολία, δεν είναι ένα «εύπεπτο» μυθιστόρημα και ούτε βεβαίους ένα μυθιστόρημα του συρμού. Αντίθετα έχουμε την εντύπωση πους το μυθιστόρημα αυτό θα αντέξει στον χρόνο και θα «κερδίσει» επάξια τους αναγνώστες του.

«ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΝΙΩΘΕΙ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ…»
Κώστας Λυμπουρής, Των ημετέρων άλλων, 2014
Στην τρίτη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Λυμπουρή Των ημετέρων άλλων (μετά το Προσωρινά κλειστό, 2006, και Για μια μικρή παύλα, 22011) δεσπόζουν οι θεματικοί άξονες του ανθρωπισμού και της οικονομικής κρίσης
Απέναντι στον ανθρωπισμό και την αποδοχή της ετερότητας, που αποπνέουν όλα τα διηγήματα της συλλογής, παρουσιάζονται ρατσιστικές συμπεριφορές, μισαλλόδοξες στάσεις και γενικότερα στάσεις απόρριψης οποιουδήποτε διαφέρει από το κοινωνικά αποδεκτό ως «κανονικό». Η αντιπαραβολή τους γίνεται με ρεαλιστική γραφή, που είναι το κύριο εργαλείο της κριτικής
στάσης του διηγηματογράφου και με την οποία ψέγονται ο νεοπλουτισμός, ο τοπικισμός και ο εθνικισμός.
Στη συλλογή περιλαμβάνονται 14 διηγήματα. Στα μισά από αυτά η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Κύπρο και στα υπόλοιπα στην Ελλάδα (με δεσπόζοντα χώρο την Αθήνα). Έτσι, η οικονομική κρίση και οι τάσεις απόρριψης της ετερότητας αποδίδονται από δύο οπτικές γωνίες, του μητροπολιτικού ελληνισμού και του ελληνισμού της περιφέρειας.
…/…

«ΣΤΟΥΣ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ»
Γιώργος Μολέσκης, Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο, Διηγήματα 2017
…/…
Η πορεία στους «σκοτεινούς διαδρόμους της ανθρώπινης ύπαρξης», ένας από τους θεματικούς άξονες του βιβλίου, συνδέεται με το κυρίαρχο σε ολόκληρη τη συλλογή ψυχογραφικό στοιχείο, που δεν αποκλείεται να συνδέεται με τη μαθητεία του Μολέσκη στη ρωσική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στη μυθιστοριογραφία του Ντοστογιέφσκι, όπως εύστοχα επισημάνθηκε από τον Χρυστόστομο Περικλέους.[9] Ως δείγματα της ψυχογραφικής τάσης του διηγηματογράφου Μολέσκη επιλέγουμε το «Ξύπνημα της επιθυμίας» και το «Ο φίλος μου ο Σεργκέι». Στο πρώτο, μαζί με τα διηγήματα «Βρέχει… αλλά εγώ θα πεθάνω» και «Μια φωτιά καίει μέσα στη νύχτα», τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι περισσότερο δυσδιάκριτα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής, δεδομένου ότι σε αυτά τα τρία η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και τα εξιστορούμενα αποδίδονται με τη μηδενική εστίαση του παντογνώστη αφηγητή.
…/…

ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΜΕΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΕΣ (2016)
ΕΠΑΓΓΕΛΙΕΣ
Μη ξέροντας τι να διαλέξεις
απ’ τους καρπούς των Χιμαιρών
μη γνωρίζοντας ποιος τις κάλεσε
ή αν απρόσκλητες ήλθαν

τους έδειξες εντέλει την έξοδο.
Στο βάθος τ’ ουρανού
είδες τα μόρια της ύλης
να στροβιλίζονται τρελά

γύρω από τις εκτάσεις του Μηδενός
κι ύστερα να βυθίζονται
στ’ απέραντο Κενό του

σαν ανώφελες νιφάδες που χορεύοντας
σβήνουν ηρωικά στον αέρα
μαζί με του χιονιού τις ληξιπρόθεσμες επαγγελίες.

ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Εκείνοι που βυθίστηκαν
στο κράτος της σιωπής
κοιμούνται στον βυθό της φορτωμένοι
με σπάνια πετρώματα κι άνθους της τρικυμίας.

Τα όνειρά τους ταξιδεύουν
στις αποικίες των κοραλλιών
κι ανθίζουν στο σκοτάδι
των οιδημάτων άστρα.

Στ’ άγρυπνα βάθη του ύπνου τους
να λουλουδίσουν τα καρφιά
τα χελιδόνια να κρυφτούν
από τις μαύρες συμφορές αποδιωγμένα.

ΑΝΑΠΛΙ
Αν ήσουν έμπορος με τ’ ασήμι στις φλέβες σου
πόσα μερόνυχτα θ’ αγρυπνούσες στο μικρομάγαζό σου
ξεσκονίζοντας τις αναμνήσεις!

Κανείς δεν θα τις έβλεπε
να τριγυρίζουν στα δρομάκια τ’ Αναπλιού.
Πάντα ονειρευόσουν τ’ απροσμέτρητα ύψη.
Που καιρός, όμως, γι’ αποδράσεις στο Παλαμήδι;

Τι βάρος στους ώμους σου
κι αυτές οι μνήμες
με τους σωτήρες στις πολεμίστρες!

Κι εσύ να μην ακούς τις κραυγές των καταδίκων
παρά μόνο να κοιτάζεις τα φλάμπουρα
τις φλογερές ματιές των κολασμένων
που φωτίζουν την ατέλειωτη νύχτα σου.

ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ
Μας είπαν: «Κάψτε τα σπίτια σας και φύγετε
προτού σας κυκλώσουν οι λογιστές με τα κατάστιχά τους,
κάθε τεκμήριο της ύπαρξής σας κάψτε
σ’ αυτό το καταραμένο χωριό!».

Μέρα με τη μέρα πυκνώνουν τα χνάρια των λύκων
κάθε πρωί χάνουμε κι ένα παιδί
μα δε χορταίνουν με τίποτα.

Μας είπαν: «Ξεχάστε ό,τι ξέρατε
τώρα μαγειρεύετε με τις δικές τους συνταγές
στις δανεικές τους χύτρες.»

Κι εμείς τους είπαμε πως ό,τι και να κάνουν
σπίτια δεν καίμε κι ούτε τα κειμήλιά μας
κι ας έλθουν να μας πάρουν σηκωτούς
με τους φρουρούς και τους χαρτογιακάδες τους!

ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΤΕΛΕΤΕΣ
Μετά τις τελετές, τις παράτες, τους ύμνους,
τους πανηγυρικούς, τα ξεφαντώματα
τα χρωματιστά μπαλκόνια στους εξώστες,

πέτρες καυτές, ιδέες και ξερό ψωμί
με τις ψαλιδισμένες κορδέλες των τελετών
τα σπόρια και τ’ αναψυκτικά των παρελάσεων
τις ηχογραφημένες δηλώσεις των επισήμων

λόγια περίτεχνα χορτάσαμε
μα ξάφνου μείναμε σαν ξόανα
στον τόπο καρφωμένοι
από τις πέτρες των καλύτερών μας φίλων.

ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ
Και τι δεν προδώσαμε
για τη δόξα του στρατηγού
πόσα καρφιά στην πλάτη μας
για τη δόξα του στρατηγού

πόση σκουριά στο αίμα μας
πόσες παρελάσεις βαρβάρων στο στέρνο μας
πόσες ηλεκτρικές εκκενώσεις στο μεδούλι μας
για τη δόξα του στρατηγού

πόσοι τόνοι βεγγαλικών στις πλατείες
για τη δόξα του στρατηγού
πόσες δεξαμενές υποσχέσεων
για τη δόξα του στρατηγού

πόσες καρδιές ραγισμένες
πόσα κεφάλια πουλιών
για τη δόξα του στρατηγού

πόσα δέντρα σκυφτά
πόσες πυρακτωμένες πέτρες
πόση σπατάλη φωτός
πόσες νύχτες υγρές στα ξωκλήσια
για τη δόξα του στρατηγού.

ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Τα τείχη κυκλώνουν τα δωμάτιά μας.

Κι οι αυλές μας τόσο μικρές
κι οι κάμαρές μας φυλακές.
Τα κρίματά μας με τα καμπαναριά
και τους μιναρέδες τους
με τις αφρούρητες επάλξεις τους
με τις ατελείωτες προσθαφαιρέσεις των ισολογισμών
στις κάμαρες των σκοτεινών μας αποδράσεων.

ΑΝΑΜΟΝΗ
Δεν ήταν εκπρόθεσμες οι ενστάσεις σας, όχι δεν ήταν.
Μη σας καταβάλλει ο πανικός, προς Θεού,
κάποιος θα βρεθεί να σηκώσει το βάρος

δεν ήταν παράλογες οι απαιτήσεις σας, όχι δεν ήταν
όμως, οι διαδικασίες είναι η ουσία, μην το ξεχνάτε ποτέ!

Δε θα θέλατε δα να καταρρεύσουν οι τύποι
δε θα θέλατε να θρυμματιστούν οι μορφές.

Σκύψτε, λοιπόν, κι υπογράψτε.
Επιτέλους συνέλθετε!

ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ 2
Έριχνε το σχοινί να δέσει το σύννεφο
κι αυτό γελούσε
όλο τού ξέφευγε και γελούσε.

Όλο τού ξέφευγε και τραγουδούσε
τα φευγαλέα σκιρτήματα της ζωής
σύννεφο, σύννεφο τρελό
στ’ ανθισμένα κλαδιά του θανάτου.

ΝΑΥΑΓΙΑ
Φυσικά δεν τους ενοχλεί να μιλούμε για ναυάγια, είπαν,
αρκεί να μην έχουν σχέση
με πρόσωπα και πράγματα.

Μπορούμε κάλλιστα να μιλούμε για ναυάγια
που ανάγονται στη σφαίρα του μύθου
ή στην επικράτεια των συμβόλων.

Ίσως ακόμη και για ξεχασμένα κουφάρια ναυαρχίδων
στον αχανή βυθό των λογισμών
που λαμπυρίζουν μες στο σκότος του θανάτου.

ΕΝΟΧΗ
Όταν κάλπαζε γύρω σου η παράκρουση
κι ο πόνος τον ανθρώπων βασιλεύει
όταν οι μέρες δραπετεύουν
κι οι νύχτες τους βυθίζονται
στην οργωμένη λάβα των κυμάτων,
εσύ δεν πρέπει να μιλάς.

Λίγο δεν είναι που κατάφερες
να παραμένεις στο απυρόβλητο.

Με τη σιωπή σου τώρα πλήρωσε
το τίμημα της ενοχής σου.

ΣΤΙΓΜΑΤΑ
Σιδερώνουμε τα πλυμένα όνειρα των παιδιών
να τα φορέσουν ατσαλάκωτα
έστω κι αν τα ψήνει ο πυρετός της οργής.

Κι ο ιδρώτας τους μήπως την υπόληψή μας
λεκιάσει προσέχουμε κι οι αιμοπτύσεις τους
κι οι εξάρσεις της αγωνίας τους
μη μας ταράξουν τον ύπνο.

Συγκεντρώνουμε τα παιδιά και τα σιδερώνουμε
μη μας φύγουν τσαλακωμένα και τρομάξουν τα πουλιά
ανεμίζοντας τις ψυχές τους μεσίστιες.

Κι οι εφιάλτες τους μήπως μας εκθέσουν προσέχουμε
και τα σμήνη τους μήπως την τιμή μας σπιλώσουν
με τα μαύρα τους στίγματα και τα κόκκινα ρίγη
και μείνουμε με τα πρόσωπα καρφωμένα στον τοίχο.

ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
Μας είδαν να στολίζουμε τις ήττες μας με σύμβολα
θριάμβου. Ναι, τα παιδιά μας! Να στέλνουμε στους φίλους
μας προσκλητήρια θανάτου. Δούλοι του Αστυάγη. Ακόμη
και τη ζωή μας πεσκέσι για την αφεντιά του θα δίναμε.
Πώς χάθηκαν αίφνης οι πλησίστιες βάρκες της φρόνησης;
Ποιος έλυσε τους λογισμούς απ’ τους σκαρμούς; Αθώες
εμείς περιστερές, όπως πάντα! Δεινοί γελωτοποιοί… Γιατί
να μας πιστέψουν τα παιδιά; Καρυκευμένα ψεύδη στο
προσκέφαλό τους. Κι η φωτιά του πόνου τους να σφυρίζει
με λύσσα. Τι να τους πούμε τώρα πια που μας έμαθαν όλοι
στα Σούσα για τους θεατρικούς μας πανηγυρικούς,
τα πυροτεχνήματα της λύπης στους ουρανούς των Εκβατάνων.

ΕΙΔΩΛΑ
Τι έμεινε τώρα να σου θυμίζει
τα βήματά σου στο μισογκρεμισμένο σπίτι
τη φωνή σου ραγισμένη;

Η αράχνη τύλιγε στο δίχτυ της
τους όρκους σου στα σύμβολα που νόμιζες αιώνια,
Μα ήρθαν τα χρόνια της αλήθειας και τα σύντριψαν.
Κι εσύ που προσκυνούσες τα είδωλα του ψεύδους
πώς να πιστέψεις πως γελάστηκες οικτρά.

Όμως, τι όμορφα που ήσαν εκείνα τα ψεύδη!
Και τι λαμπρές οι παραισθήσεις
που σε λίκνιζαν στην παραζάλη της χαράς!
Γι’ αυτό τα πάντα θα ’δίνες
να βυθιστείς και πάλι στη δίνη τους
έστω και για λίγα λεπτά αγορασμένης ευτυχίας.

ΔΟΚΙΜΕΣ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΕΩΣ (2013)
Μνήμη του πατέρα μου

ΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΛΑΜΨΕΙΣ
«…οι σπίθες […] φτάσανε ως τους
ουρανούς, γίναν αστέρια».
Αργύρης Χιόνης, Εσωτικά τοπία

Μην κοιτάς, μου ‘λεγες, με γυμνό μάτι
τις εκτυφλωτικές λάμψεις των συγκολλήσεων μου.
Μα εγώ συχνά σε ξεγελούσα
-για να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι το μέγεθος της ζημίας.
Κατά τ’ άλλα πειθαρχούσα
αν και σ’ ενοχλούσα με τις συχνές ερωτήσεις μου.
Δεν ήξερα, φερ’ ειπείν, γιατί κάθε τόσο
χτυπούσες με τη βαριά τα πυρακτωμένα μέταλλα
ούτε μπορούσα τότε να καταλάβω
γιατί μ’ έβαζες με μια βούρτσα σκληρή και με λίμες
ν’ αφαιρώ σχολαστικά τη σκουριά
από τις επιφάνειες των μετάλλων.
Αν και τώρα καταλαβαίνω πως το μικρόβιο της σκουριάς
το φέρουν εκ συστάσεως
και το παίρνουν μαζί τους.

Τουλάχιστο μένουν οι λάμψεις
και τα φευγαλέα παιγνιδίσματα των σπινθήρων
που σε κλάσματα δευτερολέπτων ψύχονται
κι αμέσως κατακάθονται
με βαριά καρδιά στο πάτωμα
σαν ταπεινά ρινίσματα σιδήρου. 

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Πόσο τρόμαξε η γάτα σου
όταν οι δυο ξένοι με τα παράξενα πλουμιά
μπήκαν απρόσκλητοι στο σπίτι!
Και τι φόβο τράβηξε
αντικρίζοντας τον σκύλο τους η έρμη
το χλωμό τους άλογο, τα σπαθιά και το γεράκι τους

Κρύφτηκε σε μια γωνιά της αυλής και περίμενε
χωρίς να προβλέψει
πως σε λίγα λεπτά -δα κατέφθαναν οι γείτονες
και τ’ ασθενοφόρο χλωμό
πως δεν θα προλάβαιναν τα παιδιά σου.

Χωρίς να μπορεί και τώρα να το πιστέψει
πως αναχώρησες για πάντα.
Ποιος θα της δίνει τώρα σημασία
σε ποιου τα πόδια θα κάθεται
από ποιον θα ζητά με νάζι τα χάδια
ποιου τα λόγια θ’ ακούει; 

ΑΠΟΣΤΕΙΡΩΜΕΝΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ
Το νυστέρι της μνήμης.
Ήταν οι λεκέδες στο πάτωμα
και τ’ άλογο με τα διάτρητα φτερά.

Περγαμηνές στους διαδρόμους
σταγόνες λεμονιού
και νίψον ανομήματα
σε μυστικούς νιπτήρες
όπου με χίλιες δυο προφυλάξεις
τις μνήμες εμποτίζουν
με τα δραστικά της λήθης υγρά
ώσπου να μη θυμάσαι τ’ όνομά σου.

Δισκία, ενέσεις, περικοκλάδες
λευκοντυμένοι Σαμαρείτες
με τ’ αποστειρωμένα αισθήματα.

Κι εμείς κοιτούσαμε σκυφτοί
εκείνα τα πουλιά που λοξοδρόμησαν.
Κι οι σταγόνες της βροχής
μας κυνηγούσαν δίχως έλεος.
Φαρμάκι!

ΑΝΩ ΜΑΔΑΡΗ
Στους πρόποδες της Άνω Μαδαρής
την ψυχή σου σε δίσκο κομίζοντας
με τις σαράντα πληγές.

Τ’ αδερφικά καρφιά της προδοσίας.

Πώς να σου μιλήσω
(το ξέρω μ’ ακούς, μα δεν μπορείς να μιλήσεις)
χάθηκαν τα ίχνη των «φίλων» σου
στον ασημένιο δίσκο την ψυχή σου
των αγίων ο χορός
κι η μάνα σου σκυφτή
πάνω απ’ την κούνια των αμνών.

«Την όψη των πραγμάτων να φοβάσαι
και τα καμώματα των σαλτιμπάγκων».

Όμως, δεν αργεί να σπάσει
τ’ απόστημα
δεν αργούν οι πυκνές των αμαρτημάτων
εκπυρσοκροτήσεις. 

ΜΕΤΑΛΛΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Ξυπνώντας μεσάνυχτα
για την τρίτη βάρδια στο μεταλλείο.
Στο παλιό λεωφορείο με τους εργάτες
με τις αγκούσες στη τσάντα σου
στων βουνών τις κορφές
αναζητώντας το νόημα
των συνεχών περιπλανήσεων
των καταβάσεων στις υγρές γαλαρίες
με το λιγοστό φως των φαναριών.

Δεν έμαθα την τέχνη σου
και να που τώρα δυσκολεύομαι
να συγκολλήσω τα μέταλλα της μνήμης
λίγη φωτιά περισσότερη απ’ ό,τι χρειάζεται
και τα κομμάτια σωριάζονται
άμορφες μάζες στο πάτωμα.

Εσύ βέβαια γνώριζες τις κατάλληλες θερμοκρασίες
συγκολλήσεως κάθε μετάλλου
μόνο που και τότε διαισθανόσουν
το πρόσκαιρο κάθε μορφής
μπροστά στην επέλαση των μικροβίων της σκουριάς
των αγγέλων της υγρασίας.

Ήξερες πάντως
πως το λεωφορείο κάποτε θα κοιμόταν για πάντα
στις πλάτες του βουνού
κι από τη μηχανή του θα ξεφύτρωναν
αμείλικτες περικοκλάδες. 

ΚΕΝΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΑ ΤΗ ΜΝΗΜΗ
Ψάχνω στην αποθήκη μας να βρω
τα παλιά σου ήλεκτρα
να συγκολλήσω τα θραύσματα της μνήμης.

Σε θήκες ανοξείδωτες να τ’ αποθέσω
παλεύοντας με τη σκουριά και τα στοιχεία της φύσης
που δεν γνωρίζουνε
τα πάθη της ψυχής
πόσο πικρίζουν το νερό
καθώς νυχτώνει.

Κεντώντας τη μνήμη με ήλεκτρο
ζωντανές να κρατήσω
τις στιγμές της ζωής σου
τη θλίψη στο βλέμμα σου…

Κι αν ο πόνος κεντά τις απόκρημνες
πλαγιές της αβύσσου
κι αν εκρήξεις γκρεμίζουνε το σύμπαν
κι αν στης γης τα σαγόνια
κείτεται τώρα το σώμα σου,

Στις ανοξείδωτες βαδίζεις
εκτάσεις μονάχος
των περιβολιών
και το πέρας κοιτάζεις των επουρανίων
αφήνοντας πίσω σου τη βάρκα
όπου λουφάζει τώρα δολερή
με διπλωμένα τα πλοκάμια της
και το κεντρί της βυθισμένο
στου ποταμού το μολυσμένο ρέμα
του Χάροντα η γυναίκα.

Η ΣΚΟΝΗ ΣΤΑ ΠΛΕΜΟΝΙΑ ΣΑΣ
Γιατί να ενοχλήσουν τους επιστάτες
οι αναθυμιάσεις κι η μαύρη σκόνη
που κατακάθιζε στα πλεμόνια σας;

Μια λεπτομέρεια χωρίς σημασία
ήταν η σκόνη στα πλεμόνια σας.
Εκείνο που προείχε τώρα
ήταν η κατασκευή των δοκών και των υποστυλωμάτων
των στεγάστρων
των θυρών και παραθύρων
των συστημάτων συναγερμού και διαφυγής.

Η σκόνη στα πλεμόνια σας
ήταν δικό σας πρόβλημα και μόνο.
Ας το αντιμετωπίζατε με θάρρος, επιτέλους.
Και μόνοι!

ΣΑΝ ΝΑ ‘ΧΕ ΨΥΧΗ
Μάταια προσπάθησα να βρω
μια φωτογραφία του πρώτου σου αυτοκινήτου
που τόσο το φρόντιζες σαν να ‘χε ψυχή.
Κι όντως είχε ψυχή
αφού αυτό ποτέ δεν σε πρόδωσε!

Κι ακόμα (δεν ξέρω αν υπάρχει τώρα κάπου
ή αν η μηχανή του γέμισε χόρτα και σαύρες)
πόσο αγόγγυστα μετέφερε
όσα βάρη κι αν του φορτώναμε
όπως τη μέρα εκείνη
που φεύγαμε άρον-άρον από τη Λευκωσία
με τόσους άλλους.
Πώς μπορέσαμε τότε να συγκρατηθούμε
(κι ιδίως πώς μπόρεσε κείνο)
όταν οι φρουροί της «εθνικής σωτηρίας»
μας σταμάτησαν στη μέση του δρόμου
και πίσω μας ουρές αυτοκινήτων.

Δεν θυμάμαι τώρα πότε και πώς
αποφάσισες να τ’ αφήσεις
όμως θυμάμαι πολύ καλά
πως αργότερα πολλές φορές ομολογούσες
ότι θα ‘ταν καλύτερα
να μην το εγκατέλειπες
ότι θα ‘ταν προτιμότερο
να το φρόντιζες μέχρι τέλους.

ΗΜΙΤΕΛΕΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ο ξένος με του ρήσου τα πλουμιά
πήρε το ημερολόγιο σου και το καταξέσκισε
κι ούτε που νοιάστηκε
για τις ημιτελείς σημειώσεις σου.

Αν τον ένοιαζε
δεν θα πετούσε απ’ το παράθυρο
τις προσευχές και τα κονίσματα,
το ρολόι του τοίχου
(που συνέχιζε να χτυπά)
δεν θα θρονιαζόταν στο κρεβάτι σου
μέχρι να δει την ψυχή σου
να βγαίνει απ’ το παράθυρο.

Κι ούτε φυσικά που πρόσεξε τη γάτα
ν’ αναρριχιέται με σθένος στην κληματαριά
κι ακόμη πιο πάνω
και να ξεσπά σε λυγμούς
όταν πια η ψυχή σου ανέβαινε σε ύψη
που εκείνη αδυνατούσε να φτάσει.

ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ
Στη μητέρα μου

Τόσο κακό μέσα στο σπίτι
κι οι μέλισσες στον κήπο μας
δεν έλεγαν να μας αφήσουν ήσυχους.

Ποιος θα τρυγούσε τους ανθούς
που είδαν πολλά τα μάτια τους
κι όμως γιορτάζαν
ακόμα κι αν μας έβλεπαν
να κλείνουμε τα χάσματα στο πάτωμα
κι αυτά ν’ ανοίγουν πιο πλατιά,
να περιθάλπουμε τους τοίχους
και πάλι να φουσκώνουν
οι ρωγμές τους επικίνδυνα;

Κι οι μέλισσες το μέλι τους
και τα λουλούδια τ’ άσματά τους
κι εμείς διαβάζοντας σκεφτικοί
το λήμμα «περικαρδίτις»
να κρυφοκοιτάμε τον πατέρα σκυφτό
στο προσκεφάλι της μητέρας
την Παναγιά στην άκρη του κρεβατιού της
μ’ ένα στεφάνι στα μαλλιά
από λουλούδια του κήπου μας
και μέλισσες σαν προσευχές
σε κάθε ανθό που δάκρυζε
και πίκριζε το μέλι.

ΝΑ ΧΕΣ ΤΟ ΣΘΕΝΟΣ…
«Τι άλλο να σου πω, πατέρα,
για να ‘ρθεις μαζί μου;
Δεν βλέπεις τις πύρινες γλώσσες
δεν ακούς τα ποδοβολητά,
τις ιαχές των Αχαιών;».

Να ‘χες το σθένος του Αινεία!

«Κι ύστερα τον φορτώθηκε στην πλάτη
και τον έσωσε
από τις άγριες διαθέσεις των Ελλήνων».

Να ‘βλεπες εγκαίρως τους καπνούς στον ορίζοντα
ν’ άκουγες τις ιαχές των βαρβάρων
να φορτωνόσουν στην πλάτη τον πατέρα σου
να μεταλάβαινες την τελευταία του λέξη!

ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΦΥΛΛΑ
Αν οι γιατροί δεν κατοικούσαν
στις αρρώστιες τους
αν οι άγιοι δεν εγκατέλειπαν
τα κονίσματά τους
αν οι δικαστές δεν ποδοπατούσαν
τις ζυγαριές τους
αν οι επιτροπές δεν μετακόμιζαν
στα δύσβατα χωρία τους
αν από τα λιοντάρια δεν απέμεναν
παρά μόνο τα δόντια
κι από τους ποιητές
οι σκεβρωμένες λέξεις,

Τα φύλλα δεν θα ‘πεφταν
με τόσο πάταγο
στο μνήμα σου
και τ’ αγριόχορτα
δεν θα ξεπρόβαλλαν με τέτοιο θράσος
από τις ρωγμές
της γρανιτένιας μας θελήσεως!

ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΤΙΠΟΤΑ
Υγρό σκοτάδι κι ύστερα φως
κήπος δακρύων
σπιθόβολες κραυγές
πίσω απ’ τους λόφους
κύμβαλα, κρόταλα
εφήμερες χαρές
και νίκες
κι ανεμοσκορπίσματα.

Κι ύστερα φως
κι ύστερα γυμνός
κι ύστερα τίποτα
χωρίς καν τ’ όνομα σου.
Πηχτό σκοτάδι, νερό
πέτρες και κόκαλα.

Και ξανά στο φως
ν’ ακούς τα παραμύθια
που γλυκαίνουν την αλήθεια
να κοιτάς ακίνητος τα όνειρά σου
που καλπάζουν στο φως
χωρίς επίγνωση, χωρίς αιδώ.

ΛΟΚΡΙΓΚΑΝΑ (2010)
ΑΝΥΠΑΚΟΥΑ ΜΕΤΑΛΛΑ
– Σαν τους γύφτους
σφυροκοπάμε
αδιάκοπα
στο ίδιο αμόνι.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Στενάζουν τα μέταλλα σαν πέφτουν τα σφυριά στα
ντελικάτα μάγουλά τους. Το αμόνι του παππού και τα
μάτια σου! Δεν παραδόθηκαν αμαχητί τα μέταλλα στη
μορφοποιητική πρόθεση των προγόνων σου. Εσύ πώς
επιμένεις απ’ την πρώτη; Τ’ ανυπάκουα μέταλλα… Δεν
φοβούνται τη σκουριά (κι ας μαίνεται ο επιστάτης κι
ας επισείεται η δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια
των σιδηρουργών). Θα προτιμούσαν τη διαρκή
πυράκτωση, παραμένοντας στο μεταίχμιο παλιάς και
νέας μορφής. Θα ‘ταν γι’ αυτά καλύτερα να θρυμματίζονταν
τα φοβερά καλούπια. Κι ας παρέμεναν άμορφα,
πυρακτωμένα, χωρίς την απειλή του επόμενου
σφυροκοπήματος, των αέναων μορφοποιητικών παρεμβάσεων
από σιδηρουργούς που χάνουν τον ύπνο τους, αν πρόκειται
να κερδίσουν την εύνοια των επιστατών και των
θεωρητικών της σιδηρουργίας, μιας τέχνης όντως
δύσκολης, πλην όμως ευγενικής παρά τις υψηλές
θερμοκρασίες πυρακτώσεως και τους συχνούς βραχνάδες
των συντεχνιακών παραγόντων. Ας γράφουν ό,τι
θέλουν οι φυλλάδες. Τ’ αμόνια μόνο γνωρίζουν τη στενή
συγγένεια Μορφής και Πόνου, ως συνεργοί της
κονιορτοποιήσεως και τήξεως των μετάλλων, σαν
αντικρίζουνε τους τύπους που διετάχθησαν εξάπαντος να
συγκρατήσουν την ουσία.

ΗΛΕΚΤΡΟΣΟΚ II
For every ill deed in the past we suffer the consequence:
for sloth, for avarice, gluttony, neglect of the Word of GOD,
for pride, for lechery, treachery, for every act of sin.
T.S. ELIOT

Δεν σβήσαμε τα ξεθωριασμένα συνθήματα
δεν εμποδίσαμε τους νυκτοβάτες ν’ αποκηρύξουν
τα λίγα τετραγωνικά της λογικής μας.
Πετούμε τις παλιές μας αμαρτίες στα σκυλιά
που δεν κουράζονται ν’ αναζητούν παλιά προσκυνητάρια
σκουριασμένα φυλαχτάρια
στις χωματερές των ιστορικών αναδιφήσεων.
Δεν ξέρουμε, λέμε, ποιος ευθύνεται
για τα μοιραία παροράματα
για τους νεκρούς στα κλαδιά
με τις χιλιάδες πεταλούδες ανάμεσα
στις ρωγμές των οστών και στα κενά της μνήμης
αφού δεν λάβαμε τις γνωματεύσεις
των αρμοδίων επιτροπών διερευνήσεως.

Λες κι όλα γίναν ερήμην μας
λες και κανείς από μας δεν είδε τίποτα.
Αν και γνωρίζαμε τι σήμαιναν τ’ αρχικά των οργανώσεων
αν και γνωρίζαμε τους δολοφόνους.

Δεν λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους
πολύ μας χάλασαν οι ποιητές
με τις υπεκφυγές και τα κρυμμένα στο υπέδαφος
πυρομαχικά, με τις θαμμένες πρώτες ύλες
τις εκπυρσοκροτήσεις των ποιημάτων
στους αστυνομικούς σταθμούς πόλεως και προαστίων.

Πολύ μας κούρασαν οι διπλωμάτες
με τις αγαθές τους προθέσεις
(μάθαμε πια για τα καλά να βασιζόμαστε
στις δεσμεύσεις των μεσαζόντων).
Ας το πούμε καθαρά
πως μας βολεύουν τα κονσερβοκούτια
κι οι φρεσκοξυρισμένοι πρεσβευτές
αφού δεν μας θυμίζουν τίποτα
οι πεταλούδες γύρω απ’ τις αγχόνες
οι απαγωγές, οι δολοφονικές απόπειρες
το καλοκαιρινό χαλάζι
ο χαλασμός, τ’ αντίσκηνα, οι νεκροί στα κλαδιά
που φωσφόριζαν
κι εμείς δεν βλέπαμε τη λάβα
στους κρατήρες των ματιών τους.
Ας ομολογήσουμε πως δεν αντέχουμε
τις συγκινήσεις των εκταφών
τις ιδέες σκληρές να σιγοβράζουν στο κεφάλι μας για χρόνια
το πρόβλημα ν’ απλώνει τις ρίζες του παντού.
Πολύ μας ενοχλούν οι πεταλούδες!

