Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131357 Τραγούδια, 269588 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ορέστης      
 
Στίχοι:  
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Άκου, — δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. ‘Ανυπόφορη,

μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την ελληνική — τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,

τόσο ανεξάρτητη από μας κι αδιάφορη, επιτρέποντας μας

μιαν άνεση — να ‘μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ’ τα μέσα

κι από μακριά ταυτόχρονα να βλέπουμε τη νύχτα

γυμνοί ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,

ως τις ελάχιστες φρικιάσεις του μαύρου δέρματος της.



Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ’ εμείς, με την ωραία

χαρά της αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ’ τα πάντα,

μέσα στα πάντα, μέσα μας — μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,

δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως

να μας μετράει ή όποια αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνο

να βλέπω το λουρί του σανδάλου σου, πού μου χωρίζει

το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεπτο, προς μια δική μου θέση,

προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,

και τ’ ασημένια φύλλα της νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου

κι ό ήχος της κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ’ τα νύχια μας.



Άκου την, — ή φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος

κ’ είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της

σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,

ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο ή άσπιλη ερημιά των βράχων

και κάτω ή ταπεινή ησυχία του κάμπου, υπογραμμίζοντας

αύτη την αδικαίωτη παραφορά, πού γύρω της

σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ αναρίθμητα αστέρια

με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.



*Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει ή φωνή της γυναίκας

ας σταθούμε πιο κάτου — όχι στους τάφους των προγόνων

όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου

δε θέλω να τα κόψω, — εδώ πάνω

συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τί όμορφη νύχτα —

κάτι δικό μας, πού μακραίνει, αποσπασμένο από μας, και το ακούμε

σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,

φέγγοντας πότε – πότε κάτω απ’ τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,

μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,

με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος

να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) — αυτή ή μικρή αναπήδηση

κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,



μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κ’ ετοιμαζόμουνα γι’ αυτό. Και τώρα,

μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος —

τα δυό μαρμάρινα λιοντάρια — τάδες; — τιθασεύτηκαν,

αυτά, πού ξεκίνησαν απ’ τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,

άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,

κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυό επάνω γωνίες της εξώθυρας

με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, — δεν τρομάζουν κανένα, — με

μιαν έκφραση σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,

πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,

γλείφοντας πότε – πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα της νύχτας.



‘Ανέτοιμος, ναι — δεν το μπορώ μου λείπει ή αναλογία

εκείνη ή απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα

και με τα γεγονότα — όχι λιγοψυχία, — ανέτοιμος

μπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα ξένος

μπροστά στον προορισμό πού οι άλλοι μου έταξαν. Πώς γίνεται

οι άλλοι να ορίζουν λίγο – λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν

κ’ εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ’ ελάχιστα νήματα

κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν

ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον

σαν καλύπτρα απ’ το κεφάλι ως τα πόδια μας, σκεπάζοντας

ολόκληρο το πρόσωπο μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε

ένα άγνωστο μαχαίρι — ολότελα άγνωστο — και να φωτίζει

μι τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας, —

αυτό τω γνωρίζω : όχι δικό μας. Και πώς γίνεται

να το αποδέχεται ή δική μας μοίρα, ν’ αποσύρεται

και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τούς ίδιους και την ξένη μοίρα μας,

μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,

ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,

χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,

να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,

αλλά μιας μόνον — όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Να την, πού μένει

εκεί, σαν νυσταγμένη — το ‘να της μάτι κλειστό και τ άλλο διεσταλμένο,

αφήνοντας μας να τη βλέπουμε πού μας παρατηρεί και διακρίνει

το αιώνιο μας ταλάντευα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.



Δυό έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν’ αντιστοιχούν στα δυό μας πόδια,

κ’ ή μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ’ την άλλη

φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ως τον διαμελισμό και το κεφάλι

είναι ένας κόμπος πού κρατάει ακόμη τό κομμένο τούτο σώμα,

ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνται

ένα – ένα μόνο του, σ’ ένα ρυθμό και τα δυό, σε μια κατεύθυνση,

στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ως τον ορίζοντα

πέρα πού ροδίζει,

μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας — ή μήπως

γι’ αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμε

πάνω απ’ τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ’ τούς τάφους και τον τάφο μας;

Δεν ξέρω.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 338
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-09-2021


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο