Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Στυφά κυδώνια
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130603 Τραγούδια, 269424 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Στυφά κυδώνια      
 
Στίχοι:  
Λεωνίδας Γαλάζης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


1

Κυδώνια στυφά μας φίλεψε
η αρχοντοθυγατέρα.
Για χρόνια πορευόμαστε σκυφτοί
βουβοί δεχόμαστε τον εμπαιγμό του ήλιου
κι όταν η κορφή ήταν πια δική μας
μ’ αυτούς τους άγουρους καρπούς
γελάσαμε τη δίψα μας
γίναμε εξάρτημα μιας μηχανής.

2

Συντονίζομαι με το ρυθμό της μηχανής
τη Μοναξιά και τ’ Όνειρο αποπέμπω
την Ποίηση απαρνούμαι
κάθε κακή συνήθεια.
Τη ρώμη τώρα υμνώ του σώματος
Σωφρονίζομαι
ανανήφω.

3

Ακόμα λίγο την ψυχή σου στίψε και θα στάξει
το απόσταγμα της έμπνευσης,
αιρετικέ της αγοράς.

Ποιοι σ’ επιβουλεύονται δε νοιάζεσαι να μάθεις
την ήττα συνηθίζοντας να επιλέγεις
και να τη βαλσαμώνεις σ’ ελεγείες.

Ώσπου μια μέρα ο γέρακας θα κράξει «εμπρός»
κι εσύ θα δέσεις την ψυχή σου μ’ ένα σπάγγο.
Δειλέ, εσύ που αντάλλαξες το χώμα με το σύννεφο
δούλος θα σέρνεσαι αραχνοΰφαντων σκιών. 

4

Από του χαρακώματος μιαν άκρη
ένας αναστεναγμός.
Βούλιαζε ο κήπος που μες στα σωθικά σου
κορφολόγαες.
Ξεχνάς πως κάποτε είσουν με τους μονομάχους;
Τη νύχτα οι στρατιώτες κοιμούνταν στο χαράκωμα
Η θάλασσα σ απέλπιζε
το σπαθί σου σκουριάζει. 

5

Κι ανέμελος αριστοκράτης ο ουρανός
να σε περιγελά που περιφέρεσαι
μ’ ένα σκουριασμένο σπαθί καρφωμένο πισώπλατα.

6

Σ’ έβλεπαν ατάραχοι να περιφέρεσαι
ανάμεσα σε ξεκοιλιασμένους οδοστρωτήρες
μ’ ένα σπαθί καρφωμένο στην πλάτη σου
επιχρύσωναν την υπομονή.

7

Κοίταζαν εκστατικοί το ηλιοβασίλεμα
μελετούσαν εμβριθώς τα τοπία
οι πορφυρογέννητοι! 

8

Αύριο θ’ ανοίξουν διάπλατα οι Ουρανοί
και θ’ αναληφθείς
πιο ρόδινος κι από ρόδο
σε μέρη που δεν κατοίκησε ούτε θεός.
Η Σιωπή Παναγία κι Αδάκρυτος
θ’ αναδύεται μέσα από το κάλλος
των οφθαλμών σου
και θα γυρίζει τους δείχτες του ρολογιού
βαθιά μέσα στο μέλλον.
Το σπαθί σου θα λειτουργιέται μέσα στις Εκκλησιές
και συ, γινωμένος καρπός,
θ’ αποτίθεσαι
στις αγκάλες της πλάσης.

9

Παιγνίδια των πουλιών πάνω στις στέγες
σπιτιών που ‘χουνε κλείσει εδώ και χρόνια.
Τα τιτιβίσματα αντηχούν ως πέρα
σε σκοτεινών βουνών και διψασμένων βρύων
αχανείς εκτάσεις.
Σβήνουν
χωρίς να τέρψουν ένα αυτί
χωρίς να προκαλέσουν ένα λίκνισμα
και τα πουλιά δεν παίζουν άλλο πια
κλείνονται στις φωλιές τους κι όλο κλαίνε.

10

Τη γαλήνη τόσο επόθησα
μα δεν τη βρήκα.
Μήπως είναι που κάθε λίγο ένα αστέρι
σκίζει την καρδιά μου για να μπει
ή μήπως είναι που τρίζουν για να βγουν στο φως
τα νέα φτερά μου;

11

Μικρή μου πεταλούδα
μη νομίζεις πως η ομορφιά σου με θαμπώνει.
Να* απλώς απορώ
πως από ένα βρώμικο σκουλήκι βγήκες εσύ,
η ξακουστή μες στο βασίλειο των εντόμων. 

12

Ανοίγω ένα παράθυρο
να μπει το φως μες στην καρδιά μου.
Όμως το φως δεν είναι εκείνο που ήθελα
και το παράθυρο μου κλείνει κάποιο χέρι.
Αλίμονο! Ένας Θεός το ξέρει
πόσος καιρός χρειάστηκε να λησμονήσω το σκοτάδι
τώρα το φως για πάντα χάθηκε
και μαύρο ανοίγει μπρος μου το χείλος του Άδη.

13

Θα πέσω ακόμα κι άλλο χαμηλά
θα γκρεμιστώ και θα πονέσω*
όταν με δουν στην άκρη του γκρεμού
με δύναμη θα σπρώξουν και θα πέσω.
Ο πόνος μου άνοιξε πληγές
που με τον χρόνο δεν θα κλείσουν
άγρια κοράκια το συκώτι μου θα φαν
άγρια κοράκια τα σημάδια τους θ’ αφήσουν.
Θα πέσω ακόμα κι άλλο χαμηλά
θα ζήσω χρόνια στο σκοτάδι
στη ζωή μου θα φορέσουν τα θεριά
μαύρο και πένθιμο μαγνάδι.

14

Όταν η φωτιά ήταν κοντά
κι ο Αρχάγγελος με το δρεπάνι του θέριζε μαργαρίτες
τα δένδρα εγκατελείφθησαν
μέσα στο καρναβάλι των αναλαμπών και των εκρήξεων.
Μα πού βροχή εκεί που κάθε σάλεμα είχε ανασταλεί
από τον φόβο επικειμένης συντελείας.
Το κάθε ζώον είχε μαρμαρώσει
πίσω από λαγωνικά και λύκους
που άφηναν τα σάλια τους να στάζουν
και να μολύνουν το χορτάρι.
Στους γάμους που ακολούθησαν τα δέντρα τραγουδούσαν
κι οι πέτρες αναστέναζαν για την σκληρή τους μοίρα.
Το μεσονύχτι τρίζαν τα κλαδιά
κι οι ρίζες έπαλλαν κάτω απ’ το χώμα.
Μα εκεί που τα φυλλώματα πλαντάζανε
και τα κορμιά των καρυδιών αναριγούσαν
μια κουκουβάγια βόγκηξε και πέσαν τα τσεκούρια.

Κι ο βαρκάρης κουβαλούσε τις ψυχές μας
στην αντίπερα όχθη
μαδώντας μαργαρίτες πάνω απ’ το θολό νερό. 




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 188
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 01-03-2020


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο