|
Στίχοι: Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου
Μουσική: Αμελοποίητα
Είχε ένα ανάστημα που δεν του ανήκε,
Σαν σιδερένιο αντικείμενο απροσδιόριστης χρήσης.
Όταν κατόρθωνε να καθίσει
Από τα υποδήματά του διακρίνονταν
Δυο κάλτσες μάλλινες, ταπεινωμένες,
Τομάρια ζώων που πουλήθηκαν νωρίς,
Προτού βοσκήσουν το μερίδιό τους
Από τ’ απέραντα βοσκοτόπια του τόπου του.
Πάντα κάτι περίσσευε από κείνον,
Πότε κέρματα που ξεχειλώνουν τις τσέπες
Χωρίς να συμπληρώνουν ένα αντίτιμο,
Πότε μια γεύση καφέ σ’ όλη τη γλώσσα,
Πότε ο γιακάς απ’ το πουκάμισό του
Αρπαγμένος από τον λαιμό ή το σακάκι του.
Ωστόσο τι απαράμιλλη κομψότητα
Βρίσκει στο έναστρο κατάλυμά του!
Τι ανακούφιση! Δεν είναι ανάγκη ν’ αποκρύψει
Ότι εκείνος που δεν έχει αγαπηθεί
Δεν ξέρει πώς να δέσει μια γραβάτα.
Μιλάει ελάχιστα, στη γλώσσα μιας σφυρίχτρας
Που βρέθηκε σ’ ένα κουτί με ενθύμια.
Κι ανάμεσα στα πατικωμένα λουλούδια
Λιμνάζει ο ήχος της δικής του κοσμιότητας,
Το σφύριγμα ποιμενικής ανατολής.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 35 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|