Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ο βασιλιάς και ο Μαυριανός
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130674 Τραγούδια, 269443 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο βασιλιάς και ο Μαυριανός - 2008      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό


O βασιλιάς κι ο Μαυριανός σε περιβόλι τρώγουν
αθιβολές1 δεν είχανε και αθιβολές εφέραν
για τσι ξανθές, για τσι σγουρές και για τσι μαυρομάτες,
πως δεν εβρέθηκε καμιά στον κόσμο μην πλανάται.
Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το λουλουδάκι τ’ άσπρο
έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανάται.
Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, ίντα ’ν’ το στοίχημα σου;
Αν την πλανέσεις βασιλιά, πάρε την κεφαλή μου,
πάλι και α δεν πλανεθεί ίντα ’ναι το δικό σου;
Πάρε το βασιλίκι μου και τη χρουσή κορώνα.
Παίρνει το βιτσαλάκι2 ντου στο φόρος κατεβαίνει,
βρίστει ρουφιάνες δεκ’οχτώ, μαγεύτρες δεκαπέντε
και πάνε και την βρίστουνε σ’ ολόχρουσες καθέκλες.
Καλώς σε βρήκαμε, ροδιά, βιόλα ξεφουντωμένη,
νεραντζοπούλα φουντωτή και ασπροχιονισμένη.
Δε θέλω ’γώ παινέματα κι ο Μαυριανός μανίζει
κι ανηβουλίς3 του Μαυριανού πράμα να μήνε γίει.
Χιλιάδες προσκυνήσματα απού το βασιλέα
κι αν είναι με το θέλημα να μείνει μετά σένα.
Τα παραθύρια ξέρει τα, τσι πόρτες μας κατέχει,
ούλα θα τά’ χομ’ ανοιχτά κι όντεν ορίζ’ ας έρθει.
Απής τσι συναπόβγαλε4 στο μαγερειόν τση μπαίνει,
τα κούρτουλα5 καταχτυπά τσι βάγιες τση μαζώνει.
Βάγιες απού τσι βάγιες μου, ποια θα με ξεμιστέψει
να βάλω ’γώ τα ρούχα τση κι εκείνη τα δικά μου;
’Που τσι σαράντα βάγιες τση κιαμιά δεν αποκρίθη,
μόνο λιό μικρότερη6 και ηλέγαν την Μαρία.
Εγώ ’μ’ απού τσι σκλάβες σου, που θα σε ξεμιστέψω
να βάνω ’γώ τα ρούχα σου, να βάλεις τα δικά μου.
Μπαίνει και την εστόλιζε απ’ το ταχύ ως το βράδυ,
τέσσερις την εστόλιζε κι οχτώ τση παραγγένει.
Βλέπου σε Μαριγάκι μου, να μη με μαντανέψεις7
κι α σε τζιμπήσει τζίμπα τον, και α σε φιλήσει φίλιε,
κι αν κόψει και κομμάτι σου μιλιά να μην του βγάλεις.
Καθώς την αποχτένιζεν ο βασιλιάς προβαίνει,
με πείσμα και με λίγυσμα τη σκάλα ντσ’ ανεβαίνει.
Απού τη χέρα την αρπά στην κάμερα την βάνει
κι απού το βράδ’ ως το ταχύ τη τζίμπα και τη φίλιε.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα τσ’ ήκοψε το δαχτύλι,
τσ’ ήκοψε το δαχτύλι ντση με κοφτερό ξυράφι.
Και τ’ αποξημερώματα τσ’ ήκοψε την πλεξούδα
απού ’τον ομορφόδετη μ’ ολόχρουση κορδέλα.
Και το ταχύ κατέβαινε τη σκάλα ντση με γέλια
κι εβάστα και του Μαυριανού δαχτύλια και πλεξούδες.
Έλα να ιδείς ’δά, Μαυριανέ, σημάδια τσ’ αδελφής σου.
Δεν είνιαι τούτα τση σγουρής δεν είνιαι τση ξανθής μου,
όξω και να μ’ εγέλασε η σκύλα η γι αδελφή μου.
Σ’ ούλον τον κόσμ’ αμέτε με, σ’ ούλο γυρίσετέ με
κι εις τσ’ αδελφής μου την αυλή αμέτε σφάξετέ με.
Κι η γι αδελφή ντ’ ως τ’ άκουσε πολλά τση βαροφάνει
κι εμπήκε κι εστολίζεντο με τη μεγάλη βιάση.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι.
Κι απής αποστολίστηκε κι έγινε σαν τη βιόλα,
ξεπόρτησεν η λυγερή στου βασιλιά να φτάξει.
Τη σκάλα ντση κατέβαινε μόνο με μια βαγίτσα
κι εβάστα κι εις τη χέρα ντση μαλαματένια βίτσα.
Στην μπάντα σεις οι γι άρχοντες, στην μπάντα κι οι γι αγάδες,
να πα να ιδώ το Μαυριανό γιάντα θα τόνε πνίξουν.
Την αδελφή ντου πλάνεσα και θα τόνε φουρκίσω.8
Μα ’σύ κι αν την επλάνεσες δείξε μου τα σημάδια.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα τσ’ ήκοψα το δαχτύλι,
τσ’ ήκοψα το δαχτύλι ντση με κοφτερό ξυράφι.
Και τ’ αποξημερώματα τσ’ ήκοψα την πλεξούδα
απού ’τον ομορφόδετη μ’ ολόχρουση κορδέλα.
Απλώνει τα χεράκια ντση, κατάσπρα σαν το γάλα.
Για ιδέτ’ αγάδες κι άρχοντες, λείπει μου το δαχτύλι;
Ρίχνει και τα σγουρά μαλλιά, γεμίζ’ η γης λουλούδια.
Για ιδέτ’ αγάδες κι άρχοντες, λείπει μου η πλεξούδα;
Αν λείπει το δαχτύλι μου και τα σγουρά μαλλιά μου,
ετότες να μου βάλετε τρίδιπλη την καδένα.9
Μα σένα δε σου πρέπει μπλιό να ’χεις το βασιλίκι
σα χοίρος, σαν χοιροβοσκός να κάθεσαι στην Κρήτη.
σαν να ’σουνε φαμέγιος10 μας, σαν να ’σουν δουλευτής μας,
έτσα σ’ εμπεγεντίσαμε11 με την αναθρεφτή12 μας.
Και πάρε το μουλάρι μας να πάεις εις τα ξύλα,
να ψήσομε το φαγητό να πάρεις τη Μαρία.

1αθιβολή: συζήτηση, κουβέντα
2βιτσαλάκι: μικρή βέργα
3ανηβουλίς: χωρίς τη θέληση
4απής τσι συναπόβγαλε: μόλις τους κατευόδωσε
5τα κούρτουλα καταχτυπά: χτυπάει τα χέρια της
6λιό μικρότερη: η μικρότερη
7μη με μαντατέψεις: μη με προδώσεις
8φουρκίζω: απαγχονίζω, πνίγω
9καδένα: εδώ εννοείται η αλυσίδα, το σχοινί
10φαμέγιος: υπηρέτης, δούλος
11σ’ εμπεγεντίσαμε: σε εκτιμήσαμε, σε κρίναμε κατάλληλον
12αναθρεφτή: ψυχοκόρη

Η απόδοση βασίζεται σε τραγούδι δημοσιευμένο στο Δ. Πετρόπουλος, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Βασική Βιβλιοθήκη, τ. 1, Αθήνα 1958, σ 110 112.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 1166
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Δισκογραφία 
 
[1] Παραλογές
2008
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   tsiou @ 11-10-2012


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο