Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ο Κόδρος Μέρος Viii
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130730 Τραγούδια, 269450 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο Κόδρος Μέρος Viii      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Η Φοίβη εύκυκλος επιχύνει
ωχράς ακτίνας τη Αττική.
Θαρρείς προείδεν, ότι θα γίνει
λαμπάς και δόξης και νεκρική
και δια τούτο εν τη νεφέλη
τα Θεία κάλλη να κρύψει θέλει.
Κατά το τρίτον της τροχιάς της
αναδραμούσα τον ουρανόν,
πλαγίας στέλλει μαρμαρυγάς της
υπό το τείχος των Αθηνών.

Όπως δ’ ο Άτλας εξελαφρώθη,
φαιδρός τους ώμους ανακινών,
οπόταν, εύπιστος, εφορτώθη
ο της Αλκμήνης τον ουρανόν,
ούτως εγέλασεν αναπνεύσας,
όταν ο γέρων εξήλθε σπεύσας.
Κ’ ενώ την τόλμην του παρεξήγει
της πύλης έσωθεν η φρουρά,
εκείνος έμφροντις κατεπείγει
προς δύσιν βήματα σοβαρά.

Χιτώνα φέρει περί το σώμα
κ’ εσθήτα πένητος χωρικού,
πλην υπερήφανον στρέφει τ’ όμμα
και μετά σθένους νεανικού,
αίρ’ εις τον ώμον στιλπνήν αξίνην,
εγκατοπτρίζουσαν την σελήνην.
Ενώ δ’ εις στίφη των πολεμίων
ο λεοντόθυμος προχωρεί,
νομίζει κύλικες συμποσίων
τον περιμένουσι και χοροί.

Κ’ ενθουσιώδη τονίζων χείλη,
τοιούτον άσμα δημιουργεί.
"Εγώ υπάγω, πατρίς μου φίλη,
όπου η χείρ σου με οδηγεί,
όπου η Θεία με στέλλει Τύχη
συ δε, πατρίς μου, μακρόν ευτύχει.
Χαίρε, καλλίστη Παλλάδος πόλι,
γλυκύ μου μέλημα και τερπνόν!
Της γης ας μάθουν κ’ οι δύο πόλοι
ότι σε σώζω, βαρύς υπνών.

"Ως εχαιρέτησα διαστέρους
τους αδουλώτους σου ουρανούς
και ως εθαύμασα ελευθέρους
τους φιλοχόρους αυτών φανούς,
ούτως αζεύκτους σοί τους αφήνω
κ’ εις τας αγκάλας σου, μήτερ, κλίνω
επικατάρατος πας εχθρός σου.
Πάσα του δύναμις ας θραυσθεί
επί του στήθους ενός παιδός σου
και η πατρίς μου ας δοξασθεί".

Τοιαύτα έψαλλε και προυχώρει
προς το στρατόπεδον των εχθρών.
Όταν δ’ εις νέφος η Φοίβη κόρη
το βλέμμα έκλεισε το νωθρόν,
μικρόν τον δρόμον του παραλλάζει
κ’ εις το παρόχθιον πλησιάζει....
Αγρύπνου δούλου θαρρείς σκαπάνη
εις ακανθώδεις θάμνους θροεί
κ’ ευθύς τον ήχον καταλαμβάνει
των Δωριέων η ακοή.

Τρεις ανεπήδησαν οπλισμένοι
από τα σκότη, ωσεί Σπαρτοί.
Καθείς αγρίαν ορμήν εμφαίνει
και ως η τίγρις περιπατεί.
Τήδε κακείσε οξείς προσέχουν
και προς τον ήχον οργίλοι τρέχουν.
Βλέπουν έν’ άνδρα.—Τις ει ο φέρων
ανησυχίαν εις τον στρατόν;
—Φρυγανοκόπος, άχρηστος γέρων,
ο τελευταίος των πολιτών.

—Και πώς προτείνεις αυθάδη μέλη
προς παρατάξεις στρατιωτών;
—Νομίζων, ότι χοίρων αγέλη
εγείρει τόσον αλαλητόν.
—Κακήν το στόμα σου κλείει γλώσσαν!
—Καλώς το φρόνημα παριστώσαν.
—Το γήρας σέβας μας επιβάλλει,
άλλως, θα έκεισο κατά γης.
—Και τις τον γέροντα θα προσβάλει
χωρίς να πέσει πρώτος πληγείς;

—Φαίνεται, γέρον, η μαύρη πείνα
σ’ επισκοτίζει τον μυελόν
ως πειναλέον σ’ αφήνω χήνα
να μας υβρίζεις παραλαλών.
—Τροφήν οι κύνες όταν δεν έχουν
εις ξένας θύρας ομοίως τρέχουν.
—Αν ήμην κύων, άθλιε γέρον,
θα σου κατέτρωγον τα οστά.
—Κ’ εγώ, τοιαύτην αξίνην αίρων,
θα σε κατέκοπτον εις λεπτά.

Ευθύς εμβρόντητη η αξίνη
επί το κράνος το υψηλόν
και την αχρείαν ψυχήν του χύνει,
διατεμούσα τον μυελόν.
Τρις, ως ο ρόμβος, περιεστράφη,
και εις το αίμα πεσών εβάφη.
Ένα δεν ίσχυσε καν εκτάδην
ν’ αντικτυπήσει συσπαραγμόν,
αλλ’ εκρημνίσθη βαρύς εις Άδην,
αφείς υπόκωφον στεναγμόν.

Αν δύο λύκοι γενναίον ίππον
συναπαντήσωσιν εις δρυμούς,
τον της οπλής του τρέμοντες κτύπον,
μυρίους γράφουσιν ελιγμούς.
Ορμώσι φεύγουσι πλησιάζουν
ενώ δ’ εις γνάθους αέρ’ αρπάζουν,
απηλπισμένοι συνολολύζουν.
Κατά του ξένου κ’ οι Δωριείς
ορμούν αγρίως, ευθύς γυρίζουν,
κ’ ευθύς ορμώσι μετά βοής.

Τας βλασφημίας των δύο άλλοι
ήλθον ακούσαντες απνευστί...
Εν αιματώδει σκοτίω πάλη
τις εξηπλώθη μεγαλωστί;
Ευρύς τα νώτα, άοπλος γέρων,
πληγάς χαινούσας μυρίας φέρων
έπεσεν! Ούτως Αστερογείτων
καμφθείσα λεύκη πίπτει πρηνής,
όταν την κόψει χαλυβοχίτων
εργάτου πέλεκυς απηνής.

Και όπως, κλίνουσα η Σελήνη
προς του ορίζοντος την ακτήν,
το τελευταίον της βλέμμ’ αφήνει
προς τον κοιμώμενον εραστήν,
ούτως ο γέρων, το δύον βλέμμα
προς τας Αθήνας στρέψας ηρέμα,
"το τελευταίον του Κόδρου χαίρε
πατρίς μου, λάβε, αγαπητή
κ’ ελευθερίαν τω κόσμω φέρε".
Είπε, κ’ εξέπνευσ’ αστενακτεί.

Η λέξις Κόδρος τα ώτα πλήττει
των Δωριέων ως κεραυνός
επάνωθέν του έκαστος φρίττει
μήπως κρημνίζετ’ ο ουρανός
και ωσεί ξόαν’ ακινητούντες,
αλλήλους χάσκουσι θεωρούντες.
—Κόδρος ο άναξ των δεν καλείται;
—Ιδού η όψις του η ωχρά!
—Νικώμεν ήτταν, ω συνοπλίται!
—Τα λάφυρά μας φυγή αισχρά!

Τοιαύτα είπον χαμηλοφώνως
και πριν εκείθεν αποσυρθούν,
ο εις προτείνει, κρυπτός ο φόνος
ότι θα μείνει να ορκισθούν.
Τεσσάρας χείρας ωχροί συμπλέκουν
και εις τα σκότη τον όρκον πλέκουν.
Διότι κήρυξ εις τον στρατόν των
θανάτου έσπειρεν απειλήν
να μη εγγίσωσι των εχθρών των
του βασιλέως την κεφαλήν.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 597
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 04-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο