Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ο Κόδρος Μέρος I
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130737 Τραγούδια, 269453 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο Κόδρος Μέρος I      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Μικρόν αφείσα τον Ελικώνα,
ω Μούσα, κόρη του ουρανού,
μυσταγωγός μου προς τον αιώνα
των ισοθέων παραγενού.
Προ του νοός μου κρατούσα φάρον
μακρών αιώνων τον πέπλον άρον.
Επί Πηγάσου ανάγαγέ με
παρά τας όχθας του Κηφισού
και μ’ ένα κλάδον στεφάνωσέ με
του καλλιδάφνιδος Παρνασσού.

Τ’ αθάνατά σου δάκτυλα βάλε
εις της βαρβίτου μου την χορδήν
με τη φωνήν μου, παρθένε, ψάλε
φιλοπατρίας μικράν ωδήν.
Ψάλε τον θάνατον του γενναίου
και φιλοπάτριδος Αθηναίου.
Πόσου τιμήσας την σωτηρίαν,
ειπέ, θεά μου, των δημοτών,
πως ετελεύτα, ελευθερίαν
τοις απογόνοις κληροδοτών.

—Μόλις εξύπνα εις τας ακτίνας
λαμπρού Τιτάνος ο Παρνασσός
και, τον βραχίονα παρεκτείνας,
αργυροδίνης ο Ιλισός,
εγγίζει, αίφνης και παρ’ ελπίδα,
Πελοποννήσου χαλκήν ασπίδα.
Εγείρει, γέρων νεναρκωμένος,
την νυσταλέαν του κεφαλήν
και βλέπει.... Άρης ηγριωμένος
παρά την όχθην την απαλήν!

Άκουσα φεύγει προς τον αιθέρα
συν τη πνοεί του λαμπρά φωνή
και την κραυγήν του η κοίλη σφαίρα
των ουρανίων αντιφωνεί.
Μακρόν αντήχησαν αι κοιλάδες.
Όλ’ εξυπνούσιν αι Ναϊάδες.
Αι άλλαι Νύμφαι, χοροπλεγμέναι
υπό το φύλλωμα των δασών,
δρομαίως φεύγουν εκπεπληγμέναι
προς τον πατέρα των Κηφισόν.

Εστηριγμένος εις μέγα δόρυ
της Ακροπόλεως ο σκοπός
δια την έκτακτον εδυσφόρει
ομίχλην, γίγας αγριωπός.
Τραχύς ο ήχος το ους του πλήττει
αλλά τον ήρωα τις εκπλήττει;
Ως δασυχαίτης βρυχάται λέων
και των φαράγγων κλονεί την γην,
ούτω "'ς τα όπλα" μένεα πνέων
εκείνος ρήγνυσι την κραυγήν.

Κ’ ευθύς, ησύχους, πριν, τας Αθήνας
ανατινάσσει επί ποδός
με ποταμίας όμοιον δίνας
ορμά το πλήθος ταραχωδώς.
Άλλος τη πύλει πρόμαχος τρέχει
άλλος το τόξον έτοιμον έχει
πάντες ταχύποδες αναβαίνουν
την Κεκροπίαν μετά βοής,
ενώ αι σύζυγοι, που πηγαίνουν,
τους ερωτώσι περιδεείς.

Ούτως, οπόταν υπνούσει πόλει
δεινή ενσκήψει πυρκαϊά,
όλαις δυναμεσι τρέχουν όλοι,
όπου ορίζων ερυθριά.
Άλλος το ύδωρ εις κάδους αίρει
άλλος βοήθειαν άλλην φέρει
αι δε μητέρες τ’ αθώα βρέφη,
έμφοβοι πέλειαι, παραιτούν
και, τίνος οίκος τας φλόγας τρέφει,
τους διαβάτας ανερωτούν.

Ο Κόδρος, καύχημα του λαού του,
ανδρείος άναξ τών Αθηνών,
εγονυπέτει προ του βωμού του,
ως εσυνήθιζεν εξυπνών,
την πρωϊνήν του τελών θυσίαν
και την ημέραν αυτών αισίαν.
Αλλ’ εννοήσας οπλιζομένους
δυο υιούς του με ταραχήν
και ως εις μάχην εξερχομένους,
εγκαταλείπει την προσευχήν.

Και ως ο λέων, αν εννοήσει
θώας ορμώνας κατά βοράς,
πηδά, βρυχάται να τους πτοήσει
όπως εκείνος εκ λιπαράς
λείας χορτάσει κατασπαράζων,
ούτως ο Κόδρος έσπευσε κράζων.
Τι τρέχει, Μέδων; Νηλεύ, τι τρέχει;
Μόλις της θύρας πλην εκχωρεί,
εις όσα λέγουν μόλις προσέχει....
Εχθρός την χώραν των πλημμυρεί!....

Κ’ αστράπτουν ήδη επί του λόφου
άπειροι θώρακες φαεινοί
κ’ από τοσούτου των όπλων ψόφου
όλων υψούται μία φωνή.
Πού ο πολέμιος πόδα τρέπει;
Προς ποίον μέρος ποίος τον βλέπει;
Αλλ’ η ομίχλη, αιωρουμένη
παρά το μήκος του ποταμού,
αδιαπέραστος διαμένει
εις τας βολίδας του οφθαλμού.

Διό προβαίνει ο Μελανθίδης
προς της Παλλάδος το ιερόν.
Έχει το μέτωπον ως της Ίδης,
έχει το πρόσωπον ιλαρόν
κ’ εφήβων θάρρος υπό το γήρας.
Προ της θεάς του δ’ επάρας χείρας,
οβριμοπάτρη θεά μου, ψάλλει,
διασκεδάζουσα την αχλύν,
δείξον, προς ποίον μέρος προβάλλει
ο ξένος Άρης την κεφαλήν.

Φαιδρός, το στέμμα της βασιλείας
από της κόμης του αφαιρεί
και εις τον οίκον μετ’ ευλαβείας
της Αθηνάς του αφιεροί.
Μόλις δ’ εις ταύτα έθηκε πέρας,
από τα τείχη βλέπουσι τέρας.
Ουρανομήκης διασκεδάζει
τόσης ομίχλην θεία γυνή
και τους εχθρούς των αποσκεπάζει,
ενώ τον πέπλον ανακινεί.

Τους διακρίνουν. Εις μέγα πλήθος
παρά την όχθην του Ιλισού,
όστις εκτείνει λείον το στήθος,
ωσεί ταινίαν από χρυσού,
υπό στρατάρχας τους Ηρακλείδας,
πάλλουσι δόρατα και ασπίδας.
Πλην προχωρούσιν; Ο ρους αφρίζει,
εις μαύρον αίμα παραρρυείς,
και συνορμώντας αναχαιτίζει
τους επιλήσμονας Δωριείς.

Άδικα τέκνα του Ηρακλέους!
Από ασύλου την Αττικήν,
ξένοι τοσούτου πατρώου κλέους,
εις γην μετέβαλον εχθρικήν.
Δι’ ην οφείλουν ευγνωμοσύνην,
ορμώσι σπείροντες δουλοσύνην.
Όταν ο πρόγονος ανακύψας
τους είδε τέμνοντας τον ισθμόν,
το πρόσωπόν του κατακαλύψας
βαρύν εξήνεγκε μυκηθμόν.

Εκείνος, σύντροφος του Θησέως,
τας Συμπληγάδας παραδραμών,
σύμμαχος ναύτης, έπλεεν έως
εις της Κολχίδος τον ποταμόν.
Ομού δ’ ελθόντες εις Αμαζόνας
ήραντο κλέος εις τους αιώνας
πλην οι υιοί των εις εναντίας
τώρα τρεπόμενοι στρατιάς,
κληροδοτούσι τας απεχθείας
κ’ εις τας μελλούσας των γενεάς.

Οξύ τους βλέπουν οι Αθηναίοι
κ’ ενώ το βλέμμα των αριθμεί,
εις πολεμίων αίματα πλέει
η δε καρδία των ευθυμεί
και αλαλάζουσιν ομοφώνως
και οι εχθροί των όλοι συγχρόνως.
Ούτω τα νέφη, πεπυκνωμένα
όταν καλύψουν τον ουρανόν,
αντιβροντώσιν, ετοιμασμένα
να μας γεννήσουν τον κεραυνόν.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 655
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 03-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο