Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ρουθ
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130562 Τραγούδια, 269412 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ρουθ - 2001      
 
Στίχοι:  
Διονύσης Καψάλης
Μουσική:  
Γιώργος Χριστιανάκης


Ας υποθέσουμε πως ήμουν κοιμισμένος.Βαθιά θα πρέπει να κοιμόμουν, πως αλλιώς να ερμηνεύσω, τώρα πια, καθώς κοιτάζω το πρόσωπό της στη θαμπή φωτογραφία (πότε την τράβηξα, ποιος ήλιος τη θαμπώνει;), πώς τώρα πια να ερμηνεύσω την ιδέα, μάλλον την αίσθηση που είχα, πως ανοίγει από το βάθος της ζωής μου μες στη νύχτα (μην ήταν χάδι της αυγής, δροσιά του κόσμου;)Πολύ απόμακρη κι αθόρυβη σαν φως μια πόρτα ένοιωσε ν’ ανοίγει μες στη νύχτα κι έναν αέρα, ένα ρεύμα απαλό σαν από σώμα μυρωμένο που κινείται πολύ κοντά και δε σ’ αγγίζει ένα ρίγoς γλυκό σαν αύρα της αυγής να με τυλίγει, σαν άκρο άωτο κι αθόρυβο σαν φως.

Γιατί ο κόσμος, όπως ήμουν κλειδωμένος σ’ ένα ανήσυχο σκοτάδι που γερνούσε,
ο κόσμος ήταν ένα σπίτι σκοτεινό χωρίς παράθυρα ή πόρτες ή φεγγίτη,
χωρίς ανοίγματα ντροπής ή προσδοκίας, κι όλες οι λέξεις του γύριζαν προς τα μέσα
μόνο μια γρίλια σαν ρυτίδα που σαρκάζει σε μια γωνιά, κάτι αόρατο σαν στόμα αντιβοούσε έναν άρρυθμο χρησμό, κι όλες οι λέξεις του γυρίζαν προς τα μέσα. Ήταν σαν θάλαμος μικρός και σκοτεινός, μια κιβωτός σφυγμών, μια κρύπτη αισθημάτων κι απ’ τη μισάνοιχτη που σάρκαζε ρυτίδα μηχανικά, πριν κοιμηθώ, έπαιρνα φως–μικρές κοφτές αναπνοές κι απομυζούσα παλιές εικόνες από σένα κι από μένα, απ’ τα ωχρά, τα τιμαλφή, τα ειπωμένα, μια μεταμόσχευση ανάσας.

Και μεμιάς, όπως ανοίγουμε μια πόρτα κι είναι κήπος, αυτός ο κόσμος, ο κλειστός, ο φοβισμένος, με μια υπέρογκη ανάσα διερράγη κι ήταν ο κόσμος ο απέραντος ξανά, ο μείζων κόσμος, ο υπαίθριος, και είχε όλο το θάρρος και την πίκρα των καρπών, με την ντροπή και τη φροντίδα των ανθρώπων, με τις πλατιές ενορχηστρώσεις του τυχαίου, τη συστολή, τη διαστολή των ουρανών και τη βαρύτητα της πρώτης απορίας. Γιατί αθόρυβη σαν φως όταν χαράζει, μια πόρτα ένιωσα ν’ ανοίγει μες τη νύχτα απ’ τον βαθύτερο του ύπνου μου φλοιό, και μια πνοή, έναν αέρα προσμονής, σαν από σώμα μυρωμένο, να με παίρνει πολύ μακριά, εκεί στην πρώτη εφηβεία.

Πως ήρθε στο κρεβάτι μου; Κοιμήθηκα τον ύπνο του Αδάμ, κι ο Ελεήμων από την ύπνωσή μου έπλασε γυναίκα; Εκστατικά την κοίταζα που άνοιγε τόσο αβρά το σκέπασμα, σαν να σηκώνει όλο το βάρος που μου έπνιγε το στήθος. Κι αυτή: "απ’ το όνειρο μου γλίστρησα" μου λέει "σ’ ένα λιβάδι με τριφύλλι δροσερό, που μου `δωσε το σώμα σαν παράδεισος και καταατάλαξα γυμνή στην αγκαλιά σου". Όταν τη φίλησα βαθιά στα πέταλά τnς, ένας λυγμός χαράς λύθηκε στην καρδιά μου είχε στο φύλο τnς το χρίσμα των αγρών, μια ευωδιά σαν από χόρτο θερισμένο, που `φερνε δάκρυα οτα μάτια. Ξαναζούσα. Ρούθ, Ρούθ, απόρρητη κι αθέριστη ακόρα, κόρη του ύπνου και τnς άγρυπνής μου ώρας, συγχώρεσέ με που αδίκησα τον κόσμο.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 4129
      Σχόλια: 2
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Δισκογραφία 
 
[1] Ο θυρωρός
2001
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   tsiou @ 19-04-2011
   tsiou
15-07-2012 12:25
το σχολιο δεν το καταλαβα..ολους τους στιχους δεν εχω στειλει? ::lost.::
   Avellinou
12-05-2012 18:31
Panw einai mono to telos tou tragoydioy, arxizei:

"Ας υποθεσουμε πως ημουν κοιμισμενος βαθια θα πρεπει να κοιμομουν, πως αλλιως να ερμηνευσω, τωρα πια, καθως κοιταζω το προσωπο της στη θαμπη φωτογραφια [ποτε την τραβηξα, ποιος ηλιος τη θαμπωνει;], πως τωρα πια να ερμηνευσω την ιδεα, μαλλον την αισθηση που ειχα, πως ανοιγει απο το βαθος της ζωης μου μες στη νυχτα"




Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο