Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ο Σοφιανός
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130737 Τραγούδια, 269452 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο Σοφιανός      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Ωσάν την άπιστη γυναίκ’ άλλο κακό
δεν έγινε στην γη στην οικουμένη!
Τον άνδρα της αφήνει, το αφεντικό,
και με τον Λάμπο, είν’ ερωτευμένη.
Και, την αλήθει’ αν θέλεις, απ’ αναποδιά!
Έν’ άλλο δούλο έχ’ αφέντη στην καρδιά,
μα είν’ αυτός εντροπαλό κοπέλι.
Δεν `ξεύρει το κακό, ή δεν το θέλει.

Τα χέρια τα `χει μόνο δια την δουλειά
τον νου του μόνον δι’ αυτό που πρέπει.
Τον στέλλουν κάπου; Δεν αργεί ουδέ σταλιά
ουδέ δεξιά κι αριστερά του βλέπει.
Μονάχ’ άν τύχει να περάσ’ από ναό,
τότ’ έχ’ αφέντη του, νομίζεις, τον Θεό.
Κ’ εμβαίνει με χαρά και προθυμία
για να λειτουργηθεί στην εκκλησία.

Αυτό δεν τ’ αποφαίνεται τ’ αφεντικού.
Μ’ αγάπη τον τηρά κ’ εμπιστοσύνη.
Η προς ευχή τ’ ανθρώπου του δουλευτικού
την δύναμ', όχι ταις δουλειαίς πληθύνει −
έτσι το στέλλει μιαν ημέρα το παιδί
από τ’ αρμάρι να του φέρ’ ένα κλειδί.

Τι `ξεύρει αυτό, πως η κυρά τ’ ακόμα
είνε μαζί μ’ έν’ άλλον εις το στρώμα;

Ανοίγει, παίρνει το κλειδί σαν αστραπή
'βγαίνει και κλεί, και πά’ χωρίς φροντίδα.
Αν το ρωτείσει κι ο Θεός του θέ’ να `πει:
"Τίποτε άλλ’ απ’ το κλειδί δεν είδα!"
Μ’ απ’ τον θυμό, γιατί να την καταφρονεί,
κι από τον φόβο, μήν τους είδε και φανεί,
σκάφτ’ η σκληρή, λάκκο βαθύν ανοίγει,
να πέσ’ αυτός, κ’ εκείνη να ξεφύγει.

"Ωραίο δούλο μ’ έχεις φέρ’ αληθινά!
(Λαλεί τ’ ανδρός με μάτια δακρυσμένα).
Αν μείν’ αυτός στο σπίτι σου παντοτινά,
δε θ’ απομείνει πια δουλειά για σένα.
Μα `γώ, το θέλεις δεν το θέλεις, εννοώ
με την τιμή μου να φανώ `μπρός στον Θεό.
Κι αν δεν παστρέψεις ένα δούλ’ αυθάδη,
απ’ το κακό μου θέ’ να `μβώ στον Άδη!"

Αφέντης με το πόδι του την γη χτυπά−
"Καλά το υπωπτεύθηκ’ η καρδιά μου!
για σένα μόνον έχει μάτια χαρωπά,
μά `ναι δειλός ή δύστροπος `μπροστά μου−
ο Λάμπος! Τόλμησε και σού `πε κάτι τι;
Ο Διάβολός του του το `σφύριξε στ’ αυτί!
Στα σίδερα να κρατηθεί προστάζω!
Ταχιά κ’ εμπρός σου, σαν σκυλί, τον σφάζω!"

Σαν είδε πως τον φταίστην έχ’ υποπτευθεί,
μια μαχαιριά της ήλθε στο πλεμμόνι!
Και τα `χασε! Και δεν μπορεί ν’ αποκριθεί−
Μα, ήταν βλέπεις μια στιγμούλα μόνη!

Κατόπι `πήρε θάρρος `πήρ’ αδιαντροπιά−
"ο Λάμπος, και ο Λάμπος κάθε ώρα πιά!
(με ωργισμένην όψη του φωναζει).
Δεν `ξεύρ’ ο Χριστιανός τι σε πειράζει!

"Αλήθεια πως δεν είν’ από τους ευγενείς,
κ’ έχει χονδρούς, απελεκήτους τρόπους.
Μα έχ’ ο Λάμπος μια καρδιά, ωσάν κανείς
απ’ όλους τους αρχοντικούς ανθρώπους.
Ο άλλος, σ’ είπα. Ο καλός σου Σοφιανός!
Σαν το βαρύ ποτάμι τρέχει σιγανός
κ’ είν’ αρετή απ’ έξ’ όλως διόλου,
μα έχ’ εντός του μια ψυχή Διαβόλου!"

"Αυτός, γυναίκα, είν’ αμούστακο παιδί!
Μωρό! το παρεξήγησες, ως μοιάζει."
"Μωρός μονάχα είν’ αυτός που παραϊδεί
τα στέφανα τ’ ο δούλος ν’ ατιμάζει!"
"Ο Διάβολος με παίρνει! Πήγε στον κρεμνό;"
"Δεν `πήγε. Ζει, και τόνε λένα Σοφιανό.
Για `να κλειδί, τον έστειλες, θυμήσου,
και ήρθε να μου πάρει την τιμή σου!"

Σαν φύλλο την καρδιά του δέρν’ η τρεμουλιά −
ο δούλος είν’ ωραίο παλληκάρι!
Με μαύρα μάτια, μ’ εύμορφα ξανθά μαλλιά
και με κορμί − όλο δροσιά και χάρη.
Τόσο καλό κοπέλι − Τόσο ντροπαλό −
δεν του χωρεί `να τέτοιο πράμμα στο μυαλό!
Μα την κυρά κλαμμέν’ εμπρός του βλέπει−
να `κδικηθεί την ατιμιά του πρέπει!

Παίρνει χαρτί, βουταά και γράφει με χολή,
και το σφραγίζει με σπασμούς στο χέρι:

"Του πρώτου να του κόψετε την κεφαλή,
στον δεύτερο να δώστε να τη φέρει".
Από βραδύς το γράφει στον Ντερβέναγά,
που κάμν’ ό,τι προστάζ’ εκείνος κι οδηγά.
και την αυγή, φωνάζει το κοπέλι
και στο ντερβένι σκυθρωπός το στέλλει.

"Πάνε να `πεις του Μαύρου, του Ντερβέναγά
να γίν’ η προσταγή μ’ η `ψές γραμμένη".
Φαιδρό το παλληκάρι πέταξε γοργά
και τραγουδά στον δρόμο που πηγαίνει.
Κακότυχο! Δεν `ξεύρει πως σε μια στιγμή
θε να του κόψουν το κεφάλ’ απ’ το κορμί,
για να το δώσουν, οι κακοί ανθρώποι,
σ’ αυτόν, που στέλν’ αφέντης του κατόπι!

Χαράζ’ η ημέρα στ’ άνθη λάμπουν η δροσιές
λαλούν τ’ αηδόνια στο νερό πού τρέχει.
Ο Σοφιανός πετά γοργές περπατησιές −
Σε τίποτε τον νου του δεν προσέχει.
Κ’ εζύγωσε! Μα `κεί, σ’ απόστα’ αψηλή,
το σήμαντρον ακούει που γλυκολαλεί:
Είν’ εορτή, και στ’ άγιο παρακκλήσι
ανέβηκ’ ο παππάς να λειτουργήσει.

Θαρρείς `ξύπνα με του σημάντρου την βοή
ένα καθήκον, που φωνάζ’ εντός του.
Ακόμη δεν εσκέφθη για παρακοή−
σαν να θωρεί τον ίσκιο του πατρός του!
"Αφ’ ότ’ απέθανες, πατέρ’ αγαπητέ,
την εντολή σου δεν παράκουσα ποτέ.
Σήμερ’ αφέντης έχει τόση βία−
άν παραργήσω για την εκκλησία;"

"Όποιος δουλεύει τον Θεό, δεν παραργεί!
Η προσευχή καθ’ έργον ευοδόνει.
Όποιος εμβαίνει σ’ εκκλησιά πού λειτουργεί,
από κινδύνους κι απ’ εχθρούς γλιτώνει!"
Και με θρησκεία στην καρδιά, Θεό στον νου,
το μονοπάτι παίρνει τ’ αψηλού βουνού
με φτερωμένα πόδια τ’ αναβαίνει,
στο παρακκλήσι προσκυνά κ’ εμβαίνει.

Έν’ ασκητήν ευρίσκει, πού την ιερή
μετάληψη επρόθετε κ’ ευλόγη.
Έν’ αναγνώστη στο στασίδι δε θωρεί,
κανέναν ισοκράτη στ’ αναλόγι.
Και οι ολίγοι Χριστιανοί στην εκκλησιά
για ψάλτη καρτερούν μ’ ανυπομονησιά.
Ο Σοφιανός δεν ειμπορεί ν’ αφήσει−
Ποιος άλλος θάρθ’ εδώ να βοηθήσει;

Στον όρθρο, πιάνει τον εξάψαλμο λαλεί
ατους Αίνους, την Δοξολογία ψάλλει.
Στην Λειτουργία, με χαρά και συστολή,
λαλώντας τον Απόστολο προβάλλει.
Ψάλλει στο "άξιόν ες τιν" ένα Ειρμόν
διαβάζει το Πιστεύω, το Πάτερ ημών−
Στο "μετά φόβου" μια μετάνοια κάνει
κι απαί κινά και στο ντερβένι φθάνει.

Με στέλλ’ αφέντης ο καλός μου, κι απαιτεί
η `ψεσινή του προσταγή να γείνει".
Ένα τρουβά, βλέπ', ο Ντερβέναγάς κρατεί,
τον δείχνει σκυθρωπός και του τον δίνει.
"Εγείν’ η πρώτη προταγή του η γραφτή−
πάρ’ του το δώρο: Η δευτέρα είν’ αυτή".
Κι ο Σοφιανός, με τον τρουβά στον ώμο,
παίρνει τρεχάτο στου σπιτιού τον δρόμο.

Αφέντης, που τον βλέπει και γοργοπατά,
τα ίδια του τα μάτια δεν πιστεύει.
Αρπάζ', ανοίγει το σακκούλι που βαστά,
και βλέπει τρομαγμένος τι συνέβη!
"Πώς ήλθες `πίσω, του φωνάζει, Σατανά,
με τέτοιο κρίμα, που το πρώτο ξεπερνά;
Σε στέλνω να σφαχθείς, κ’ έρχεσαι πάλι,
μες στον τρουβά του Λάμπου το κεφάλι;"

Ακούει αυτός την οργισμένη συντυχιά,
τον πιάνει φρίκη στην καρδιά μεγάλη!
Σαν να `κρατούσεν εις τα χέρια μιαν οχιά,
πετά και τον τρουβά και το κεφάλι!
"Σχωρέσατέ μ', αφέντισσα κι αφεντικό,
αν ίσως έχω κάμ’ αθέλητο κακό!
Μ’ ακούσθ’ η προσευχή κ’ η εκκλησία
νά `ναι ποτέ κακό και αμαρτία;"

"Τι εκκλησιά μου τσαμπουνάς και προσευχή,
κακία συ, στην αρετή `νδυμένη!
Δε σ’ έχω στείλει να προφθάξεις το ταχύ,
να πας ο πρώτος πρώτος στο ντερβένι;"
"Κ’ εγώ επήγα με γοργή περπατησιά,
ως στο βουνό, που έχει `πάνου μια `κκλησιά.
Μα − Σχώρεσέ μ', αφέντ’ αφεντικό μου! −
Απ’ αυτού πέρα − Πήγα στον Θεό μου.

Υπάκουσα στ’ αφεντικό του καθενός −
Στην εντολή του ίδιου του πατρός μου".
"Ποιανού πατρός! Δεν μ’ είπες: Ήσουν ορφανός;"
"Πεντάρφανος, ωϊμέ, εντός του κόσμου!
Μά `ναν καιρό − Μπορεί να σ’ είναι ξεχαστός; −
Εζούσε κι ο πατέρας μου εξακουστός
στ’ αρχοντικά του κτήματα `δώ πέρα...
Αχ! του τα πήρεν η τουρκιά μια μέρα!...

Απ’ όσα είχε δεν τ’ απέμεινε σταλιά−
αν δεν `στοιχούσα, θα `βρισκα να φάγω;
Μ’ αφήκε μόνο μια στερνή παραγγελιά,
αυτήν, αφέντ', ως τώρα τη φυλάγω.
Μήν παρατρέχεις εκκλησιά που λειτουργεί.
Όποιος δουλεύει τον Θεό του, δεν αργεί.
Η προσευχή καθ’ έργον ευοδόνει,
κι από κινδύνους κι απ’ εχθρούς γλιτώνει.

Γι’ αυτό λοιπόν, ενώ γοργά, σαν το πουλί,
ως στο ντερβένι είχα καταντήσει−
σαν άκουσα το σήμαντρο που διαλαλεί,
ανέβηκ’ αψηλά, στο παρακκλήσι.
Αν αμελήθη κ’ εχαλάσθη μια δουλειά,
για του πατρός την υστερνή παραγγελιά,
χαλάλι σ’ όλος ο μικρός μισθός μου,
και όλα − αν τα `χα − τα καλά του κόσμου!

Μα, απ’ αυτό που μ’ έχουν βάλλει στον τρουβά−
ιδέα `γώ δεν έχω, το καημένο!
Την αμαρτί’ αφέντη, `κείνος ας τραβά,
που άδικα τον έχει σκοτωμένο!
Εγώ εβγήκ’ απ’ το `ξωκκλήσι το καλό
και με τ’ αντίδωρο στο στόμα τους λαλώ:
Η προσταγή τ’ αφέντη μου να γείνει!
Και, να τι πράμμα σ’ έστειλαν εκείνοι!"

Όσο τ’ ακούει εκείνη, τόσο σιωπά:
− Εδώ `βαλ’ ο Θεός βεβαίως χέρι! −
Όσο τ’ ακούει `κείνος, τόσ’ αγριωπά
η πλάνη κι ο θυμός τον παραφέρει.
Θαρρεί πώς είχ’ ο Σοφιανός το μυρισθεί,
πως έκαμε στον τόπο τ’ άλλος να χαθεί.
Θαρρεί πως έχει και καλά μπροστά του
έναν εχθρό τρισάξιον θανάτου!

"Έχεις ξεφύγει το μαχαίρι τροχητό,
για την κρεμάλ', αχρείε, ετοιμάσου!
Και ξεύρε πως αν έν’ ακόμα σ’ ερωτώ,
το κάμνω για ν’ αυξήσω τα δεινά σου.
Έχεις ειπεί, πως άλλοτε στον τόπ’ αυτό,
είχες και σύ πατέρα τάχα ξακουστό−
Ποιο κτήμα είχ’ αυτός, που λες πατέρα!
Το δώθ’ απ’ το δικό μου, ή το πέρα;

Αν πεις το `δώθε− Ήταν άτεκνος αυτός
και ξεψυχάς με την ψευτιά στο στόμα.
Αν `πεις το πέρα−δεν είχε παιδιά εκτός
μια θυγατέρα... την `θυμούμ’ ακόμα!"
"Δεν την `θυμάσαι, που ν’ αστράψει να καγώ!
'Γώ είμ’ εκείνη! η Σοφία είμ’ εγώ!
Η φτώχια και οι φόβ’ απ’ ατιμία
μ’ αλλάξαν φορεσιά κι ονομασία..."
Τα δάκρυά της, σαν δροσούλα σιγαλή
στα ρόδα, στάζουν πά’ στα μάγουλά της.
Το φέσι βγάλει κι απολναει ντροπαλή

τα μακριά κι ολόξανθα μαλλιά της.
Ωσάν να είχ’ αστράψει λες ο ουρανός
κ’ εμπρός στα πόδια τ’ έπεσ’ ένας κεραυνός,
'ξαφνίσθη το σκληρό το παλληκάρι,
κι αναπνοή δεν ειμπορεί να πάρει.

Ήταν καιρός, που συνεπαίζαν σαν παιδιά
σε περιβόλι μ’ άνθη στολισμένο!
Ήταν καιρός, που του λαλούσε στην καρδιά
μια μυστική φωνή για την παρθένο!...
Κατόπιν ήλθε πόλεμος, καταστροφή
και του `σκορπίσαν την ελπίδα την κρυφή−
Και τώρα δούλο μες στ’ αρχοντικά του
δεν ήξευρε πως είχε την Κυρά του!...

Ποιος είν’ αυτός που της ζητούσε την ζωή!
Ποιος ήλθε κ’ είπ’ ένα κακό για `κείνη; −
Το μέτωπό του τρίβει τώρα εννοεί
τι τρομερή συκοφαντία εγίνη!
Γυρνά, γυρεύει μ’ άγρια μάτια την κυρά−
την άρπαξεν η φοβερή της συμφορά!
Μ’ οργή και λύσσα μες στο `σπίτι `μβαίνει,
τηνε ζητά την βρίσκει − κρεμασμένη!

"Έτσι να πέσει μοναχός του να φθαρεί,
όποιος τον λάκκο για τους άλλους σκάφτει!
Θεός φυλάγει την καρδιά την καθαρή,
την ένοχη− το κρίμα τηνε χάφτει!
Σοφία, έλα, σχώρες ’ ένα δυστυχή,
π’ αρχίζει τώρα πρώτο να `ξαναυτυχεί!
Εδώ `ναι, βλέπω, του Θεού το χέρι−
εσύ θα γίνεις το πιστό μου ταίρι!"




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 814
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 23-08-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο