|
Στίχοι: Πάμπος Κουζάλης
Μουσική: Αμελοποίητα
Ποιο χέρι άνοιξε βεντάλια παγονιού κι απόψε με κοιτάζουνε
τόσα ζευγάρια μάτια; Φωνή ερπύστριας με καλεί και προκαλεί
τον λόγο μου να δώσω. Ωραία λοιπόν, θα λύσω τη σιωπή μου.
Ούτε ένας κόμπος πια να κρατηθεί το μυστικό. Τον είχα δει
τον ιστό. Τον αποκάλυψε μια ανάσα φως που με νοιάστηκε
κι ήθελε την υστάτη να με σώσει. Μα τόσο ήταν περίλαμπροι
οι κύκλοι της παγίδας, που ν’ αντισταθώ δεν μπόρεσα. Όλα
τα λόγια μου είναι αλλωνών. Το ομολογώ. Τα βρήκα
κρεμασμένα σε σχοινάκια, νοτισμένα απ’ τις πρωινές απορίες.
Τα φόρεσα. Περπάτησα. Με γεια, μου λέγαν όλοι. Ξένα
σταφύλια γεύτηκα, δυο λόγια ν αποστάξω. Κι οι μέρες μου
όλες δανεικές, με λύπες και χαρές τους μισθωμένες. Τα χέρια
μου διάστικτα από βουβές κηλίδες. Χιλιάδες χρόνια σας μιλώ,
μ’ απόκριση δεν παίρνω. Μόνο η μιμόζα η ντροπαλή τους
μίσχους χαμηλώνει. Του πλήθους οι βραχίονες υψωμένοι το
μπλε διαρρηγνύουν ιμάτιο τ’ ουρανού. Μ’ ένα μολύβι πέμπω
σας βραχύχρονα στιχάκια. Άλλο δεν έχω να προσθέσω.
Αποστροφή τώρα χαρίστε μου του βλέμματος. Το αλέτρι μου
το ξύλινο θα σύρω, τους ύστερους που κληροδότησε ο
παππούς μου σπόρους για να θάψω.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 24 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|