|
Στίχοι: Νίκος Βαραλής
Μουσική: Αμελοποίητα
Ήταν επάνω στη σιωπή που βέλαξε το Πήλιο με τα παλιά
τηγάνια του.
Να πέφτει η στάλα στην λαμαρίνα πάνω
και να μουσκεύει σίδερο η ώρα. Τώρα που είσαι;
Επάνω μονοπάτι των ματιών πηγαίναμε με κάστανα του
δρόμου σαπισμένα
Κι άγρια πουλιά του χιονιού παρακινούσαν την βροχή να
καταλύσει μάτια
Να φάει του δάκρυου την αρμύρα, το χάλκινο του πλατανιού.
Στην Μακρυνίτσα σταμάτησε το σύννεφο. Θα σου θυμίσω
το έρημο σπίτι, την φωτιά και τις αράχνες που έστηναν
παγίδα να πιάσουν όνειρα.
Δεν ξέφυγα.
Περνώντας στον Αη Γιώργη έκλεινα γόνυ, στην πέτρα της
επιστροφής
που τότε γλύτωσε τον πατέρα από τους Γερμανούς για να
τον φάει
της κάθε μέρας το ανυπόφορο.
Κι είδα την πέτρα να απασφαλίζεται να σκάει η μέρα και
μείς μες στη βροχή
στα δευτερόλεπτα που αγκυλώνουν την ψυχή, αιμάσουσα η
μέρα, φίλε.
Όταν φτάσαμε στον πλάτανο η βροχή είχε μείνει μόνο στα
μαλλιά μας.
Πέρασα πάλι μόνος και ήταν πάλι η βροχή, μύριζε σώμα
αυγερινό,
πλάκες αυλής τριγυρισμένης γιούλια
Με πήρε από μέσα ο καημός για την φθαρτότητα.
Αχ και μέσα μας καλέμι ο λυγμός να στήνει γέφυρες στο
βλέμμα του Θεού.
Όταν περιέρχομαι ενίοτε εκείνη την πλατεία βρίσκω
καταφύγιο στο σπίτι του Αη Γιώργη
μπουκώνω στάλα εσπερινό, τραγούδια των απάντων.
Και η βροχή κόβει το δέρμα, το δέρμα
το ανίατον
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 14 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|