Σκεφτόμαστε σε ξένη γλώσσα τους προγόνους μας
βαλσαμωμένους στα κλαδιά των ευκαλύπτων
να μας κοιτάζουν ανάποδα
καθώς βουλιάζουμε
στην ακριβή μας πολυθρόνα.
Κι όλο πετάμε στα σκυλιά
τις ενοχλητικές μας αναμνήσεις.
Σε ξένη γλώσσα προσευχόμαστε
με δανεικά κουρέλια ντύνουμε τα σκιάχτρα σαν σκεφτόμαστε
τις εφόδους των πουλιών.

Λες κι όλα γίναν ερήμην μας
λες και κανείς από μας δεν είδε τίποτα,
τους νεκρούς στα πηγάδια
τις πεταλούδες γύρο:> απ’ τις αγχόνες
τα τρωκτικά που ροκάνιζαν
μες στα κρησφύγετα
των μαρτύρων τα λείψανα.

Πώς να πιστέψουν οι ανακριτές ότι δεν θυμόμαστε τίποτα
κλεισμένοι στη γυάλα μας;

Ας ανακρίνουν επιτέλους τις προτομές, τις επιτύμβιες στήλες
κι ας μας αφήσουν ήσυχους
να σπαρταράμε στη γυάλα μας
σαν άφωνοι συντάκτες ειδήσεων
εντεταλμένοι αντιγραφείς των φαινομένων
στις όχθες των απονενοημένων υποχωρήσεων.

ΛΟΚΡΙΓΚΑΝΑ
μνήμη της γιαγιάς μου Ελευθερίας

Νοσοκόμες πάνε κι έρχονται
παρά το προκεχωρημένο της ώρας.
Της γιαγιάς η φωνή ραγισμένη
των συγκατοίκων ρόχθοι
πώς συνωστίζονται να τους υποδεχθούν στην όχθη
αμέτρητες ψυχές ζητιάνων κι ευγενών.

Λοκριγκάνα σπάνιο μέταλλο
χιλιάδες πέθαναν για σε μεταλλωρύχοι
βαθιά μέσα στη γη τρυπώνοντας
στις γαλαρίες με μάσκες και φανούς
αγνοώντας τις συνεχείς μεταστάσεις σου
τις αλλεπάλληλες αποδημίες.
Σκόνη στις κυψελίδες των πνευμόνων
ξανά σαν τυφλοπόντικες στις σήραγγες
καταμετρώντας τα μοιραία λάθη
των εμπειρογνωμόνων.

Την ευχή σου γιαγιά σφραγιστή στο μαντίλι
πώς τελειώνει το λάδι στο καντήλι
μεταλλωρύχοι σπάνιο μέταλλο
ξανά βαθιά στις σήραγγες για το μαύρο ψωμί
για τη ζωή των άλλων, τις ευγενείς επιδιώξεις τους
τις άριστες προοπτικές, τα παρεπόμενα της δόξης τους.

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ
Λωρίδες ύπνου στα κλαδιά των νευρώνων
φωνές από τα βάθη των σπηλαίων
της ύπουλης ελπίδας υποσχέσεις.

Ζοφερές εξατμίσεις της λογικής
στις πολυσύχναστες παροικίες του εγκεφάλου
τριγμοί στα έγκατα της εντεταλμένης εγκαρτερήσεως.

Λαμπάδες και τάματα
υποκλοπές
ισολογισμοί
παραισθήσεις.

Νωπές ουλές
σκοτάδι του μυαλού
λωρίδες άγκυρες ανέλπιστες
στο σαπιοκάραβο των υποδίκων.

ΥΠΟΓΕΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ
Θαμμένος βαθιά
κάτω από τόνους ανοχής
χωρίς τις νενομισμένες τιμές
και τους μακροσκελείς επικηδείους
χωρίς τους θρήνους
των πληρωμένων γυναικών.

Καρφωμένος πάνω στα πετρώματα
των υπογείων στρωμάτων
αναδεύοντας τα χώματα
νεκρός γι’ αυτούς
μα για τον θάνατο μπελάς
για τα καρφιά βραχνάς
γυρίζοντας σαν σβούρα μες στον τάφο σου
ξυπνώντας κάθε τόσο τους συγκάτοικους
που ξέχασαν για πάντα τα ρολόγια
και τις κορδέλες της ζωής.

Θαμμένος αναδεύοντας καρφιά
δεμένος στο κατάρτι των στιγμών που δεν παρέρχονται
για τα ρολόγια τίποτα
μόνο




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 678
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 28-02-2020


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο