Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Αίας
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130805 Τραγούδια, 269466 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Αίας      
 
Στίχοι:  
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Ακόμα και την ώρα του έρωτα, τη νύχτα, στο κρεβάτι, ξάφνου

ν’ αναθυμόμαστε πού ξεχάστηκαν στην αυλή τα μανταλάκια της πλύσης

και θα σαπίσουν απ’ την υγρασία. Αχ, ανόητες, έτσι

μας διώχνετε έξω απ’ το κρεβάτι, έξω απ’ το σπίτι, έξω απ’ τον κόσμο,

έξω απ’ το πραχτικό, σοφό μυαλό σας, το δοκιμασμένο

με συνταγές μαγειρικής, γλυκών, ποτών, φαρμάκων έξω

από την ίδια τη ζωή με τα μικρά, Ιερά, καθημερνά συμβάντα,

με τα μικρά, χεροπιαστά αντικείμενα πού ξεκουράζουν απ’ τ’ άπιαστα μεγάλα.



Εμένα δε με ρώτησε ποτέ κανένας σας πού στρέφει το μυαλό μου και το

μάτι, ποιους τρόμους,

ποιες αδικίες, ποιους φθόνους αντικρίζω (ο ατρόμητος, βλέπετε) ή έστω

αν με πονάει το δόντι ή το κεφάλι, σάμπως να μην έχω

δόντια κ’ εγώ ή κεφάλι, παρά πέτρα ή σκέτο αγέρα. Τί κοιτάζεις, έτσι ;

Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Κ’ η μαύρη μύγα, να ‘τη, στου βοδιού το κέρατο τα νύχια της τροχίζει.



“Ε, να, λοιπόν, ό δυνατός εγώ, ό αδάμαστος• — κοιτάχτε με. Κανένας

μερίδιο απ’ τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,

οι πονηροί, οι απελπισμένοι κ’ υστερόβουλοι, για μένα

άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,

μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω

για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,

μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Να με, σωριασμένος εδώ χάμου•

κ’ οι εχθροί μου

να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,

παραμόνευαν, κυκλοφέρναν το σπίτι με βλέπαν. Κοιτούσαν

απ’ τα παντζούρια, απ’ τις κουρτίνες, απ’ τις κλειδαρότρυπες, απ’ τα

ντουλάπια —

άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γρατζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα

κρυφτήκανε πίσω απ’ τα δέντρα. Με παραμόνευαν. “Ένα άσπρο φεγγάρι,

άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ’ την “Ίδη μιά άσπρη πάχνη

μου σκέπασε τα μάτια ξεχάστηκα, — τι ήταν ; — Ένα άσπρο μαντίλι

όπως παιδιά πού παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να

καταλαβαίνεις

ποιος κι από πού σε φωνάζει μ’ αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ‘σαι

μέσα σε μιά μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κ’ οί εικόνες

χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα —

ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα,

ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυό μάτια σκιασμένα,

ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα πού στάζει

απ’ την άκρη της λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια.

Είπα να κάνω πίσω —



Ποιό ‘ναι το μπρος ; ποιό το πίσω ; Το φεγγάρι είχε ασβεστώσει το δρόμο

έλαμπε ολάκερος ό δρόμος, κ’ εγώ φαινόμουν πελώριος• με βλέπαν

από παντού. Πώς να γυρίσω ; Ακόμα κ’ η σκιά μου

μ’ είχε παρατημένο — είχε λιώσει στη λάμψη του άσβεστη —

έκτος αν ήταν αλάτι. Μεγάλα χταπόδια, ξερά, σταυρωμένα

επάνω σε καλάμια, κρέμονταν στους τοίχους. Τό σπαθί μου

πότε μεγάλωνε λαμποκοπώντας ασήκωτο, φωτίζοντας με ακέριον

κι άλλοτε μίκραινε πολύ σα βγαλμένο, παιδιάστικο νύχι.

Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τή μάντρα.



“Όλα τα σπίτια κλειδωμένα, — εμένα μ’ είχαν κλείσει απ’ 6ξω. Χάλκινοι χαλκάδες

γυαλίζανε στις πόρτες. Μεγάλα στεφάνια από βαρέλια

κυλούσαν απ’ τούς λόφους — με παγίδευαν. Το τεράστιο φεγγάρι

κύκλους – κύκλους

άνοιγε ξεροπήγαδα να πέσω μέσα. Δεν μπορούσα

μήτε να περπατήσω μήτε να σταθώ. Κι ακούγονταν τα βήματα μου

στο καλντερίμι ξένα, αγύριστα, προδοτικά, ώσπου κάτω στο λιμάνι

ακούστηκε να σέρνουν μιά αλυσίδα, και σώπασαν τα πάντα.



Τότε μου κλείσαν όλα τα περάσματα- — σκοινιά λιωμένα, κρότοι μεταμφιεσμένοι

επάνω στους καταυλισμούς είχαν σβήσει οί φωτιές τριγύρω οι μάντρες

σπίθιζαν με μικρά τσιμπούκια πήλινα. Μεγάλες προσωπίδες

κρεμόντανε στον αέρα, — κ’ ήταν αυτοί, στις αυλές των γειτόνων,

αυτοί, με χαρτονένιες αποκριάτικες μουτσούνες, παρασταίνοντας

τα βόδια, τα γαϊδούρια, τ’ άλογα, τα πρόβατα, — δεν μπορούσανε πια να

μου ξεφύγουν

περπατούσαν στα τέσσερα κάνοντας τα τετράποδα — δε μουγκάνιζαν

μπουσουλούσαν στο χώμα σαν τεράστια βρέφη. Η σιωπή καμπυλωνόταν

επάνω μου σα γυάλινη καμπάνα, — φοβόμουν μην τη σπάσω. Και ξάφνου,

άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ’ όνομα μου,

πάλι και πάλι τ’ όνομα μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ’ άδεια πιθάρια,

μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους τ’ όνομα μου

άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη

μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ό Αίας, ό Αίας, ό Αίας»,

με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ό Αίας, ό Αίας», τόσο

πού μίσησα για πάντα τ’ όνομα μου, — ώ, πια, να μην τ’ ακούω,

κανένας να μην το προφέρει πια να μείνω ανώνυμος, λησμονημένος,

δεμένος κάτω απ’ την κοιλιά του άλογου μου. Δεν άντεξα τότε,

σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τούς μάντρωσα όλους,

τούς έσυρα εδώ μέσα — κοίταξε τους — κ’ ήτανε τα ζώα ετούτα.

Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 696
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-09-2021


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο