Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ο Κόδρος Μέρος Ix
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130731 Τραγούδια, 269450 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο Κόδρος Μέρος Ix      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Επλάν’ ανήσυχος ο Κοδρίδης
από της πύλης τους οφθαλμούς,
όπως ιέραξ από της Ίδης
σκοπεί ακίνητος εις δρυμούς,
ο μεν προς λάφυρον ενεδρεύων,
ο δε τον Κόδρον κατασκοπεύων.
Είχεν εκείνος αποφασίσει,
άμα τελέσας τα ιερά,
ελθών εκείσε, να καταστήσει
πάσι τα δόξαντα φανερά.

Λοιπόν εμμέριμνος εθεώρει
πάντα φαινόμενον ασπιστήν,
ως απεκδέχετ’ αθώα κόρη
αργοπορούντα τον εραστήν.
Ελπίς ματαία! Δεν ανεφάνη,
η δεν ψυχή του στα χείλη φθάνει
και, αυστηρότατα παραγγείλας
ίνα φυλάττωσιν οι φρουροί
και τη Παλλάδι κλειστάς τας πύλας,
δρομαίως οίκαδ’ αναχωρεί.

Όπως δ’ η λύκαινα, όταν χάσει
εκ της ευνής των τους λυκιδείς,
αγρία φέρεται, και τα δάση
κατασκοπεύει μετά σπουδής,
ούτως εκείνος, όθεν επέρα
ζητεί ακράτητος τον πατέρα.
Πλην, μάτην ήλθεν εις τα τεμένη
ματαίως ήλθεν εις τους ναούς
και ματαιότερον χαλεπαίνει
προς τους πολίτας τείνων το ους!

Ιδού του Κόδρου τέλος ο οίκος.
Εισπίπτει, όλος παραφορά,
τον διατρέχει και κατά μήκος,
και κατά πλάτος τον διορά
αλλά εκείνος κ’ εντεύθεν λείπει...
Την απορίαν σκεπάζ’ η λύπη!
—Πού είν’ ο Κόδρος; Λέγε μ’ ευθέως
είπε προς γραίαν αποταθείς.
Κ’ εκείνη.—Σύννους εξήλθε τέως,
εσθήτα πένητος ενδυθείς.

Ως εξυπνούντες εκπεπληγμένοι
δύσπιστον τρίβομεν οφθαλμόν,
ούτως ο Μέδων έκπληκτος μένει
παθών ακούσιον τιναγμόν.
Επιλαβόμενος του μετώπου
αναμιμνήσκεται μετά κόπου.
Έπειτα δ’ ως τι ανακαλύψας,
κλείει το κοίλον των παλαμών
και, τους κροτάφους βαρέως τύψας,
εξήλθε, χείμαρρος εφορμών.

Πού τρέχει τάχα; Ούδ’ ούτος βλέπει
πλην σπεύδει, σπεύδει και καθ’ οδόν,
τυφλός παντάπασιν, ανατρέπει
παν το γινόμενον εμποδών
με την ταχύτητα δε του βέλους
φθάν’ εις τας τάξεις του επί τέλους.
Ουδείς ετόλμησε να μη φύγει
και, δια μέσου των διελθών,
ταχύς τας πύλας αυτός ανοίγει
κ’ εξέρχετ’ άφωνος απελθών.

Ούτως, οπόταν από της Οίτης
στογγύλος βράχος αποκοπεί,
κυλά ραγδαίως, συντρίβων πίτυς
κ’ ενσπείρων τρόμον βαρυδουπεί.
Όσον δ’ εις πρόποδας προσπελάζει
τόσον το τάχος διπλασιάζει
ενώ η έλαφος, αι δορκάδες,
εξεγειρόμεναι προς φυγήν,
πηδούν περίφοβοι και δρομάδες
άλλην ζητούσι καταφυγήν.

Καθείς νομίζει, προ του πατρός του
απήλθ’ ο Μέδων να φονευθεί,
ενώ εκείνος του πνεύματός του
τας καταιγίδας ακολουθεί.
Προς αίμα δ’ αίφνης εξολισθήσας
έπιπτε, πτώμα ψυχρόν εγγίσας
αλλ’ ανωρθώθη σταθείς ηρέμα,
κ’ υπό ακτίνα φωτός ωχράν,
είδε του Κόδρου σβεσθέν το βλέμμα
και τη μορφήν του τη μελιχράν.

Ευρύνει κόρας εκπεπληγμένας
κόμην και μύστακας ανορθοί
στυλώνει χείρας προτεταμένας,
ωσεί τον άνεμον απωθεί
ημικλεισμένον αφήνει στόμα,
κ’ εξολισθούντος δεικνύει σώμα.
Θέλει να κράξει φωνήν δεν έχει.
Θέλει να φύγει αδυνατεί.
Θέλει να κλάψει δάκρυ δεν τρέχει
και, Τρόμου άγαλμ', ακινητεί.

Κ’ ήθελεν ίσως του εξαρπάσει
αγρία ζάλη το λογικόν,
αν, ακατάληπτος τη οράσει,
πνεύμα συνέσεως μυστικόν
εις την ψυχήν του δεν ενεφύσα
φίλη θεότης παρασταθείσα.
Συνήλθε μόλις και μετά βίας
και, τον πατέρα περιπτυχθείς,
τρανώς ανώμωξεν εκ καρδίας,
εις μαύρα δάκρυ’ αναλυθείς.

Την οιμωγήν του απεμιμήθη
ηχώ στεναξασα θρηνωδός,
και το στρατόπεδον εκινήθη
των Δωριέων θορυβωδώς
κ’ εδόθ’ εξαίφνης η πόλις πάσα
εις θρηνωδίας, εξαναστάσα
αλλά, του άστεως κηδομένη,
επέστη τέλος η Αθηνά,
(μόνω τώ Μέδοντι φαινομένη, )
κ’ από της νάρκης τον εξυπνά.

"Εγείρου, Μέδων, " είπε, λαβούσα
εκείνον κλαίοντα της χειρός,
ενώ τας φρένας, ούτως ειπούσα,
τω ενεψύχωσεν ισχυρώς.
"Σκεφθείς ολίγον έπειτα κρίνε
κλαυθμών και θρήνων καιρός αν είναι.
Ένθεν το πλήθος των πολεμίων
αν σ’ εννοήσει σε πλημμυρεί
ένθεν η πόλις, ως κούφον πλοίον
χωρίς οιάκων, ποντοπορεί.

"Δε θέλει θρήνους ο τελευτήσας
υπέρ της δόξης και της τιμής.
Προς τους θανόντας η αρετή σας
δεν καταφαίνετ’ εν οδυρμοίς
και του μεν Κόδρου το κλέος άλλη
ενθουσιώσα φωνή θα ψάλει
η δ’ αρετή του, διαδραμούσα
και τας θαλάσσας και τας ξηράς,
θ’ αφήνει σπόρον, επιδημούσα,
αυταπαρνήσεως καθαράς.

"Συ δε, τον κείμενον επιτρέψας
εις την προφύλαξιν των θεών,
ευθύς αναγγειλον επιστρέψας
την σωτηρίαν εις τον λαόν.
Κανείς της πόλεως μη προβάλει,
μηδ’ ανανδρίας κραυγήν εκβάλει
άμα δ’ αρθείσα φαιδρά ημέρα
τας ακρωρείας επιχρυσοί,
ελθέ και ζήτησον τον πατέρα
κήρυξ μετ’ άλλων κηρύκων συ".

Ως υψιτράχηλος, υπ’ ακτίνων
λαμπρού Φαέθοντος θερμανθείς,
βρέχετ’ ο Καύκασος, υπαφίνων
ψυχρούς χειμάρρους πολυβαθείς,
ούτως ο Μέδων με βλέμμα κρύον
προ της Παλλάδος μένει δακρύων.
Λύσας δε τέλος την αγρυξίαν
δια βαρείας είπε φωνής.
"Φαίνει βεβαίως οδόν αισίαν
Θεός ανθρώποις επιφανείς...

"Αλλ’ όταν άφθονος επιρρεύσει
εν την ψυχή μας η συμφορά,
καθείς αγόνως θα συμβουλεύσει.
ο νους το ίδιον καθορά.
Κ’ εγώ μεν τώρα δε θα θρηνήσω
αλλ’ όμως, πάτερ, θα σ’ εκδικήσω.
Τρέμετε κύνες! Πας εναντίος
εδώ θα πέσει κατακοπείς"
και ξιφουλκήσας ώρμησ’ αγρίως,
ίσα με φλόγα της αστραπής.

Αλλά, της κόμης του δραξαμένη,
τον ανεχαίτισεν η Παλλάς
και, κατ’ ολίγον οργιζομένη,
τρέπει τους λόγους εις απειλάς.
"Θνητός , το είπε, τοις αθανάτοις
αλόγους φρένας πώς αντιτάττεις;
Αφού το θείον ούτω προκρίνει
να κλίνεις πρέπει την κεφαλήν".
Εστάθ’ εκείνος το ξίφος κλίνει
κ’ επαναστρέφει με συστολήν.

Μόλις απήλθεν, η όχθη πάσα
έχυσε ρεύματα φωτεινά.
Παρά το σύνηθες παραστάσα
νεκρώ ατάφω η Αθηνά,
πεφυλαγμένως ολίγον κύπτει,
με την ασπίδα της τον καλύπτει,
τρόμον τοις πέριξ εχθροίς εμβάλλει,
ως πυρ απέρχετ’ αστραπηδόν.
Κ’ ήλθε μακρόθεν θρήνους να ψάλει
του Ελικώνος η αηδών.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 598
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 04-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο