|
Στίχοι: Γιάννης Πλαχούρης
Μουσική: Αμελοποίητα
Δεν ήταν
που έδωσε εντολή να σ’ αγαπήσω,
όμοια μοναδικό τραγούδι σε πολύχορδη άρπα,
ούτε που
έστεκες αγκαθόδεντρο στο τέλος του δρόμου,
γεμάτη γλυκόκαρπα κι ανέγγιχτες φωλιές,
ν’ ακούει το φίδι, να έρχεται, να μαραζώνει.
Στ’ άδεια περβόλια, που λείπουν οι άνθρωποι,
πολλά δεν θέλεις.
Τα παστρικά παρτέρια το φοβάμαι, μην συνηθίσω την τάξη.
Γι’ αυτό μιλούσα στο πράσινο.
Οι λέξεις υπάρχουν αν τις ακούς.
Κουβαλούσα τον αβάσταχτο πόνο των ανεπίδοτων ήχων,
αποκεί ουρανός αποδώ ανέστιο βήμα
ανάλαφρα πατώντας επάνω στο μπλε
καθώς αμαρτία δεν με βάραινε,
τα χείλη σου άπαρτα ήταν ακόμα,
ένα τίποτα ο έρωτας,
τον ξόδευα στον Άνεμο.
Διώξε με ικέτευα κι εγώ θα ξεχρεώσω
σμιλεύοντας το πρόσωπό της άγριο ρίγος
στα βουνά και στα φαρδιά ποτάμια.
Ή φέρε μια που πρέπει να κερδίσω.
Καμιά γυναίκα δεν αγαπιέται υποταγμένο δώρο.
Να φοβάσαι όταν σωπαίνει
και σε κοιτάζει πίσω από τα βλέφαρά της, Σφίγγα.
Ντύσε την με τα κομμάτια μου, σάρκα δεν θέλω,
σαν λίμνη που το πρωί ντύνεται πουλιά και το βράδυ φεγγάρι,
που ζει άμα προσφέρεται.
Μήτε χέρια χρειάζομαι,
αφού με τα μάτια μπορώ ν’ αγκαλιάζω
και το δάκρυ το γνώρισα κόμπος ασύνορος
έδεσε μέσα του την ερημιά όλου του κόσμου.
Τι να την κάνω τέτοια; Πάρε την πίσω, του είπα.
Βάφτισ’ τη Εύα, στείλε την, γωνίτσα κόλασης
μες στον Παράδεισο.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 61 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|