Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131622 Τραγούδια, 269648 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο πνεματικός      
 
Στίχοι:  
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Απ’ τα πολλά μαρτύρια, απ’ τον πολύ τον πόνο,
ο Θύμιος απόστασε και τον επήρ’ ο ύπνος.
Τον έχουνε γονατιστόν σε κοφτερά στουρνάρια,
τα χέρια του πιστάγκωνα, βαριά σιδερωμένα.
Γειρμένο το κεφάλι του εις τα πλατιά του στήθια,

σε ζωντανό προσκέφαλο κοιμάται, ξαποσταίνει,
απ’ το μακρύ το γένι του, σαν από μαύρη βρύση,
στάζει ο ίδρωτας βροχή, το γαίμα του αναβράει.
Αν έχει ο τάφος όνειρα, τι όνειρο να βλέπει;...
Κοιμώνται κι οι φονιάδες του στο χώμα ξαπλωμένοι,

σα λύκοι που χορτάσανε και τώρα ροχαλιάζουν.
Ποιος είν’ εκειός που πέρασε σα φάντασμα, σαν ίσκιος;
Ράσο κατάμαυρο φορεί και κάτου από το ράσο
κάτι βαστά και τρέμοντας στο γαίμα μη γλιστρήσει
αγάλι’ αγάλια περπατεί, γυρεύει τον Βλαχάβα.

Τον άκουσε π’ ανάσαινε και γονατίζει εμπρός του.
—Θύμιε, Θύμιε! μ’ ακούς; δε με γνωρίζεις πλέον;
Ξύπνα κι οι ώρες φεύγουνε... Εδείλιασες, φοβάσαι;
—Έχω καρδιά `πο μάρμαρο και σιδερένια σπλάχνα
και δείλια δε με πλάκωσε, και θάνατο δεν τρέμω.

Ποιος είσαι συ ο άσπλαχνος, που δεν ψυχοπονιέσαι
και μου χαλάς τον ύπνο μου και κόβεις τ’ όνειρό μου;
—Τρώγ’ η σκουριά το σίδερο και το νερό την πέτρα,
κι εσένανε δε σ’ έφαγε τ’ Αλή πασά το δόντι;
Βλαχάβα, δεν είμ’ άσπλαχνος, δεν ήλθα να χαλάσω

το ύστερό σου όνειρο, τον ύπνο σου να κόψω.
Ακόμα δεν μ’ εγνώρισες; ακόμα δεν ανοίγεις
τα μάτια σου για να με ιδείς, το στόμα να μου δώσεις
ένα φιλί, γλυκό φιλί, στερνή παρηγοριά μου;
—Έχω τα μάτια ολάνοιχτα και δε σε βλέπ’ ο μαύρος.

Μου κόψανε τα βλέφαρα εψές με το μαχαίρι
και μου τα σκοτειδιάσανε με σίδερο αναμμένο.
Δε σε χωρίζ’ ο δύστυχος! Μου χύσανε μολύβι
μέσα στ’ αυτιά και σα βοή μο `ρχεται η φωνή σου.
Μου φαίνεται τρισκότιδο... Πες μου τι ώρα να `ναι;

Ενύχτωσε ή στα βουνά ακόμα λάμπ’ ο ήλιος;...
Πόσον αργά που φεύγουνε οι ώρες σαν μετρούνται
με πόνους, με μαρτύρια και μ’ άσπλαχνη αγωνία!
Πες μου ποιος είσαι; σίμωσε ν’ ακούσω τ’ όνομά σου.
—Ω δυστυχιά μου! Δεν μ’ ακούς; Δε βλέπεις το Δημήτρη;

Αναστενάζει το θεριό, ταράζεται να κόψει
τες άλυσες που δένουνε τα μουδιασμένα χέρια,
για ν’ αγκαλιάσει αδερφικά τον άγιο του το φίλο.
Του κάκου ν’ ανδρειεύεται... Τα σίδερα χτυπάνε
κι εκείν’ η άγρια κλαγγή λες κι ήταν περιγέλιο.

—Δημήτρη μου, πνεματικέ... ευχαριστώ σε, Πλάστη,
που μο `στειλες ανέλπιστα κι εδώ τον άγγελό σου!
Κλάψε για με, Δημήτρη μου, τα μάτια μου τα μαύρα,
δε βλέπεις, τα χαλάσανε και δεν μπορώ να κλάψω.
Έλα σιμά μου, εδώ σιμά, δώσ’ μου φιλιά χιλιάδες.

Εδάκρυζ’ ο καλόγερος. Τα γόνατά του τρέμουν
σα να `ταν φυλλοκάλαμο που το φυσάει αγέρας.
—Πες μου, πατέρα, μοναχός ήλθες εδώ σ’ εμένα,
ή μο `φερες κανένανε πιστόνε σύντροφό μας;
Ποιος είν’ αυτός που με φιλεί, το στόμα μου που γλείφει;

—Μ’ επήρ’ ακλούθα ο σκύλος σου κι ήλθε μ’ εμέ να σ’ εύρει
ο δύστυχος σα σ’ έχασε, μ’ αγάπησε για σένα.
—Θεέ μου παντοδύναμε!... τι τόση καλοσύνη;
Δημήτρη μου, αν μ’ αγαπάς, μη τονε παραιτήσεις,
κι απ’ το ψωμί που τρώγαμε δίνε του να χορτάσει...

Πατέρα μου, πνεματικέ, τρεις μέρες με σκοτώνουν
και δε μου δώκανε νερό, πεθαίνω από τη δίψα.
—Εδίψασε και ο Χριστός εις το σταυρό του επάνω
και τὄδωκαν να πιει χολή, τα δάκρυα του κόσμου.
Κι εγώ σου φέρνω ουράνιο νερό να ξεδιψάσεις.

Πιε το, παιδί μου, χόρτασε. Η βρύση που το δίνει
ποτέ της δεν εστρέφεψε, ποτέ δε θα στρεφέψει.
Είν’ η καρδιά του Ιησού ωκεανός μεγάλος.
Παιδί μου, μην αμάρτησες; Ανάμεσα στον πόνο
μη σὄφυγε παράπονο, μη δάκρυ, μη κατάρα;

—Όχι, πατέρα, πίστεψε. Δε μὄφυγ’ ένας λόγος,
που να `τανε βαρύγνωμο για τη σκληρή μου μοίρα.
Εψές το βράδυ μοναχά μου πέρασ’ απ’ τη μνήμη
το αίμα τ’ αξετίμητο του Όλυμπου, του Πίνδου,
γιατί, πατέρα, ηθέλησα να ιδώ τη Θεσσαλία

ελεύθερη, στα σύγνεφα να σκώσει το κεφάλι...
Πνεματικέ, τι όμορφη οπού `ναι η Θεσσαλία!
Εψές την εθυμήθηκα, την είδα στ’ όνειρό μου
σε μια παρθένο αγγελική τα μαύρα φορεμένη.
Εχτύπησ’ η καρδούλά μου... αστόχησα τον Πλάστη

κι εδάκρυσε το μάτι μου... Μην έκαμ’ αμαρτία;...
—Όχι, παιδί μου, μη φοβού, το αίμα το δικό μας
σαν τη βροχή της άνοιξης το χώμα θα ποτίσει,
για να φυτρώσει ελευθεριά, επλάκωσεν η ώρα...
Εμείς θα να κοιμώμεθα βαθιά βαθιά στο μνήμα

και θα ν’ ακούμε τη βοή του φοβερού πολέμου,
τον κρότο, την ποδοβολή, τη χλαλοή της νίκης
επάνω από το χώμα μας να τρέχει, να διαβαίνει,
και τα παιδιά μας θα `ρχονται ελεύθερα, Βλαχάβα,
να μας σχωρούν στην εκκλησιά και να μας μνημονεύουν.

Εσίγησ’ ο καλόγερος. Το Θύμιο κοιτάζει
και βλέπει που τα λόγια του τον είχανε ταράξει,
κι έτρεμεν όλος κι άρχιζε σα να ψυχομαχάει.
Το χέρι του άπλωσ’ ο παπάς επάνω στο κεφάλι
και του διαβάζει μιαν ευχή και τρις τον ευλογάει.

—Παιδί μου, σχώρεσε κι αυτούς, που σ’ έχουν μαρτυρέψει.
—Καλύτερα την κόλαση παρά να τους σχωρέσω.
—Βλαχάβα, εβλαστήμησες, έδιωξες το Θεό σου.
Συχώρεσέ τους... Τ’ είσαι συ και θα γενείς αντάρτης;
Εμπρός σε κείνο πο `χυσες, το αίμα σου δεν είναι

παρά μικρή σταλαματιά σ’ ένα βαθύ ποτάμι,
κι ακόμα δεν εχόρτασες; Ποιος είσαι συ Βλαχάβα;
—Είμαι παιδί του Όλυμπου, δε με γνωρίζεις τάχα;
—Βλαχάβα, ή συχώρεσε ή πάρε... τον... αφόρε...
Δεν έσωσε ο καλόγερος και μια φωνή σβησμένη

ακούστηκε, που πέταξε κρυφά κρυφ’ απ’ το στόμα
του Θύμιου και πὄλεγε "Θεέ μου, σχώρεσέ τους".
Ενίκησ’ ο καλόγερος τ’ άγριο το λιοντάρι.
—Μεταλαμβάνει του Θεού ο Θύμιος ο δούλος...
Τα μαραμένα χείλη του ο μάρτυρας ανοίγει

και καταπίνει μια ζωή γι’ άλλη ζωή που φεύγει.
—Πατέρα μου πνεματικέ, θέλ’ από σε μια χάρη
μες στην κορφή του κεφαλιού έχω χρυσές τρεις τρίχες,
ξερίζωσέ τες, πάρε τες και σύρ’ απ’ όνομά μου
να δώσεις μια του Όλυμπου, να δώσεις μια του Πίνδου

και τη στερνή της μάνας μου της Όσσας να τη δώσεις.
Και πες τους πως κληρονομιά στον κόσμο δεν είχ’ άλλη,
και πως μ’ αυτές τους έστειλα τα νιότα, την ανδρειά μου,
για να μην έλθουνε μ’ εμέ στο λάκκο και τες φάγει
το χώμα, που `ναι λαίμαργο και π’ όλα καταπίνει...

Να τες φορέσουν φυλαχτό... να μη με λησμονήσουν...
να θυμηθούν... π’ αρνήθηκα... γι’ αγάπη τους... τον κόσμο.
Γέρνει μεμιάς το μέτωπο, γέρνει κι αποκοιμιέται,
τον ευλογάει ο παπάς, στερνό φιλί του δίνει,
κι εκεί που τον εφίλησε, κρυφά κρυφά του λέει:

"παιδί μου, αύριο κι εγώ θα νά `λθω στο πλευρό σου".
Φεύγει ο παπάς το λείψανο έμεινε μοναχό του
οι λύκοι δεν εξύπνησαν, τριγύρω του κοιμώνται,
λες και το παραστέκουνε, λες και το ξενυχτάνε.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 718
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 29-08-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο