Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131622 Τραγούδια, 269648 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η κυρά Φροσύνη Άσμα Δεύτερον      
 
Στίχοι:  
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Κρυφά το γλυκοχάραμα προβαίνει από τον Πίνδο
ραντίζοντας με τη δροσιά το κάθε πάτημά του.
Κοιμάται η λίμνη ατάραχη, και στου γιαλού την άκρη
ακούεται γλυκά γλυκά λίγος αφρός να παίζει,

σαν ήσυχος ανασασμός μικρού παιδιού στον ύπνο.
Κάποτ’ εδιάβαινε τρελό, χαρούμενο τ’ αγέρι
και με τ’ αθώα του φτερά γλιστρά στη λίμνη επάνω
και παίζει και δροσίζεται κι ένα φιλί τής παίρνει.
Κι εκείνη, που `ναι εντροπαλή, το μέτωπο ζαρώνει

και σκυθρωπάζει μια στιγμή και τ’ αγεράκι φεύγει.
Σηκώνεται, σηκώνεται, λευκή λευκή σα χιόνι,
η καταχνιά, που επάνω της απλώνεται το βράδυ,
τα μυστικά τα κάλλη της να κρύβει, να σκεπάζει.
Σηκώνεται, σηκώνεται, ψηλά ψηλ’ ανεβαίνει

σαν ιερό θυμίαμα με χίλιες ευωδίες,
που βγαίνει από την Ήπειρο σαν από ρημοκλήσι,
και στα ποδάρια του Θεού τρέχει πιστά να φέρει
της κόρης το παράπονο, τα δάκρυα της σκλάβας.

Πόσες φορές από μακράν, ανήλικο παιδάκι
με δακρυσμένο βλέφαρο, μ’ απόκρυφη ελπίδα,
ο δύστυχος εκοίταζα την καταχνιά του Πίνδου!
Μου εφαίνετο πως ήτανε καπνός από τουφέκι
κι επρόσμενα σιωπηλός ν’ ακούσω τη βοή του.
Και μιαν ημέρα, π’ άστραψε το σύγνεφο κι ακούσθη

σα μια βροντή θανάσιμος, πόσες φορές τη νύχτα
ετέντωσα τα μάτια μου, άνοιξα την καρδιά μου
για να χορτάσω τη βοή, τη λάμψη του πολέμου!
Μην ήτον όνειρο σκληρό, μην ήτο ψεύτρα ελπίδα;
Αν ήτον όνειρο σκληρό, αν ήτο ψεύτρα ελπίδα,

εισάκουσόν με, Πλάστη μου, και δώσέ μου τη χάρη
τον ύπνον τον αιώνιον να κοιμηθώ στο μνήμα,
και τ’ όνειρό μου το γλυκό για συντροφιά μου να `χω.

Ποιος είδε το φθινόπωρο μιαν εύμορφη αυγούλα,
κρύο, πικρό χαιρέτισμα της νιότης, που γηράζει,

και της ζωής, που σβήνεται, και ποιος δεν ενθυμήθη
την ώρα του την ύστερη, το ψυχομάχημά του!

Εξύπνησε πρωί πρωί η δύστυχη η Φροσύνη
και τώρ’ ακόμη ξέπλεγη εμπρός στο παραθύρι
εκάθισε περίλυπη και κλαίει μοναχή της.

Τα μάτια της, που ελάμπανε πνιμένα μες στο δάκρυ,
απαντηθήκανε κρυφά με της αυγής τα μάτια,
κι η μια την άλλη εκοίταζε σα να `ταν αδελφάδες.
Τ’ αστέρια, που τες έβλεπαν, αγάλια αγάλια σβηώνται
χωρίς να ξεύρουνε κι αυτά ποια λάμψη τα θαμβώνει.

Η κιτριά χαρούμενη τα φύλλα της ανοίγει
ερωτευμένη τη θωρεί, και με τη μυρωδιά της
της ρίχνει χαιρετίσματα και την καλημερίζει.
Γιατί τέτοιο παράπονο, γιατί μια τέτοια πίκρα;
Τι να `χει και τα δένδρα της δε γέρνει να κοιτάξει;

Εκειό το δάκρυ πὄφυγεν από τα βλέφαρά της
κι επήγε κι εσταμάτησε στα χείλη της επάνω
σα μια ρανίδα από δροσιά που κρέμεται στο ρόδο,
ποιος πόνος το φανέρωνε; πώς κλαίνε τέτοια μάτια;

Έκλαιγε, πάντοτ’ έκλαιγε χωρίς ν’ αναστενάζει,
λες και δεν έχει πλιο φωνή, λες κι όλη η ευμορφιά της
θα λιώσει μες στα δάκρυα. Φροσύνη, πώς δεν κρένεις;
Στάζουν τα μάτια της βροχή, την τραχηλιά της βρέχουν
και διαπερνούν τα στήθη της, τ’ αγγελικά της στήθη.
Εσπάραξεν η δύστυχη σαν ένιωσε το κρύο,
που εδάγκανε τη σάρκα της και μιαν ανατριχίλα
άκουσε μέσα στην καρδιά σκληρά να τηνε σφάζει.

Μαραίνεται απ’ το φόβο της, το χέρι της απλώνει
κι αρπάζει, σφίγγει λαίμαργα τον έρμο της τον κόρφο.
Γιατί θυμάται η δύστυχη, θυμάται πως μια μέρα,
αθώα μάνα και γλυκιά, της έβρεχε τη ρώγα
ευλογημένο κι άφθονο το μητρικό της γάλα.
Ω, τι σκληρό μαρτύριο! Αρνήθη τα παιδιά της,
αρνήθη τ’ αγγελούδια της για το Μουχτάρ, που φεύγει!

Αλίμονον στην άσπλαχνη και την κακή τη μάνα
που τα παιδιά, το γάλα της, προδώσει, λησμονήσει!
Δεν ξεύρει ότι τα στήθη της ενός Θεού το χέρι
τα `πλασε παντοδύναμα. Είδε την ευμορφιά τους
κι εχάρη και τα βλόγησε και μυστικά τα φχήθη,
και μέσα τους εφύλαξε, φιλόστοργος πατέρας,

την πλαστουργό του δύναμη και την αθανασία.
Αλίμονον! Αλίμονο στην άσπλαχνη τη μάνα
που καθαρό κι αμίαντο το γάλα δε φυλάξει!
Του φθινοπώρου τα πουλιά αρχίζουν να ξυπνούνε
και τα βρεμένα τους φτερά τινάζουνε, στεγνώνουν.

Τι καρτερείς συ, δύστυχη, τι καρτερείς ν’ ακούσεις;
Δε βλέπεις; Τ’ άστρα εφύγανε, Φρόσω, και συ δε φεύγεις;
Θέλεις ο ήλιος να σε δει, να σε ξαφνίσει η μέρα;
Αν σε ρωτήσουν γιατί κλαις, τι θα τους πεις, Φροσύνη;

Από μακρά τρεις πιστολιές ελάμψαν, εβροντήσαν,
ακούει ένα χλιμίτισμα και τ’ άλογο γνωρίζει...
Να `ναι ο Μουχτάρ οπού περνά, να `ν’ ο Μουχτάρ που φεύγει;
Εξύπνησε για μια στιγμή, εσφόγγισε το δάκρυ,
για να μπορέσει να τον δει. Ακόμη θαμποφέγγει,
και τονε κρύβει η καταχνιά... Φθάνει, Φροσύνη, φθάνει.
Θυμήσου τα παιδάκια σου, φθάνει, λησμόνησέ τον.
Κι ενώ για ύστερη φορά σπρώχνει μακρά το βλέμμα,
για νά `μβει μες στο σύγνεφο να τονε χαιρετήσει,
γλυκιά φωνή την έκραζε, γλυκό τραγούδι ακούει:

Σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο
με παίρνει ο άνεμος με τα φτερά,
μακρ’ από σένανε, παραδαρμένο,
Φροσύνη, αγάπα με στην ξενιτιά.
Το κύμ’ ατάραχο στο περιγιάλι
γλυκά εκοιμότουνε ύπνο βαθύ

βοριάς εφύσησε κι ανεμοζάλη
στο βράχο το `ριξε να συντριφθεί.
Φροσύνη, μ’ έστειλαν να πάω στα ξένα,
να πάω στον πόλεμο, μες στη φωτιά.
Βγάλε απ’ τα χείλη σου τ’ αγαπημένα,

δώσ’ μου για σύντροφο χίλια φιλιά.
Αν ήλθε η μέρα μου, ψυχή, καρδιά μου,
τα ξένα χώματα, ξένα σκυλιά,
να πιουν το αίμα μου, τα σωθικά μου
να φάνε λαίμαργα στην ερημιά,

ποιος ξεύρει, αγάπη μου, μην τα φιλιά σου
ψυχή μού δώσουνε κι αναστηθώ
κι έλθω σαν όνειρο στην αγκαλιά σου,
Φροσύνη, ο δύστυχος να κοιμηθώ.
Χειμώνας έρχεται, σύγνεφα, χιόνια,

τ’ άνθη επετάξανε κι οι μυρωδιές
πάνε, Φροσύνη μου, τα χιλιδόνια,
φυλάξου, επλάκωσαν μαύρες νυχτιές.
Γεράκι αχόρταγο, σκληρό ξυφτέρι,
θ’ αρχίσει ολόγυρα να κυνηγά.

Ψυχή μου, αλίμονο στο περιστέρι,
αν το βρει μόνο του μες στη φωλιά.
Φροσύνη, μ’ έστειλαν να πάω στα ξένα,
να πάω στον πόλεμο, μες στη φωτιά.
Ποιος ξεύρ’ η μοίρα μου τι έχει γραμμένα
ψυχή μου, Φρόσω μου, σ’ αφήνω γεια.

Παύει η φωνή του τραγουδιού και τα στερνά τα λόγια
με της Φροσύνης τ’ όνομα, οπού αντηχούσε ακόμη,
μέσα στο φλοίσβο του νερού εκρύφτηκαν, χωνεύουν
κι ο ξένος, οπού εδιάβαινε εις του γιαλού την άκρη,
άκουσε, λίμνη, μυστικά το γαλανό σου κύμα
να ψιθυρίζει παίζοντας με τον αφρό σου, "Φρόσω".

Κεντά το άτι του ο Μουχτάρ, κι εκείνο, πριν πετάξει,
ολόρθο με τα πόδια του το σύγνεφο χτυπάει.
Λες και το μαύρο προσπαθεί την καταχνιά να διώξει
και την κυρά του από μακρά να χαιρετήσει ακόμη.
Το πάτημά του ακούεται, φαίνονται ακόμ’ οι σπίθες
οπού πετούν τα πέταλα χτυπώντας το στουρνάρι.
Λάμπει για ύστερη φορά μια πιστολιά και σβηέται
στερνό φιλί, που φεύγοντας ρίχν’ ο Μουχτάρ στη Φρόσω.

Σιγή, σιγή στον ουρανό, σιγή, σιγή στη λίμνη,
ο κόσμος δεν πικραίνεται για μια δυστυχισμένη.
Λάμπει ο ήλιος καθαρός, τα φύλλ’ από τα δένδρα
πέφτουν σαν πρώτα καταγής το `να σιμά από τ’ άλλο
λαλούν του βάλτου τα πουλιά, ακούετ’ ο δερβίσης,

άρχισε πάλιν η ζωή, τα Γιάννινα ξυπνήσαν.
Παίζουν στα χόρτα τα παιδιά και στην τρελή χαρά τους
δεν άκουσαν το σήμαντρο, που θλιβερά αντηχούσε
σημαίνοντας λυπητικά, και δεν εκαταλάβαν
ένα σταυρό που επέρασε, και τέσσαρους που εφέρναν
ενός παιδιού το λείψανο, που χθες ήτο μαζί τους.

Ακίνητη, σιωπηλή, εκεί στο παραθύρι,
χωρίς ποτέ τα χείλη της μια λέξη να προφέρουν,
έμεινε πάντα η δύστυχη. Είναι βουβός ο πόνος.
Προβαίνει ο ήλιος στα βουνά, και μια θερμή του αχτίδα
φιλεί γλυκά στο μέτωπο τη μαύρη τη Φροσύνη.
Είδε το μάτι του Θεού το δάκρυ της, τη λύπη,
και με το φως το μυστικό τη βρέχει, τη ραντίζει,
της δίδει νέο βάφτισμα, τη λούει, τηνε πλένει
με τ’ άχραντα τα χέρια του από την αμαρτία

και τώρα βγαίνει καθαρή, βγαίνει μ’ ουράνια κάλλη
απ’ τη μεγάλη του Θεού τη θεία κολυμβήθρα.
Αμαρτωλή, λησμόνησε του κόσμου τα στολίδια,
άλλος νυμφίος σ’ αγαπά. Φροσύνη, μη δειλιάσεις,
ετοίμασε τα χέρια σου να λάβουν αρραβώνα

τα σίδερα και τα σχοινιά που απόψε θα σε δέσουν.
Στολίσου, κόρη, ο ουρανός σού δίνει, σου χαρίζει
την πρώτη σου την παρθενιά. Φροσύνη, μη δειλιάσεις
την ώρα που του γάμου σου θ’ ανάψουνε τα φώτα.
Είν’ ιερό μυστήριο,
Φροσύνη, το μαρτύριο!

Ενύχτωσε. Γονατιστή εμπρός σε μιαν εικόνα
ολημερίς εδάκρυζεν η δύστυχ’ η Φροσύνη.
Πού τα `βραν τόσα δάκρυα τ’ αμαρτωλά της μάτια!
Πάντα βουβή, τα χέρια της στα στήθη σταυρωμένα,

το βλέμμα δεν εσήκωσε ποτέ της να κοιτάξει
το πρόσωπο τ’ αγγελικό της Δέσποινας του Κόσμου.
Ακόμη μην εντρέπεται, μη δεν τολμά η καημένη
να ειδεί τη μάνα του Θεού με το παιδί στα χέρια
κι ενθυμηθεί που εβάσταξε κι εκείνη μιαν ημέρα
ένα παιδί στον κόρφο της και τ’ άφηκε κι εχάθη;

Νιώθει βαριά τα βλέφαρα την ελυπήθη ο ύπνος
κι ανέλπιστη παρηγοριά έρχεται να της δώσει.
Αποσταμένη σκώνεται, τα γόνατά της τρέμουν
και πέφτει ν’ αποκοιμηθεί στο μαύρο της κρεβάτι.

Κράζει σιμά της τη Χρυσή, πιστή της παραμάνα,
και σαν πουλί, που σκιάζεται και χώνει το κεφάλι
μες στ’ απαλά του τα φτερά και πέφτει να κορνιάσει,
το δακρυσμένο πρόσωπο στην αγκαλιά της κρύβει.

Φροσύνη
Χρυσή μου, παραμάνα μου, κρυώνω, σκέπασέ με.
Ακόμη δε σ’ εφίλησα, σκύψε, συχώρεσέ με.
Μη με μαλώσεις, μάνα μου, και μη μου βαργομήσεις,
στην αγκαλιά σου κρύψε με μήπως μ’ αποκοιμίσεις.
Απόστασαν τα μάτια μου, ραγίστηκε η καρδιά μου
αν μο `μεινάνε δάκρυα, τα `χω για τα παιδιά μου.

Φέρε μου εδώ το χέρι σου, βάλ’ το στο μέτωπό μου,
χάιδεψε τα μαλλάκια μου και στο προσκέφαλό μου
γείρε και συ το πρόσωπο να κοιμηθώ μαζί σου.
Δεν είμαι εγώ παιδί σου;
Χρυσή μου, απόψε σκιάζομαι. Άναψε το καντήλι,
200
το φως δροσίζει την καρδιά, σαν το νερό τα χείλη.
Ξεφτύλισέ το μη σβηστεί, μη μείνω στο σκοτάδι
και μου φανεί πως ζωντανή κατέβηκα στον Άδη.
Θυμιάτισε το κόνισμα, τη μοναχή μου ελπίδα...
Μάνα μου, κάτι επέταξε!... Μην ήτον νυχτερίδα;

Κρύψε με, μάνα μια φωνή μου εφάνη πως με κράζει...
Γιά ιδές τι κρύος ίδρωτας! Η σάρκα μου σπαράζει.
Παρθένε μου, αν αμάρτησα, έκλαψα, σχώρεσέ με,
έλα και βόηθησέ με.
Αρνήθηκα τη νιότη μου, τα πλούτη, Δέσποινά μου,

έπλυνα με τα δάκρυα τα τόσα τα κακά μου.
Σπλαχνίσου με! σπλαχνίσου με, θυμήσου πως μητέρα
αθώο στόμα μ’ έκραξε κι εμέ, Κυρά, μια μέρα.
Σπλαχνίσου με την ορφανή, σε κράζω με λαχτάρα.
Με συνεπήρε η μοίρα μου, μ’ επαίδεψε η κατάρα

του κόσμου, που μ’ εμίσησε, μ’ έκαψε το στεφάνι,
που μὄβαλαν στο μέτωπο. Φθάνει, Κυρά μου, φθάνει!
Αγάπη δε σου εζήτησεν η δύστυχη η Φροσύνη,
γυρεύω ελεημοσύνη.
Απόψε που σ’ εκοίταζα, μου φάνηκε πως είδα

στα χείλη σου να επέρασε σαν άστρο, σαν αχτίδα,
ένα γλυκό χαμόγελο κι ανάζησα η καημένη.
Ωχ! μη μ’ αφήσεις, Δέσποινα, την καταφρονεμένη
έρημη κι ολομόναχη, απόψε στο κρεβάτι
προφύλαξέ με, σκέπασε με το γλυκό σου μάτι.

Χρυσή μου, μάνα μου, μην κλαις, με κάνεις και τρομάζω.
Πες μου για τα παιδάκια μου... εδείλιασα... νυστάζω.
Μελέτα μού τα, μάνα μου, ν’ ακούω στ’ όνειρό μου
πως τα `χω στο πλευρό μου.

Καθώς κρύβεται στα φύλλα το χειμώνα το πουλί,
για να μη το βρει το χιόνι, το νερό κι η αστραπή
καθώς κρύβεται στου ρόδου τη μυρόβλητη αγκαλιά
η αθώα η πεταλούδα για να φύγει τη δροσιά
έτσι κρύβεται η Φροσύνη μες στον κόρφο τον πιστό
της Χρυσής, που την κοιτάζει με κρυφόνε στεναγμό.

Κλει τα βλέφαρα τα μαύρα, δεν ακούεται η καρδιά
μες στα στήθη της σαν πρώτα τρομασμένη να χτυπά.
Η Παρθένος την λυπήθη.
Τι γλυκά π’ απεκοιμήθη!

Ξύπνα, ξύπνα και χτυπούνε. Ύπνος, θάνατος, ζωή,
μια στιγμή τα συνενώνει, τα χωρίζει μια στιγμή.
Ξύπνα, δύστυχη, τον ύπνο ζωντανή μην καρτερείς
στο κρεβάτι σου το μαύρο να χορτάσεις, να χαρείς,
ξύπνα κι αύριο θα λάβεις άλλο στρώμα δροσερό
και προσκέφαλο το κύμα και σεντόνι τον αφρό.

Ξύπνα, δύστυχη Φροσύνη, ο φονιάς σου σε ζητεί,
άνοιξέ του, μη φοβάσαι, η Παρθένο σε θωρεί.
Τρίζει η θύρα, τρέμει, πέφτει
στα χτυπήματα του κλέφτη.

Ξαφνίζεται στον ύπνο της... Τα μάτια της ανοίγει,
ο φόβος τηνε πνίγει.
Στέκετ’ εμπρός της άφωνος ο γέρος ο Βιζίρης
και πίσω του ο Ταχήρης.
Το πρόσωπό του είναι φωτιά, τα μάτια του γυαλίζουν
κι ανήσυχα γυρίζουν.

Μισόγυμνη την έβλεπε, μονάχη στο κρεβάτι,
την τρώει με το μάτι.
Ποιος Άδης τον εγέννησε, ποια γη τονε βαστάει;
Γιά ειδές, χαμογελάει,
κι ασπρίζουνε τα δόντια του μες στο πλατύ του στόμα,

λαίμαργο σαν το χώμα.
Ποτέ της δεν εχτύπησε καθώς χτυπά η καρδιά του,
θα σπάσει τα πλευρά του.
Σα φλόγ’ από το λάρυγγα φυσάει ο ανασασμός του,
καμίν’ είν’ ο λαιμός του.

Και τα πλατιά τα στήθη του π’ ανεβοκατεβαίνουν
λες και τη φλόγα του φυσούν κι αγέρα τη χορταίνουν.

Σιγά, σιγά το χέρι του με τρόμο ανασηκώνει
κι επάνω της τ’ απλώνει.
Τα δάχτυλά του φέγγουνε, ζωσμένα δαχτυλίδια,

λες κι είναι τόσα φίδια,
οπού στον ήλιο λάμπουνε φαρμακοστολισμένα,
μες στ’ άνθη ξαπλωμένα.
Και δεν τολμούσε ο δαίμονας τη δύστυχη ν’ αγγίσει,
μήπως και την ξυπνήσει.

Έμειν’ εκεί κρεμάμενο του Αλήπασα το χέρι
σαν να `τανε μαχαίρι.
Βαρύ, βαρύ σα σίδερο, σιγά το κατεβάζει
τα στήθη της κοιτάζει.
Κι εκείνη, π’ ονειρεύεται την πρώτη παρθενιά της,

τα κρύβει σαν παιδιά της,
και τα κρατεί σφιχτά σφιχτά, φοβείται μην τα χάσει
μη κάποιος της τ’ αρπάσει.
Το χέρι ωστόσο του φονιά είναι σιμά κι εγγίζει.
Σα σπίθα η Φρόσω επέταξε, κι εμπρός του γονατίζει.

Φροσύνη
Βιζίρη, μην καταδεχθείς μιαν άχαρη γυναίκα
που σέρνεται στα πόδια σου, να την καταφρονέσεις.
Τρέμουν οι πέτρες που πατείς, ραγίζονται κι οι βράχοι,
το πάτημά σου σαν ακούν, Βιζίρη, να διαβαίνει.
Κονιορτός, που σβήνομαι κι οπού με παίρνει ο αγέρας,

λυπήσου με, κι επάνω μου, Βιζίρη, μην πατήσεις.
Λησμόνησε μιαν ορφανή και μια δυστυχισμένη,
οπού έχει χρεία από ζωή για να δακρύσει ακόμη.
Το πτώμα σαν το θάψουνε και το πλακώσ’ η πέτρα,
τ’ αφήνουνε, το λησμονούν, δεν το ξυπνά κανένας.

Πτώμα κι εγώ, Βιζίρη μου, άφες με να με φάγουν
σαν άλλο χώμα ζωντανή, τα δάκρυα κι ο πόνος.
Με βλέπεις... εμαράθηκα. Λυπήσου με, εσπλαχνία!

Εκοίταζε ο Αλήπασας στα πόδια του απλωμένο
το ζωντανό το λείψανο να κλαίει, να στενάζει,

κι ανατριχίλα μυστική και μυστική τρομάρα
του πέρασε τα κόκαλα και του δαγκά τα σπλάχνα.
Το τρομερό τ’ αμάρτημα, που μέσα του φωλιάζει,
τρώγει, ξεσχίζει την καρδιά, που το `πλασε στον κόσμο,
καθώς τα τέκνα της οχιάς ξεσχίζουνε και τρώγουν

τη μήτρα που τ’ ανάθρεψε, και πριν να γεννηθούνε
το πρώτο το φαρμάκι τους στη μάνα τους χαρίζουν.
Τα μάτια του έριξε ο Αλής στα μάτια του Ταχήρη
και τον προστάζει σιωπηλά να τραβηχθεί, να φύγει.
Ο δούλος τον υπήκουσε, και φεύγοντας μαζί του

σύρει και παίρνει τη Χρυσή, που εστέκετο στην άκρη.

Αλής
Σήκου, Φροσύνη, από τη γη, σήκου και κοίταξέ με.
Τα τρυφερά σου γόνατα δεν τα `πλασεν η φύσις
εμπρός σ’ εμέ να σέρνονται, στη γη να γονατίζουν.
Μη με φοβείσαι. Σ’ αγαπώ σαν να `μουνα...πατέρας.

Σήκου, παιδάκι μου, μην κλαις, έλα στην αγκαλιά μου,
ν’ ακούσω ποιος ο πόνος σου, να σε παρηγορήσω.
Αλίμονο σ’ εκείνονε που σ’ έκαμε να κλάψεις!

Φροσύνη
Όχι, Βιζίρη μου, κανείς δε μὄφταιξε στον κόσμο
η μοίρα με κατάτρεξε, του γάμου μου η κατάρα.
Σ’ ευχαριστώ, πατέρα μου... Πώς; Έφυγε η Χρυσή μου;

Αλής
Μη σκιάζεσαι. Την έστειλα λίγο νερό να φέρει,
σαν είδα που `σουν άφωνη, αχνή και λιγωμένη,
τ’ αγγελικό σου πρόσωπο, Φροσύνη, να ραντίσω,
Τώρ’ έρχεται, παιδάκι μου. Δεν είμ’ εγώ σιμά σου;

Ακούμβησε το μέτωπο στα πατρικά μου στήθη,
παρηγορήσου μια στιγμή, ησύχασε, μη τρέμεις.
Πώς είναι τα μαλλάκια σου βρεγμένα από το δάκρυ!
Άφησε με τα χέρια μου γλυκά να τα σφογγίσω.

Επίστεψε τα λόγια του, επίστεψε η Φροσύνη,
στην αγκαλιά του Αλήπασα ανάπαυση πως θά βρει,
κι εφίλησε τα χέρια του κι επάνω στην καρδιά του
το λυπημένο μέτωπο το ρίχνει να ησυχάσει.
Τα γένια του εκυμάτιζαν και κρέμονταν να πέσουν
σαν καταρράχτης ποταμού απ’ του βουνού το βράχο.

Ωστόσο την εχάιδευε, στα δάχτυλά του νιώθει
το τρεμουλιό του έρωτος και λίγο λίγο σφίγγει
το πρόσωπο στον κόρφο του, που `ναι φωτιά και φλόγα.
Η Φρόσω ακόμη επίστευε. Το φίδι π’ αγκαλιάζει
γλυκά την απεκοίμιζε και τηνε φαρμακώνει.

Κι εκεί, που εκείνη η δύστυχη επάνω του ακουμβούσε
ακούει μες στα στήθη του το αίμα του να βράζει
και την καρδιά του να χτυπά σαν να `θελε ν’ ανοίξει.
Τρομάζει, διαλογίζεται, θυμάται, ανατριχιάζει.
Θέλει να φύγει, δεν μπορεί, τα χείλη του Βιζίρη

εγγίζουνε τες τρίχες της, κολλούνε στα μαλλιά της.
Ο δράκοντας την άρπαξε, την έχει μες στο στόμα
και της βυζαίνει την ψυχή και την ροφά με λύσσα.
Εσύ, που παραστέκεσαι, Παρθένο, βοήθησέ την!
Σαν έλαφος, σαν λύκαινα, που νιώθει στα πλευρά της

το βόλι που της έριξεν ο κυνηγός στο λόγγο,
ταράζετ', ανδρειεύεται, πηδά μακρά και λυέται
από τα χέρια του Αλή, που την αλυσοδένουν.
Αγρίεψε το μάτι της, ολόρθη τον κοιτάζει,
την είδ’ ο Αλής κι εσβήστηκε, δειλιάζει, γονατίζει.

Αλής
Φροσύνη, γιατί μὄφυγες! Ευχαριστήσου τώρα,
που βλέπεις στα ποδάρια σου το φοβερό Βιζίρη.
Ποτέ, ποτέ τα γόνατα δεν έκλινε στον κόσμο,
και τώρα, ιδές, εμπρός σ’ εσέ το μέτωπό μου σκύφτει.
Το μυστικό μου το `μαθες, μ’ επρόδωκ’ η καρδιά μου.

Αν ημπορούσα μόνος μου, μ’ αυτά, μ’ αυτά τα χέρια
σκληρά θα την ξερίζωνα, για να σου τηνε δείξω.
Φροσύνη, ναι, σ’ αγάπησα, δεν ντρέπομαι, το λέω.
Αν άσπρισ', αν εγέρασα, για σε θα ξανανιώσω.
Άκουσες μες στα στήθη μου το αίμα μου πώς βράζει.

Είναι κι ο Πίνδος κάτασπρος και γέρος σαν εμένα.
Φροσύνη, ιδές τον Πίνδο σου με τα παλιά του χιόνια
εμπρός σου γέρνει την κορφή, σ’ απλώνει να πατήσεις
τα δροσερά του σύγνεφα, τα κρύα τα νερά του.
Μη με κοιτάζεις άγρια τα πλούτη μου, η ζωή μου

είναι δικά σου, πάρε τα, για ένα γλυκό σου λόγο,
για μια ματιά σου εσπλαχνική σου δίνω ό,τι κι αν έχω
κάθισ’ εσύ στο θρόνο μου, ζωσου τη δύναμή μου.
Δε θέλω τίποτε για με, δε σου γυρεύω, Φρόσω,
παρά τον γέρο τον Αλή καμιά φορά ν’ αφήνεις

στον ίσκιο σου, δαφνούλα μου, να παίρνει λίγον ύπνο.
Επέρασαν χρόνοι πολλοί, που δε σφραγίζω μάτι,
βαρέθηκα τη δόξα μου, έφαγα τη ζωή μου
κι ακόμη δεν εγνώρισα στον κόσμο την αγάπη.
Φροσύνη, αγάπησέ με συ, σε λίγο θα πεθάνω,

δικά σου είναι τα Γιάννινα, όλα δικά σου να `ναι.
Δεν παίρνω τίποτε μ’ εμέ βαθιά στο μαύρο μνήμα,
τίποτε, Φρόσω, τίποτε μη στερηθείς για μένα,
παρά δυο πήχες σάβανο κι ένα στερνό φιλί σου.
Σπλαχνίσου με, σπλαχνίσου με, είσαι Θεός για μένα.

Ώς τώρα δεν επίστεψα και τώρα τον πιστεύω.
Πιστεύω την εικόνα σου, πιστεύω την Παρθένο,
το βάφτισμα, το μύρο σου, πιστεύω πως υπάρχει
μια δύναμις ανώτερη, πὄπλασ’ εσέ, Φροσύνη.
Αρνούμαι τον προφήτη μου για να μπορέσω νά `λθω

μαζί με σε στον ουρανό, και την στερνή την ώρα
να νιώσω τα χεράκια σου να δένουν τα δικά μου.
Πες μου, τι άλλο μού ζητείς; Πες μου, τι άλλο θέλεις;
Φροσύνη, ιδές τα μάτια μου... Ευλογημένη να `σαι,
που τα `καμες κι εδάκρυσαν. Παιδί μου, μη μ’ αφήσεις.

Παιδιά δεν έχω, εφύγανε, ποιος ξέρει αν θα γυρίσουν!
Σπλαχνίσου με τον δύστυχο, έχε με σαν πατέρα.
Έλα, Φροσύνη μου, έσπλαχνη να με γεροκομήσεις.
Λυπήσου με, λυπήσου με, μη μ’ αγριοκοιτάζεις.

Κι εδάκρυζεν ο δαίμονας, έσερνε τα μαλλιά του,
κι έδερνε τα πλευρά του.
Τον πνίγει το παράπονο, το μέτωπο εχτυπούσε
και μέσα του εγελούσε.
Μέν’ η Φροσύν’ ακλόνητη, τα χέρια σταυρωμένα,
δε σκιάζεται κανένα.

Εκοίταζε το κόνισμα, τη μόνη της ελπίδα,
και βλέπει μιαν αχτίδα,
που βγαίνει από τη Δέσποινα κι έρχεται τη φωτίζει.
Την είδε κι ο Αλήπασας και τρέμει και μουγκρίζει.

Φροσύνη
Σήκου, Βιζίρη, κι είν’ αργά! Δεν έχω εδώ σιμά μου
ούτε πατέρα, ούτ’ αδερφό, ούτε παιδιά, ούτ’ άνδρα,
τον κόσμο τον αρνήθηκα. Χάρου τη δύναμή σου,
τη δόξα σου, τα πλούτη σου, κι άφες με να πεθάνω
στη σκοτεινιά μου ήσυχη. Άλλο καλό δε θέλω.
Τραβήξου τώρα, κοίταξε, Βιζίρη, την Παρθένο
δε σε φοβίζει του Θεού το φοβερό το μάτι;

Αλής
Δε με φοβίζ’ η κόλαση, που μ’ άναψες στα στήθη,
και θα φοβίσουν τον Αλή τα ξύλα κι οι αχτίδες;
Φροσύνη, επαρακάλεσα, έκλαψα τόσην ώραν.
Θυμήσου πως τα δάκρυα τα `σωσα, δεν έχ’ άλλα...

Ορθός μεμιάς σηκώνεται, το πάτημά του παίρνει.
Τι λύσσα τονε δέρνει!
Τα χείλη του εκοκκίνισαν, λες κι είναι ματωμένα
και τρέμουνε κλεισμένα.
Εγρύλλωσε τα μάτια του, βογκά, φυσομανάει
σα λύκος που διψάει.
Ετρίξανε τα δόντια του και τ’ άκουσε η Φροσύνη.
Αρχίζει πόλεμος σκληρός. Παρθέν', ελεημοσύνη!

Φροσύνη
Αλήπασα, μη βλασφημάς, θυμήσου πως υπάρχει
ένας Θεός και τὄδωκα σήμερα την ψυχή μου.

Αλής
Και το Θεό σου το Μουχτάρ, Φροσύνη, τον αρνήθεις;
Είναι νωπά τα χείλη σου ακόμη απ’ τα φιλιά του!
Τα δάχτυλα, που εσφίξανε τον κόρφο, το λαιμό σου,
αφήκαν τα σημάδια τους τα βλέπω, τα χωρίζω.
Και συ τον ελησμόνησες και παίρνεις εραστή σου

το φάντασμα που κάθεται στον ουρανό, στα νέφη;
Ανατριχιάζεις που μ’ ακούς; Το βλέπεις, δε φοβούμαι,
Φροσύνη, την εικόνα σου. Ίσως στον άλλο κόσμο
να `ν’ ο Θεός σου δυνατός, εδώ κανένας άλλος
μπρος στο Βιζίρη τον Αλή δε ζει και δεν ορίζει.

Είσαι δική μου, θα το ιδείς. Έταξα της καρδιάς μου
απόψε στο κρεβάτι μου χάρισμα να σε δώσω.
Μάθε και συ πως ο Αλής το τάζει και το κάνει.
Φροσύνη, επαρακάλεσα, εφίλησα το χώμα
που επάτησε το πόδι σου. Δυστυχισμένη που `σαι!

Τώρα θα ιδούμε ποιος Θεός και ποια Κυρά Παρθένο
θα μ’ εμποδίσει τα φτερά σαν αετός ν’ απλώσω,
να καταπέσω επάνω σου στα νύχια να σε πάρω!
Φροσύνη, έφυγε ο Μουχτάρ και φεύγοντας δε μου `πε
παρ’ όλη την αγάπη μου σ’ εσέ, σ’ εσέ να δώσω.

Σου τηνε δίδω, την πατείς... τι μένει στον πατέρα;
Φροσύνη
Δάγκασε, δάγκασε, σκορπιέ, τη δίψα σου να σβήσεις,
βύζαξ’ από τη φλέβα μου, ρόφηξε το φαρμάκι
που επότισες το αίμα μου, γενιά καταραμένη.
Απόψε δε σε σκιάζομαι. Φονιά, τι με κοιτάζεις!

Αλής
Φροσύνη, δε με σκιάζεσαι; Ποιος άνθρωπος στον κόσμο
τέτοιονε λόγο επρόφερε κι ημπόρεσε να ζήσει;
Και συ θα ζήσεις, δύστυχη, θα ζήσεις στο πλευρό μου.
Μη με σκληραίνεις, άκουσε τα λόγια τα στερνά μου.
Αγάπησέ με, δώσε μου ένα φιλί, Φροσύνη,
άλλο για απόψε δε ζητώ, φιλούν τους πεθαμένους
και συ δεν καταδέχεσαι να ρίξεις, να πετάξεις,
σ’ εμένα, που `μαι ζωντανός, ένα φιλί για χάρη;

Φροσύνη
Αν μ’ έκαμνεν η μάνα μου οχιά, μονομερίδα,
θα σ’ εφιλούσα, πίστεψε, Βιζίρη, μες στο στόμα.

Αλής
Αν έφταιξεν η μάνα σου, Φροσύνη, τι σου φταίω;
Τη χάρη, που επεθύμησες, την έχω εγώ για σένα.
Μ’ έκαμ’ η Χάμκω δράκοντα, αστρίτη κι ακονάκι.
Ας σμίξομε τα χείλη μας, έλα να μοιρασθούμε
το χάρισμα της μάνας μου. Το μαύρο μου φαρμάκι,
σα μυστικόνε θησαυρό, το φύλαξα ώς τα τώρα
κρυφά μέσα στη γλώσσα μου. Το θέλεις; Σου το δίνω...

Όρμα και πέφτει επάνω της, κρεμιέται στο λαιμό της,
παλεύουνε τα δυο στοιχειά, έγκλημα κι αθωότης,
και μάχονται και πολεμούν ποιο τ’ άλλο να χαλάσει.

Με καρδιοχτύπι τρομερό τα κοίταζεν η πλάση.
Κρυφή αχτίδα φεγγαριού, αχνή και φοβισμένη
διαβαίνει το παράθυρο και τρέμοντας προσμένει
να ιδεί τη μάχη τη φριχτή, τη μαύρη ανεμοζάλη,
να μάθει αν πρέπει να σβηστεί, ποτέ να μη προβάλει,

ή άγγελος στον ουρανό χρυσά φτερά ν’ απλώσει,
της νίκης της ανέλπιστης την είδηση να δώσει.
Τα νυχτοπούλια γρούζουνε, χτυπούνε τα φτερά τους,
και δείχνουν τη χαρά τους.
Χαμογελούν τα ροδαρά της Δέσποινας τα χείλη,

σπιθοβολεί και χαίρεται το φως μες στο καντήλι,
και ζωντανεύει η φλόγα του και λες πως θα ν’ αστράψει
πως θα να γενεί κεραυνός το δαίμονα να κάψει.
Τα βάγια που το κόνισμα στολίζουν μαραμένα,
τώρα βλαστήσανε χλωρά και φαίνοντ’ ανθισμένα.

Η δάφνη τους πρασίνισε, δεν τρίβεται, δεν τρίζει
και στεφανώνει την Κυρά, μοσχοβολά, μυρίζει.
Ένα πουλί, π’ ανάθρεψε μες στο κλουβί η Φροσύνη,
που του `χε μάθει το κεχρί στο στόμα να του δίνει,
στον ύπνο του ξαφνίζεται, χτυπιέται, αναφτεριάζει

και την κυρά του κράζει.
Ακολουθούσε ο πόλεμος, και του φονιά το χέρι
αιμάτωσε στο πρόσωπο το μαύρο περιστέρι.
Εκρέματο στα νύχια του το δέρμα της κομμάτια.
Σαν αναμμένα κάρβουνα ελάμψανε τα μάτια.

Την έδεσε στα χέρια του, τη σφίγγει, την πλακώνει
και για ν’ αρπάξει το φιλί τα χείλη του τεντώνει.
Βλέπει το αίμα πὄσταζε, νιώθει τη μυρωδιά του
κι εξύπνησε περσότερο η δίψα στην καρδιά του.
Φουσκώνουν, αναδεύονται οι φλέβες στο λαιμό του

κι αστράφτει ένα χαμόγελο πικρό στο πρόσωπό του
ακόμη δεν την έγγισε... σιμά της ανασαίνει
κι από μακρά χορταίνει.
Τα χείλη του επλησίασαν... "Παρθένε, βόηθησέ με!"
εφώναξεν η δύστυχη, "Κυρά μου, λύτρωσέ με!".

Κι ευθύς στα δυο τα χέρια της, αδύνατα και κρύα,
ανέλπιστη κατέβηκεν η δύναμις η θεία
και λύεται και τινάζεται και φεύγει του φονιά της.
Την έχασε ο Αλήπασας. Κοιτάζει... τα μαλλιά της
ελάμπανε στον ώμο της. Ετρόμαξε, του εφάνη

πως είδε στο κεφάλι της το μυστικό στεφάνι.
Το φοβερό τ’ αμάρτημα, οπού είχε μελετήσει,
τ’ ανάφτει πάλε στην καρδιά και θέλει να νικήσει.
Εδάγκασε τα δάχτυλα, τη σάρκα του ξεσχίζει
και βλασφημά, μουγκρίζει.

Και τρέχει, τρέχει επάνω της, ορμά να τηνε φθάσει,
και δεν μπορεί το φάντασμα στα δάχτυλα να πιάσει.
Σημαίνουν τα μεσάνυχτα, ελάλησε τ’ ορνίθι
κι εκείνη η ώρα τὄδωκε νέαν ψυχή στα στήθη.
Σα νυχτερίδα επέταξε, την έχει, την αρπάζει

κι εκεί που στέκει η Δέσποινα μ’ ορμή τηνε τινάζει
ρίχνει το χέρι στο λαιμό και τ’ άλλο το σηκώνει
και τη μητέρα του Θεού χτυπά και φασκελώνει.
Κρημνίζεται το κόνισμα, εσβήσθη το κανδήλι...
Τα νυχτοπούλια ρυάζονται σα λυσσασμένοι σκύλοι

πέφτουν τα βάγια επάνω του, του δέρνουν το κεφάλι,
τονε ταράζει ζάλη.
Εθόλωσαν τα μάτια του, τηράζει ολόγυρά του,
τρομάρ’ ακατανόητη σφίγγει το λάρυγγά του,
θέλει ν’ απλώσει στ’ άρματα, θυμάται το μαχαίρι,

κι είναι βαρύ το σίδερο, παράλυτο το χέρι.
Μένει βουβός ο άθεος, σα μάρμαρο, σαν ξύλο
τρίζει η καρδιά στα στήθη του, σα μαραμένο φύλλο,
και δεν τολμά να κινηθεί και δεν τολμά να κρίνει,
μήπως ακούσει τη φωνή, το χτύπο του η Φροσύνη.

Θαμένος ολοζώντανος, βαθιά μέσα στον Άδη,
φορεί για μαύρο σάβανο της νύχτας το σκοτάδι
και κρύβεται, μαζώνεται άφωνος σαν το πτώμα,
που το σκεπάζει χώμα.
Τρισκότιδο και σιωπή! Απέθαναν, ή ζούνε;...

Μες στο κανδήλι της Κυράς οι σπίθες ξεψυχούνε
λάμπουν ακόμη μια φορά, τρέμουνε, ψιθυρίζουν
ένα κρυφό χαιρέτισμα και σβηώνται και καπνίζουν.
Άβυσσος, πίσσα εσφράγισε τα μάτια του Βιζίρη
μόν’ η αχτίδα, πὄμβαινε από το παραθύρι,

σαν άλλο δάχτυλο Θεού, τ’ αχνό το φως της χύνει,
σπιθοβολεί χαρούμενη και δείχνει στη Φροσύνη
ένα μαχαίρι ολόχρυσο στη μέση του φονιά της.
Σαν αστραπή του τ’ άρπαξε, το `χει στα δάχτυλά της
και το κρατεί με δύναμη κι εμπρός του το τινάζει

και τρομερά φωνάζει:
"Μη ταραχθείς, Αλήπασα, δε βλέπεις στο πλευρό μου
ποιόν έχω βοηθό μου;
Το χνότο σου κατάπιε το, το θέλω, το προστάζω.
Να μην εγγίσει επάνω μου, Αλή, γιατί σε σφάζω".

Κι ενώ τον εφοβέριζε κι ενώ νικά το φίδι,
χωρίς να θέλει το κεντά με το χρυσό λεπίδι.
Γνωρίζει το μαχαίρι του στο κρύο κέντημά του,
η σάρκα του ανατρίχιασεν, επάγωσε η καρδιά του.
Ρέει το αίμα του ζεστό, την τραχηλιά του βρέχει

κι επάνω του σαν ερπετό γλιστρά κρυφά και τρέχει.
Έκαμε η χάρις του Θεού και του φωτός το βλέμμα
δεν είδε, δεν εγνώρισε τ’ Αλήπασα το αίμα.
Η νύχτα, που το κοίταξε, σαν Άδης μελανιάζει
και με μαυρίλα τρομερή το πρόσωπο σκεπάζει.

Εγνώρισε το θάνατο. Σαν άσπονδος εχθρός του
ο Χάρος στέκει εμπρός του.
Πέφτει στη γη και σέρνεται μακρ’ από τη Φροσύνη,
θέλει να κράξει τον Ταχήρ, και δεν τολμά να κρίνει.
Σέρνεται πάντα σα σκορπιός, το σκότος ψηλαφίζει,

βρίσκει τη θύρα ανέλπιστα, απλώνει, την εγγίζει.
Αγάλια, αγάλια σκώνεται ολόρθος και κοιτάζει,
κανείς δεν τον ακλούθησε, κανείς δεν τονε κράζει.
Σιγή, σιγή βαθύτατη, και μόνον σε μιαν άκρη
ακούει κάτι που έσταζε στο πάτωμα σα δάκρυ,

και λίγα λόγια απόκρυφα σαν κι επαρακαλούσε
η Φρόσω την Παρθένο της και την ευχαριστούσε.
Όσο μακρύ κι αν ήτανε το φοβερό το χέρι,
δεν φθάνει το μαχαίρι.
"Ταχήρ, Ταχήρ, εφώναξε, τρέχα σ’ εμέ, Ταχήρη!

Τρεχάτε, πώς δε φαίνεσθε; Θα σφάξουν το Βιζίρη!".
Πλακώνει η άλλη κόλασις, Ταχήρης και φονιάδες
με τα σπαθιά ξεγύμνωτα, με φώτα, με λαμπάδες,
και βλέπουν τον Αλήπασα χλωμό σα θειαφοκέρι
και τη Φροσύνη ακίνητη, που εβάστα το μαχαίρι.

Ορμούν να την αρπάξουνε, να τηνε καταπιούνε
η Φρόσω δεν εσάλεψε κι εκείνοι δεν τολμούνε.
Με μια ματιά του Αλήπασα, που πάλε ζωντανεύει,
έμειναν όλοι ακίνητοι, κανείς τους δε σαλεύει.
Χτυπούν, σφυρίζουν τα σπαθιά, φωλεύουνε στη θήκη,
και καρτερούν οι λύκοι.

Αλής
Παιδιά μου, με προφθάσατε στην ώρα τη στερνή μου.
Απόψε με ξεθάψατε. Να `χετε την ευχή μου!
Έμεινα έρμος κι άχαρος τώρα στα γερατειά μου
μακρά, μακρά στον πόλεμο επήγαν τα παιδιά μου.

Εψές μες στα μεσάνυχτα ήλθ’ ο Μουχτάρ σ’ εμένα
μ’ εντροπαλό το πρόσωπο, με βλέφαρα κλαμένα.
Μ’ αγκάλιασε, μ’ εφίλησε, μ’ άνοιξε την ψυχή του
και μου γυρεύει γιατρικό για μια σκληρή πληγή του.
Μου λέγει πως αγάπησεν, ανάθεμα την ώρα,

οπού δεν είναι τος εδώ, να τη γνωρίσει τώρα,
μιαν άπιστη, μια Χριστιανή... κοιτάξετε, είν’ εκείνη.
Με παρεκάλεσε θερμά να πάρω τη Φροσύνη
και να την έχω σαν παιδί. Αδύνατος πατέρας,
έταξα μες στον κόρφο μου να κρύψω αυτό το τέρας.

Ήλθα μαζί σας να την δω, κι εκεί που μ’ αγκαλιάζει
άρπαξε το μαχαίρί μου βλέπετε την πληγή μου;
Παιδιά μου με προφθάσατε. Να `χετε την ευχή μου!

Σιωπηλή στην άκρη της έστεκεν η Φροσύνη,
άκουσεν, εγονάτισε και το μαχαίρι αφήνει.

"Παρθένο μου, σπλαχνίσου με, Κυρά μου, μη μ’ αφήσεις,
κι έλα μ’ ένα χαμόγελο τα μάτια μου να κλείσεις".

Αλής
Ταχήρ, πιστέ μου, τήραξε! Ποιος ήθελε πιστέψει
παιδιά σ’ εκειά τα στήθη της πως ήθελ’ αναθρέψει!
Τα δύστυχα τ’ αρνήθηκε μικρά, παραιτημένα,
επάνω κάτω σέρνονται γυμνά και πεινασμένα.
Τ’ απάντησα στο δρόμο μου κι επόνεσε η ψυχή μου
τους έδωκα να πάρουνε ψωμί και την ευχή μου.
Κι απόψε με το αίμα μου ηθέλησε η Φροσύνη
να μου πλερώσει τρίδιπλα την ελεημοσύνη!
Πέτε μου σεις, παιδάκια μου, τ’ Αλήπασα τι μένει;

Όλοι εφώναξαν μεμιάς "Να σώσει κρεμασμένη!".

Αλής
Όχι, πιστοί μου, τι θα πει το μαύρο το παιδί μου;
"Πατέρα μου, ελησμόνησες πως ήτανε δική μου
κι επήγες και την έδειξες στο φως ξεγυμνωμένη,
μ’ ένα σχοινί στην τραχηλιά, σε ξύλο κρεμασμένη;
Πατέρα, δεν εντράπηκες για με τα κρέατά της
να ιδεί, που ελαχταρίζανε, ο κόσμος ο διαβάτης;
Πατέρα μου, άλλος θάνατος εχάθηκε, δεν μένει;"

Κι εκείνοι πάλ’ εφώναξαν "Στη λίμνη πινιμένη!"

Αλής
Παιδιά μου, θεία φώτισις! Το δροσερό το κύμα
ας λάβει, ας λάβει η δύστυχη κρεβάτι της και μνήμα.
Είναι διπλό το κρίμα της. Το αίμα το πιστό μας
εμόλυνε σα Χριστιανή, ύβρισε το Θεό μας,
επρόδωκε τον άνδρα της, έκλεψε το παιδί μου.

Εγώ τηνε συχώρεσα. Για με, για τη ζωή μου
εκδίκηση δε σας ζητώ, δε θέλω άλλη παιδεία.
Ποτέ δεν εμετάνιωσα σαν έκαμα εσπλαχνία.
Αύριο βράδυ πριν να βγει στον ουρανό η σελήνη,
ύπνο βαθύ κι ατάραχο να χαίρεται η Φροσύνη.

Μαζί σας τώρα πάρτε την, πιάστε τη με γλυκάδα,
μη τύχει και χαλάσετε μιαν τέτοιαν ευμορφάδα.
Μη σφίξετε τα χέρια της, που `ν’ απαλά σαν χιόνι,
βρέξετε λίγο το σχοινί, να μην τηνε πληγώνει.
Σηκώστε την στην αγκαλιά, για να μην αποστάσει,

κι αγάλια, αγάλια απλώστε την τη μαύρη να ησυχάσει.
Ο γιος μου την αγάπησε, την είχε μαθημένη
από νυφάδες εύμορφες να `ναι τριγυρισμένη.
Δε θέλω, εγ’ ο πατέρας του, ν’ αφήσω τη Φροσύνη
έρημη κι ολομόναχη μες στο νερό να μείνει,

να σκιάζεται στον ύπνο της, στο βράχο να χτυπιέται
χωρίς να `χει ένα σύντροφο, και να με καταριέται.
Δεκάξι να διαλέξετε απ’ όσες την γνωρίζουν
να συντροφέψουν την Κυρά, μ’ αφρούς να την στολίζουν.
Να `ν’ όλες πρωτοστέφανες. Απόψε θα τες δώσω

τη λίμνη μου για χάρισμα και δέσποινα τη Φρόσω.
Συρέτε να τες εύρετε, συρέτε απ’ όνομά μου...
Απόστασα, εδείλιασαν τ’ άχαρα κόκαλά μου.
Είμαι, παιδιά μου, γέροντας, θα πάγω να ησυχάσω.
Συρέτε μόνοι, δεν μπορώ, παιδιά μου, να σας φθάσω.
Φρόντισε συ, Ταχήρη μου, τα λόγια μου θυμήσου...
Φροσύνη, καλονύχτησε, γλυκά, γλυκά κοιμήσου.

Έφυγ’ εκείθε μοναχός. Τα μάτια του σηκώνει
και μια βλαστήμια ανήκουστη στον ουρανό καρφώνει:
"Σταυρέ, Σταυρέ, μ’ ενίκησες! Χρώσταγε αυτή τη χάρη
σε μια... σε μια Μαγδαληνή. Χαρά στο παλληκάρι,
που επάλεψε για σένανε. Τώρα μ’ εσέ τριτώνει..."

Η γλώσσα του έσταζε χολή, το χώμα φαρμακώνει.
Αφρίζανε τα χείλη του, κρυφή, κρυφή τρομάρα
εχώνεψε στα στήθη του. Σαν άδικη κατάρα
βουβό, βουβό τ’ Αλήπασα διαβαίνει το ποδάρι,
ξυπνούν και φεύγουν τα ερπετά, κρυμμένα στο χορτάρι.
Χωρίς να θέλει επέρασε και βλέπει στο πλευρό του
γιγαντιαίο φάντασμα, το μαύρο Πλάτανό του.
Του εφάνηκε που εγλίστρησε... εσβήστηκε, τρομάζει,

κι ένα κλαδάκι χαμηλό στα δάχτυλά του αρπάζει.
Εσείστηκεν ο πλάτανος, τα φύλλα τα ξερά του
έτριξαν, ανεμίσανε, σκορπούν ολόγυρά του.
Ο άνεμος ανάδευε του δένδρου τα κλωνάρια
κι οι ίσκιοι μυρμηγκιάζανε τ’ Αλή μες στα ποδάρια.

Τα μάτια του, που εθάμβωσαν, τα βλέπουν και πιστεύουν
πως είναι φίδια φτερωτά, που γύρω του χορεύουν.
Χύνεται, φεύγει, εκάπνισε, και λέγουν πως το ξύλο,
που εβάσταξε ο Αλήπασας, ποτέ κανένα φύλλο
ποτέ δεν εξεφύτρωσε, γυμνό, φωτοκαμμένο,

έμεινε στείρο πάντοτε ωσάν αφορεσμένο.
Έφθασε στο κρεβάτι του, απλώνεται και γέρνει,
ολονυχτίς το μάτι του δεν κλει και παραδέρνει.

Μόνοι εμείνανε οι φονιάδες, εκοιτάξαν τον Ταχήρη
και κρυφά χαμογελούνε για τα λόγια του Βιζίρη
λες και σκιάζονται κι εκείνοι μια γυναίκα μοναχή
και προσμένουνε να ιδούνε τον Ταχήρ να κινηθεί.

Εις την άκρη της κι η Φρόσω, πάντοτε γονατισμένη,
δε στενάζει, δε δακρύζει και σχεδόν δεν ανασαίνει.
Με τα χέρια σταυρωμένα, με τα μάτια της ψηλά,
λες και τώρα δε φοβείται να τηράξει την Κυρά.

Απ’ την ώρα πὄχει ακούσει το σκληρό το θάνατό της,
μια ουράνια γαλήνη πλημμυρεί το πρόσωπό της.
Δεν ανήκει πλια του κόσμου, λες κι εχάθη το κορμί
και δε μένει στη Φροσύνη παρά κάλλος και ψυχή.

Σταματά στο μέτωπό της η φωτι’ από τες λαμπάδες
σαν μαρτύριου στεφάνι, που της δίνουν οι φονιάδες.
Αναδεύονται τα χείλη ροδαρά σαν την αυγή,
μοσχολίβανο μυρίζει, μυστικά παρακαλεί:

"Αν τα τόσα καταφρόνια, αν τα τόσα δάκρυά μου,
δεν επλύναν την ψυχή μου και το κρίμα, Δέσποινά μου,
δώσ’ μου κι άλλα, δώσ’ μου κι άλλα, νά `λθω η μαύρη καθαρή,
όπως ήμουνα, Κυρά μου, στης μητρός μου το βυζί".

Επαράδωκε τα χέρια μοναχή της η Φροσύνη
δροσερά σαν το νεράκι, άσπρα κάτασπρα σαν κρίνοι.
Ο Ταχήρ ορμά, τ’ αρπάζει και της τα `δεσε σταυρό,
το σχοινί τραβά με λύσσα, βλασφημώντας το Χριστό.

Της τα σφίγγει, της τα σφίγγει κι ο ληστής της δε χορταίνει,
Αίμα ίδρωσε το δέρμα κι ο φονιάς της ανασαίνει.
"Τα παράσφιξες, Ταχήρη... δε σου φεύγω, μου πονεί.
Κοίταζε, βαθιά στη σάρκα πώς εμπήκε το σχοινί".

Ούτ’ απόκριση δε δίνει, τηνε σπρώχνει, τηνε σύρει,
εθυμήθηκε τα λόγια, βλέπει εμπρός του το Βιζίρη.
Επεράσανε τη θύρα, βγαίνουν έξω στην αυλή.
Η Φροσύνη τι γυρεύει; με το μάτι τι ζητεί;

Η γλυκιά της παραμάνα σε μιαν άκρη καθισμένη
κλαίει η δύστυχη, στενάζει. Πόσες ώρες που προσμένει!
"Δώσ’ μου, μάνα, την ευχή σου", με φωνήν αγγελική
της εφώναξε η Φροσύνη, "θα ιδωθούμε επάνω εκεί.

"Ζήσε, μάνα μου, για μένα, που στο μνήμα κατεβαίνω,
για τη μαύρη τη Φροσύνη παρακάλει την Παρθένο.
Τα παιδιά μου! Θεέ μου, Θεέ μου, εσπλαχνίσου τα ορφανά
δεν εφταίξανε, είν’ αθώα! Μες στου κόσμου την ερμιά

"αν εγώ η σκληρή τ’ αφήκα, Θεέ μου, μη τα λησμονήσεις!
Ολομόναχα είναι τώρα, μη τ’ αφήσεις, μη τ’ αφήσεις!
Φύτεψε μες στην καρδιά τους συ, πατέρα μου γλυκέ,
εσπλαχνία, ελεημοσύνη για τη μάνα τους, για με.

"Μην πικραίνεσαι, Χρυσή μου, μη δακρύζεις, μη στενάζεις,
παρηγόρα με τη μαύρη, με τα δάκρυα με δειλιάζεις...
Μάνα μου, μη λησμονήσεις το μικρό μου το πουλί,
740
ορφανό κι αυτό τ’ αφήνω, έρημο μες στο κλουβί.

"Κάθ’ αυγή να μου το βρέχεις, τα φτερά του να δροσίζεις,
με της λίμνης μου το κύμα κάθ’ αυγή να το ποτίζεις.
Ποιος ηξεύρει μη το μαύρο μες στης λίμνης τον αφρό
καταλάβει πως του στέλνω το φιλί μου το στερνό.

"Και την άνοιξη το βράδυ με φεγγάρι, με γαλήνη,
να `ρχεστε στο περιγιάλι και να κλαίτε τη Φροσύνη.
Τα παιδιά μου... μη τα φέρεις είναι, τ’ άχαρα, μικρά,
θά `λθει η ώρα τους να κλάψουν και για με καμιά φορά".

Η Χρυσή η δυστυχισμένη απ’ την πίκρα λες και σβηέται,
ο Ταχήρης, που `χε ακούσει, ώς κι αυτός ψυχοπονιέται
και κοιτάζει τη Φροσύνη και τα χέρια της τα λει
ν’ αγκαλιάσει τη Χρυσή της, να της δώσει ένα φιλί.

Τι φιλί που `ταν εκείνο! Έχει μέσα του κρυμμένη
τη στιγμή, που τον επάνω με τον κάτω κόσμο δένει.
755
Έχει μέσα του το σχώριο, το τρισάγιο, το λιβάνι,
το λουλούδι που βλαστάνει
εις τη χέρσα γη του τάφου! Έχει μέσα την ελπίδα,
τ’ όνειρο του πεθαμένου, το κιβούρι, τη σανίδα
που μας κάνει κι αναπλέμε μέσα στο άβαθο το μνήμα,

μες στου απέραντου του χρόνου το κατάμαυρο το κύμα.
Το θυμούμαι κι εγώ ακόμα!
Όταν το `ριξα στα μάτια, όταν το `ριξα στο στόμα
του παιδιού μου, της μητέρας... Το θυμούμαι, δεν μ’ αφήνει
κι από τώρα το γυρεύω, Χριστιανοί μου, ελεημοσύνη.
Όταν έλθει εκείνη η ώρα σε παράμερη μιαν άκρη
να με χώσετε κι εμένα μ’ ένα σχώριο, μ’ ένα δάκρυ.

Τι φιλί που `ταν εκείνο! Θεέ μου! Θεέ μου, πώς μπορούνε
τώρα πλιο να χωριστούνε!
Εθυμήθηκε ο Ταχήρης τη σκληρή την προσταγή του
και φοβείται τη ζωή του.
Απεμάκρυνε τη Φρόσω και στο στόμα ξαπλωμένη
μέν’ η Χρύσω λιγωμένη.
Εκινήσανε οι φονιάδες, συνοδεύουν τη Φροσύνη,
δεν τολμά κανείς να κρίνει.

Τόσο δρόμο που διαβαίνουν, μια ψυχή δεν απαντούνε,
ένα λόγο δεν ακούνε.
Δεν ταράζεται τ’ αγέρι, εβουβάθηκε το κύμα,
λες ο κόσμος είναι μνήμα.
Περπατούν ακόμη ολίγο, σε μια θύρα σταματούνε

και χτυπούνε και χτυπούνε.
Σκούζουν, ρυάζονται τα κλείθρα και τα μάνταλα μουγκρίζουν.
Σκύλοι γρούζουνε, γαβγίζουν.
Ένας δαίμονας προβαίνει με κλειδιά και με φανάρι
για να ειδεί ποιον θα να πάρει.

Δεν επρόσμενε η Φροσύνη, μπαίνει η μαύρη μοναχή της,
τηνε κλουν στη φυλακή της.
"Επουράνιε πατέρα, στείλ’ εδώ με την ευχή σου
λίγον ύπνο στο παιδί σου.
Είμαι τόσο αποσταμένη!" —Εξαπλώθηκε στο χώμα,

που της έχουνε για στρώμα.
Κάνει πάλε το σταυρό της, μελετά τα πατερμά της,
πέφτουνε τα βλέφαρά της,
και γλυκά, γλυκά κοιμάται εις της γης την αγκαλιά,
σαν πουλάκι στη φωλιά.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 2397
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 29-08-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο