Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ύμνος προς τον ανδριάντα του Γρηγορίου Ε
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130002 Τραγούδια, 269285 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ύμνος προς τον ανδριάντα του Γρηγορίου Ε      
 
Στίχοι:  
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Πώς μας θωρείς ακίνητος;... πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί `ς το μέτωπο σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες
όσες μας δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κ’ ελπίδες;...
Γιατί `ς τα ουράνια χείλη σου να μη γλυκόχαράξει,
πατέρα, ένα χαμόγελο;... Γιατί να μη σπαράζει
μέσα `ς τα στήθη σου η καρδιά; Και πώς `ς το βλέφαρό σου
ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;...

Ολόγυρά σου τα βουνά κ’ οι λόγγοι στολισμένοι
το λυτρωτή τους χαιρετούν... Η θάλασσ’ αγριωμένη
από μακρά σ’ εγνώρισε και μ’ αφρισμένο στόμα
φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα
που σε κρατεί `ς τα σπλάχνα του... Θυμάται την ημέρα,
όπου κι αυτή `ς τον κόρφο της, σαν τρυφερή μητέρα,
πατέρα μου, σ’ εδέχτηκε... Θυμάται `ς το λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί, και `ς τ’ άγιο πρόσωπο σου
τ’ άτιμα τα ραπίσματα...το βόγκο...τη λαχτάρα...
Του κόσμου την ποδόβολή... Θυμάται την αντάρα...
Την πέτρα, που σου εκρέμασαν... τη γύμνια του νεκρού σου
το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου...
Δεν ελησμόνησε τη γη που σώγινε πατρίδα,
ούτε το χέρι που εύσπλαχνο μ’ ολόχρυση χλαμίδα
τη σάρκα σου εσαβανωσε τη θαλασσοδαρμένη
όταν, Πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμεν’ οι ξένοι
το αίμα σου έγλυφαν κρυφά `ς τα νύχια του φονιά σου...
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσα σου...
Το λείψανό σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
Τ’ αναστησε η αγάπη μας κ’ εδώ μαρμαρωμενο
θα στέκει όλορθο, ακλόνητο, κ’ αιώνια θα να ζήσει,
Να `ναι φοβέρα αδιάκοπη `ς Ανατολή και Δύση...

Πενήντα χρόνοι πέρασαν σαν να `τανε μια μέρα!...
Για σας που είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκές, Πατέρα
πετούν οι ώρες άμετρες `ς του τάφου το λιμάνι...
Για μας... και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνει...
Πενήντα χρόνοι επέρασαν κι’ ακόμ’ η ανατριχίλα
βαθειά μας βόσκει την καρδιά... Με τα χλωρά τα φύλλα
ανθοβολεί κι’ ο τάφος σου και’ ς το μνημόσυνό σου
υψώνεται `ς τον ουρανό το νεκρολίβανό σου
με των ανθών τη μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι
του κόσμου, που εζωντάνεψες... Γέροντα, τι σου λείπει;...
Πώς μας θωρείς ακίνητος;... πού τρέχει ο λογισμός σου;...
Ποιος είν’ ο πόθος σου ο κρυφός και ποιο το μυστικό σου;...

Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοι...
κι’ από το γέρο Δούναβη ως τ’ άγριο Κακοσούλι
έβραζε γη και θάλασσα... σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
σπαθί και ξεθεμέλιωμα και δάκρυ και κατάρα...
Εβρόντουν κι’ άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια
γοργά του Χάρου εθέριζαν τ’ αχόρταγα τα χέρια
κ’ ήτον ο πόλεμος χαρά, τα φονικά παιχνίδια...
Με μιας θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδια
και μαύρα νέφη απλώνονται `ς του Κίσσαβου τη ράχη.
Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κ’ οι βράχοι
μένουν παράλυτα, νεκρά, σαν να `χε διαπεράσει
κρυφό μαχαίρι αυτή τη γη κ’ εσκότωσε την πλάση...

Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο
σα σύγνεφο με το βοριά και μαυροφορεμένο,
σκοτείδιασε τον ουρανό με τα πλατειά φτερά του
και με φωνή που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
εκρέκαξε κ’ εμούγκρισε... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Απ’ άκρη `ς άκρη ο χαλασμός... Κρεμούν τον Πατριάρχην!"...

Του μυστικού διαλάλητη πέφτει `ς τη γη `ς το κύμα
το φλογερό το μήνυμα κι’ από ένα τέτοιο κρίμα
εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμη σου
εθέριεψε, εζωντάνεψε τ’ άτιμο το σχοινί σου
κ’ έγεινε φίδι φτερωτό `ςτον κόρφο του φονιά σου...
Καλόγερε, πώς δεν ξυπνάς να ιδής τα θαύματα σου;...

Αναστηλώνεται ο Μωριάς... η Ρούμελη μουγκρίζει...
Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει...
παντού παράπονο βαθύ, κι’ αλαλαγμοί και θρήνοι...
Διαβαίνει η μαύρ’ η άνοιξη... τα ρόδα μας, οι κρίνοι
λησμόνημενοι τήκονται και τα πουλιά σκασμένα
αφήνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε `ς τα ξένα...
Σ’ του Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
Του Γένους το ξημερωμα... Πάσα μάτιά του σφάζει...
Διωγμεν’ από τον Κάλαμο, με την ψυχή `ς το στόμα,
Χιλιάδες γυναικοπεδα δε βρίσκουν φούχτα χώμα
Να μείνουν ακυνήγητα και ο Χάρος δεκατίζει...
Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει...
φλόγα παντού και σίδερον... δε θ’ απομείνει λόθρα...
'σ την Κιάφα νεκρανάσταση...'σ του Πέτα καταβόθρα...
Πέτρα δε μένει ασάλευτη... κλαρί χωρίς κρεμάλα...
Ερίμια και ξεθεμέλιωμα `ς την Τρίπολη, `ς του Λάλα...
Κι’ όταν το χέρι εχόρταινε και έπεφτε στομωμένο
να ξανασάνει το σπαθί `ς τη θήκη ξαπλωμένο,
Εφώναζε ο αντίλαλος... "Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός... Κρεμούν τον Πατριάρχη!".

Φριμάζουν τα Καλάβρυτα... Καπνίζει το Ζητούνι...
κ’ η Μάνη η ανυπόμονη τεντώνει το ρουθούνι
σαν το καθάριο τ’ άλογο, να μυρισθεί τ’ αγέρι
που, ταχυδρόμος τ’ ουρανού, με τα φτερά του φέρει
του Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του...
Ο γυιός τ’ Ανδρούτζου `ς τη Γραβιά στηλώνει το κορμί του
κ’ επάνω του, σαν να `τανε θεόκτιστο κοτρώνι,
συντρίβεται η Αρβανητιά με τον Ομέρ Βρυώνη...
Φεγγοβολούν τα πέλαγα `ς την Τένεδο, `ς την Σάμο
Και κάθε κύμα πώρχεται να ξαπλωθεί `ς τον άμμο
ξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει... “Πολεμάρχοι!...
Εκδίκηση... άσπλαχνη... παντού... Κρεμούν τον Πατριάρχη!”.

Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά `ς το Καρπενήσι
του Βοτζαρή σου την ψυχή για να σε προσκυνήσει
σου στέλλει αιματοστάλαχτη `σ τον τάφο του κλεισμένο
το Μισόλογγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
δεν παραδίδει τ’ άρματα, δε γέρνει το κεφάλι...
Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη,
το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανό του
και φλογερό μετέωρο πετά `ς τον ουρανό του
και θαφτεται ολοζώντανο `σ το διάβα του τρομάζουν
τ’ αστέρια που το κοίταζαν, και ταπεινά μεριάζουν...
Κλαρί δε φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι
πώμεν’ ακόμα πράσινο, τ’ αράπικο ποδάρι
το μάρανε, το σκότωσε... Χόρτασαν οι κοράκοι
'σ τη Ράχοβα, `ς το Δίστομο με τον Καραϊσκάκη
αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι...
Θερίζει τ’ άσπλαχνο σπαθί κι’ ο πάγος σαβανώνει...

Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγει
του λύκου μας του εφτάψυχου τ’ αχόρταγο λαρύγκι...
Ο κόσμος ανταριάζεται... Και τα σκυλοδόντά του
ξερριζωμένα πνίγονται με τα ρυασήματά του
'σ του Ναβαρίνου τα νερά... και φεύγει... Ανάθεμά τον!...
Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ’ αστραπόβροντά των
και κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη...
Μ’ αυτά... μ’ αυτά τα κόκκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη
εχτίσαμε, πατέρα μου, τη πτωχική φωλιά μας.
Κ’ εκείθε εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας,
π’ ανθοβολούν τριγύρω σου. Γιατί τα δάχτυλά σου
ακίνητα δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;...
Σ’ τ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακράν από την Ελλάδα
ερρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου η φαρμακάδα,
Π’ ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει
τα σφραγισμένα χείλη σου ν’ ανοίξει να γλυκάνει...
Ούτε το φως το ακοίμητο που `ς το πλευρό σου χύνει
αυτό μας το περίφανο, το φλογερό καμίνι;...
Ούτε, τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια...
Ούτε τα βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια,
που θα `ρχονται να χαιρετούν του ποιητού τη λύρα
και να ρωτούν πώς έγεινε το ράσο σου πορφύρα;...

Τι θέλεις, γέροντ', από μας;... Δε νιώθεις μια ματιά σου
πόσες θα εφλόγιζε καρδιές κι’ από τα σωθηκά σου
πόση θα εβλάσταινε ζωή;... Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;...
Δε φέγγει μεσ’ `ς το μνήμα σου ούτε μια τέτοια μέρα;...

Το μάρμαρο μένει βουβό... Και θα να μείνει ακόμα
ποιος ξέρει ως ποτ’ αμίλητο το νεκρικό του στόμα...
Κοιμάται κι’ ονειρεύεται... και τότε θα ξυπνήσει,
Όταν `ς τα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήσει
το φοβερό μας κήρυγμα... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη"!




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 1926
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 19-05-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο