|
Στίχοι: Άχθος Αρούρης
Μουσική: Αμελοποίητα
Σύνελθε, σύνελθε, θνητέ, και ξάνοιξε, και τήρα
βαρύ το χιόνι, κι άσπλαχνο σε λίγο θα πλακώσει.
Τα νιάτα χρόνια σ’ άφησαν κι η θέρμη τους η τόση
και τώρα χάσκεις κρυώνοντας μπρος στο σβηστό κρατήρα.
Απελπισμένα τα πουλιά μισεύουνε γι’ αλλού
που `ναι τα φύλλα πράσινα και χάμου λουλουδίζει.
Ακράτητη τ’ ανήσυχου σηκώνεται γιαλού
η μάνητα, κι υπόκωφη κάποια βοή μουγκρίζει.
Μολύβι ο καταγάλανος εμαύρισ’ ουρανός
και πελιδνές καλπάζουνε νεφέλες μες στα χάη
ο μανιασμένος σίφουνας επέρχεται δεινός
και χίλιων τσακαλιών στριγγλιά μες τον αγέρ’ αχάει.
Βρε Άχθο, μπας και σου `στριψε και τέτοια μού καλοναρχάς;
με λόγια μεγαλόστομα με "δέη"και μ’ "ιλίγγους";
εγώ θαρρούσα κατ’ αρχάς
πως Παλαμάδες άκουγα, Γρυπάρηδες... Φριλίγγους...
-- Όχι, δε μου `στριψε ποσώς
μα σκέπτομαι πως χειμωνιάζει
και άνθρακας –που `ναι χρυσός-
ο κάθ’ εχέφρων εσοδειάζει.
Κι εγώ δε φρόντισα, τι νίλα!
να κονομήσω λίγα ξύλα
πυρήνα κωκ ή γουγουτζέλες.
Για δαύτο γράφω τέτοιες τρέλες.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 378 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|