Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Η μοσχομάγκα των Αθηνών
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130619 Τραγούδια, 269435 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η μοσχομάγκα των Αθηνών      
 
Στίχοι:  
Σπυρίδων Βασιλειάδης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Αν μ’ εστέρησεν η μοίρα πλούτη, δόξα, μεγαλεία,
αν κοιμούμαι, σαν πουλάκι, σε γωνιές και σε κλαδιά,
την Πατρίδα έχω μάνα, όνειρό μου την ανδρεία
κ’ ενθυμήσου ότι έχω αδελφό μου τον Γραβιά!
Σαν Αν μ’ εστέρησεν η μοίρα πλούτη, δόξα, μεγαλεία,
αν κοιμούμαι, σαν πουλάκι, σε γωνιές και σε κλαδιά,
την Πατρίδα έχω μάνα, όνειρό μου την ανδρεία
κ’ ενθυμήσου ότι έχω αδελφό μου τον Γραβιά!
Σαν εκείνον ας πεθάνω,
και ας πέσω πληγωμένος στο τραγούδι μου επάνω.

Όπου φόβος, όπου κρότος, όπου ταραχή και μάχη,
εκεί πρώτος, πρώτος τρέχω με σπαθί μου τη φωνή,
ζωντανή αντάρτου σφαίρα, προκηρύξεως τεμάχι
και βουΐζω - Κάτω όστις την Παρτίδα τυραννεί! -
Όθωνά μου, πού να είσαι;
Εις τον Πειραιά το "Ζήτω η Πατρίς μου" ενθυμείσαι;

Μάνα αφού δεν έχω, μάνα την Πατρίδα έχω μόνη,
πλούτη, δόξα και χαρά μου μόνη την ελευθεριά.
Τίποτε δε θέλω άλλο, τίποτε δε με θαμπώνει,
αλλά... ήθελα να είχα μια μητέρα, μια γριά...
Πά! Για την ελευθερία
κ’ η σφυρίχτρα μου ας πάγει, μόνη μου περιουσία!

Ενθυμούμαι ταίς ημέραις πού εβρόντα το κανόνι,
εις τους δρόμους περπατούσα, πηδητός σα Σατανάς
και δεν έβλεπα κανένα - ο καθείς βαθιά τρυπώνει -
κ’ ήμουν άρχων της Αθήνας και ψυχή της ερημιάς.
Εις το σπίτι του από κάτω
μ’ άκουεν ο σκλαβωμένος πλούσιος και καταράτο.

Δε με μέλει ας μου έλθει ό, τ’ η μοίρα έχει γράψει
είτε ο άνεμος με πάρει, είτε πέσω υπέρ Πατρίς,
δε χηρεύ’ η σύζυγός μου, το παιδί μου δε θα κλάψει,
αλλά πέρασα και πάω όπου πάν’ κ’ οι άλλοι τρεις!
Θάψετέ μ’ εκεί παρέκει,
χωρίς πλάκα για ν’ ακούω μουσική και το τουφέκι.

Πέρασαν εκείν’ οι χρόνοι της κρυφής συνωμοσίας,
που πετούσα σαν ασπίθα όπου κόσμος και καρδιά
με προκήρυξη στο χέρι, με τραγούδια ανταρσίας
και τους γέρους εξυπνούμε τα τρελά εμείς παιδιά...
Αυταπάρνησις και μόνη
με τα τόσα βάσανά μου σήμερα με στεφανώνει!

Αφού έγινεν ο γάμος, κι’ ο γαμβρός κ’ η νύφη πάνε,
φθάνουν οι επαναστάτες, φουκαράδες φοβεροί
κι’ αθεόφοβα γυμνώνουν... και πώς, ήρθανε να φάνε;
Δεν το γνώριζα και τούτο πλην μου το `παν οι καιροί.
Μ’ αληθή φιλοπατρία
δεν ζητήσαμ’ εμείς μόνοι μισθούς, θέσεις, υπουργεία!

Πλην αλλ’ όμως και το έθνος νέα έκοψε βραβεία,
δείγματα ευγνωμοσύνης εις τα τέκνα του ημάς
και τα στήθη μας στολίζει... Αχ! Πικρή παρηγορία!
Μας ονόμασε πριγκίπους δίχως πλούτη και τιμάς.
Σπόννεκ, Βούλγαρης καλείσαι
και εν τούτοις εις τον κόσμο φουκαράς και μάγκας είσαι.

Αδελφέ μου, Βούρε, λέγω χθες του φίλου μου Μανώλη,
στην Ελλάδα βλέπεις πάλε ήλθε νέος βασιλιάς
κ’ ησυχία, νόμος, τάξη. Ρόδα εγίναν οι διαβόλοι
και εμείς αγκάθια μόνοι μείναμε τριανταφυλλιάς
και χωρίς παρά στην τσέπη
ν’ αποθάνομ’ επί τέλους βλέπω, φίλε, ότι πρέπει.

Δια ταύτα, και διότι πρέπει ολίγο να φανούμε,
απεφάσισα να γίνω βουλευτής εις την Αθήνα.
Πώς σού φαίνεται; - Τρομάρα! και εις όλα συμφωνούμε.
Αλλά πες μου, πες μου, φίλε, πώς περνας και από πείνα;
- Μωρέ πέθανα! - Άι, στάσου
και την πείνα, καθώς άλλοι, κήρυξε ως πρόγραμμά σου.

- Μετανόησα!... Δε θέλω, δεν προδίδω την Πατρίδα!
Και πετώσι τραγωδούντες "Εις το δρόμο, στα κλαδιά,
την Πατρίδα έχω μάνα, όνειρό μου την ελπίδα
και θυμήσου ότι έχω αδελφό μου τον Γραβιά!
Σαν εκείνον ας πεθάνω
και ας πέσω σκοτωμένος στο τραγούδι μου επάνω".εκείνον ας πεθάνω,
και ας πέσω πληγωμένος στο τραγούδι μου επάνω.

Όπου φόβος, όπου κρότος, όπου ταραχή και μάχη,
εκεί πρώτος, πρώτος τρέχω με σπαθί μου τη φωνή,
ζωντανή αντάρτου σφαίρα, προκηρύξεως τεμάχι
και βουίζω - Κάτω όστις την Παρτίδα τυραννεί! -
Όθωνά μου, πού να είσαι;
Εις τον Πειραιά το "Ζήτω η Πατρίς μου" ενθυμείσαι;

Μάνα αφού δεν έχω, μάνα την Πατρίδα έχω μόνη,
πλούτη, δόξα και χαρά μου μόνη την ελευθεριά.
Τίποτε δε θέλω άλλο, τίποτε δε με θαμπώνει,
αλλά... ήθελα να είχα μια μητέρα, μια γριά...
Πά! Για την ελευθερία
κ’ η σφυρίχτρα μου ας πάγει, μόνη μου περιουσία!

Ενθυμούμαι ταίς ημέραις πού εβρόντα το κανόνι,
εις τους δρόμους περπατούσα, πηδητός σα Σατανάς
και δεν έβλεπα κανένα - ο καθείς βαθιά τρυπώνει -
κ’ ήμουν άρχων της Αθήνας και ψυχή της ερημιάς.
Εις το σπίτι του από κάτω
μ’ άκουεν ο σκλαβωμένος πλούσιος και καταράτο.

Δε με μέλει ας μου έλθει ό, τ’ η μοίρα έχει γράψει
είτε ο άνεμος με πάρει, είτε πέσω υπέρ Πατρίς,
δε χηρεύ’ η σύζυγός μου, το παιδί μου δε θα κλάψει,
αλλά πέρασα και πάω όπου πάν’ κ’ οι άλλοι τρεις!
Θάψετέ μ’ εκεί παρέκει,
χωρίς πλάκα για ν’ ακούω μουσική και το τουφέκι.

Πέρασαν εκείν’ οι χρόνοι της κρυφής συνωμοσίας,
που πετούσα σαν ασπίθα όπου κόσμος και καρδιά
με προκήρυξη στο χέρι, με τραγούδια ανταρσίας
και τους γέρους εξυπνούμε τα τρελά εμείς παιδιά...
Αυταπάρνησις και μόνη
με τα τόσα βάσανά μου σήμερα με στεφανώνει!

Αφού έγινεν ο γάμος, κι’ ο γαμβρός κ’ η νύφη πάνε,
φθάνουν οι επαναστάτες, φουκαράδες φοβεροί
κι’ αθεόφοβα γυμνώνουν... και πώς, ήρθανε να φάνε;
Δεν το γνώριζα και τούτο πλην μου το `παν οι καιροί.
Μ’ αληθή φιλοπατρία
δεν ζητήσαμ’ εμείς μόνοι μισθούς, θέσεις, υπουργεία!

Πλην αλλ’ όμως και το έθνος νέα έκοψε βραβεία,
δείγματα ευγνωμοσύνης εις τα τέκνα του ημάς
και τα στήθη μας στολίζει... Αχ! Πικρή παρηγορία!
Μας ονόμασε πριγκίπους δίχως πλούτη και τιμάς.
Σπόννεκ, Βούλγαρης καλείσαι
και εν τούτοις εις τον κόσμο φουκαράς και μάγκας είσαι.

Αδελφέ μου, Βούρε, λέγω χθες του φίλου μου Μανώλη,
στην Ελλάδα βλέπεις πάλε ήλθε νέος βασιλιάς
κ’ ησυχία, νόμος, τάξη. Ρόδα εγίναν οι διαβόλοι
και εμείς αγκάθια μόνοι μείναμε τριανταφυλλιάς
και χωρίς παρά στην τσέπη
ν’ αποθάνομ’ επί τέλους βλέπω, φίλε, ότι πρέπει.

Δια ταύτα, και διότι πρέπει ολίγο να φανούμε,
απεφάσισα να γίνω βουλευτής εις την Αθήνα.
Πώς σού φαίνεται; - Τρομάρα! και εις όλα συμφωνούμε.
Αλλά πες μου, πες μου, φίλε, πώς περνάς και από πείνα;
- Μωρέ πέθανα! - Άι, στάσου
και την πείνα, καθώς άλλοι, κήρυξε ως πρόγραμμά σου.

- Μετανόησα!... Δε θέλω, δεν προδίδω την Πατρίδα!
Και πετώσι τραγωδούντες "Εις το δρόμο, στα κλαδιά,
την Πατρίδα έχω μάνα, όνειρό μου την ελπίδα
και θυμήσου ότι έχω αδελφό μου τον Γραβιά!
Σαν εκείνον ας πεθάνω
και ας πέσω σκοτωμένος στο τραγούδι μου επάνω".




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 509
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 01-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο