|
Στίχοι: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Μουσική: Αμελοποίητα
Στις 3 Νοέμβρη του ′18
ο Μπλαιζ Σεντράρ και ο Γκιγιώμ
καθόντουσαν για μεσημεριανό
στο Μονπαρνάς. Μιλούσαν
για τη Γρίπη, που πιο πολλούς
είχε θερίσει στρατιωτικούς
κι από τον πόλεμο. Ο Απολλιναίρ
είχε επιζήσει, μέχρι τότε,
χτυπήματα στο μέτωπο, τρυπανισμό·
κυκλοφορούσε δε, μ’ εκείνον
τον χαρακτηριστικό επίδεσμο
που ξέρουμ’ όλοι από τις φωτογραφίες.
Έξι μερόνυχτα μετά
ήταν νεκρός, από τη Γρίπη.
Ο μήνας είχε εννιά. Στις έντεκα
τέλειωσε ο πόλεμος. Και σαν πήγαιναν
στην κηδεία του στο Σαιν Ζερμαίν,
σε μια γωνία έπεσαν πάνω
σε μια κομπανία που γιόρταζε
παραληρώντας την Ανακωχή.
«Κάτω ο Γκιγιώμ!» φωνάζανε
αγριεμένοι και εννοούσαν,
φυσικά, οι μεθυσμένοι
τον Κάιζερ Βίλχελμ.
Μα οι πενθούντες σκιάχτηκαν·
και πρώτος ο Σεντράρ
σηκώθηκε και έφυγε και πήγαν
να τα πιούνε. Σαν επιστρέψανε
στο Μονπαρνάς στο κοιμητήρι
να τον βρούνε, ο νεκροθάφτης
έδειξε δυο διπλανούς, νέους τάφους
κι είπε: «Με Γρίπη και με πόλεμο,
πολλοί είναι οι νεκροί·
ποιοι είναι ποιοι, δεν ξέρουμε,
καταλαβαίνετε». Και σαν ο ποιητής
πλησίασε απελπισμένος
μη και στα μαγικά διαισθανθεί
ποιος ήταν ο νεκρός τους
είδε στην παγωμένη γη
στο παγωμένο χώμα, μια πρασινάδα
για μαλλιά γύρω από την πληγή,
λες και φαινόταν του Γκιγιώμ
το πρόσωπο ακόμα΄και μια κραυγή
έπνιξε τότε ξαφνικά,
αλλόφρων, έναν κρότο.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 35 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|