Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ο Κόδρος Μέρος Iii
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130714 Τραγούδια, 269450 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο Κόδρος Μέρος Iii      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Ο Φοίβος τέμνων με λάμπον βήμα
καθαρομέτωπον ουρανόν,
φλογώδες σκάφος ελαύνον κύμα
εις σαπφειρώδη ωκεανόν,
την υπερήφανον ήδη πτήσιν
προς την ροδόχρουν έκλινε δύσιν.
Χρυσαί ακτίνες επιφωτίζουν
τας κορυφώσεις του Υμηττού
και το φαλάκρωμα καλλωπίζουν
του λιθοστέρνου Λυκαβηττού.

Πλην μάτην πλέον εναντιούται
τοις Δωριεύσιν ο Ιλισός.
Ματαίως άπελπις εξογκούται
καταφερόμενος περισσός.
Τη αποφάσει της επιμένει
αδυσωπήτως η Ειμαρμένη.
Λοιπόν με βίαν αυτοί μεγάλην
την μίαν όχθην του παραιτούν
και, διαβάντες επί την άλλην,
το προστυγχάνον λεηλατούν.

Εις δε την πόλιν οι Αθηναίοι,
εν τη πλατεία της αγοράς,
όπως περίφοβοι, όταν πνέει
τοξεύων χάλαζον ο βορράς,
εις τους σηκούς των οι άρνες τρέχουν,
τω Μελανθίδει τον νουν προσέχουν.
Εκείνος, σκήπτρον κρατών εις χείρας,
θνητός πλην όμοιος με θεόν,
εκ των ομμάτων βάλλων σπινθήρας,
τοιαύτα λέγει προς τον λαόν.

"Όχι. Δεν έχει ορθώς το ρήμα,
εις ο πιστεύουσιν οι θνητοί,
ότι του βίου τυφλή το νήμα
της Ειμαρμένης η χειρ κρατεί.
Σπουδαία γνώμη φαίνετ’ εκείνη.
Συν Αθηναίει και χείρα κίνει.
Εάν τον Ξάνθον δεν απησχόλει
του Κόδρου ένοπλος ο πατήρ
θα τον εφόνευε; και τη πόλει
θ’ απεκαλείτο άναξ σωτήρ;

"Δύο τα πάντα διέπουν τύχαι,
διπλούς του βίου μας βασιλεύς,
διπλήν τη μοίραν, λέγουσιν, είχε
και ο της Θέτιδος Αχιλλεύς.
Δεν έχουν ταύτα μικράν αξίαν;
Λοιπόν ακούσατε τον Λοξίαν
ή σεις δεσπόται των Αθηναίων,
προβαλλομένων κάραν δειλήν,
ή `κείνοι τρόμος των Δωριέων,
αποκοπέντες την κεφαλήν.

"Αύτα ετραύλισεν η Πυθία
προς τους αγνώμονας Δωριείς,
όταν ηρώτων, η αδικία
εάν αρέσκει και τοις θεοίς.
Αύτα αι πτέρυγες της φιλίας
κατ’ επινεύσεις φέρουσι θείας
και όστις δήποτε τα μανθάνει
τοιουτοτρόπως τα εξηγεί.
Ή την ζωήν του ο Κόδρος χάνει,
η ταις Αθήναις υποταγή".

Όπως ο άνεμος εις τα δάση,
οξύς αθρόον επιρρυείς,
την ησυχίαν διαταράσσει,
σείων τους κλάδους μετά βοής,
ούτω ταράσσει τους Αθηναίους
με δύο λόγους, τους τελευταίους.
Ως ογκουμένη του πόντου πλάτη,
ανακινείται η αγορά
βοή δ’ εγείρεται αυτομάτη,
συγκεχυμένη και θλιβερά.

Αλλά την χείρα γλυκύς απλώσας
ο Μελανθίδης προς τον λαόν,
σιγήν επέβαλεν εις τας γλώσσας,
εγείρων μέτωπον αγλαόν.
Με νεύμα μόνον και λέξιν μίαν
παντού επέχυσεν ηρεμίαν.
Ούτως, η Νύμφη Κυματολήγη
χύνει μειδίαμα ελαφρόν
και, υπακούσας ο πόντος, λήγει
και των κυμάτων και των αφρών.

Εξηκολούθησ’ ο Μελανθίδης,
πατήρ προς τέκνα, δημηγορών.
"Τοιαύτα είπεν ο Λητοΐδης,
περί δικαίων ολιγωρών
πλην υπό ταύτα τα θεία έπη
την άλλην έννοιαν τις δεν βλέπει;
Η ζεις αδόξως, ω Κόδρε, λέγει,
ή αποθνήσκεις μετά τιμής.
Δύο μοιραίας οδούς προλέγει
ίνα τραπώμεν μίαν ημείς.

"Εγώ δ’ ενδόξων ηρώων γόνος,
εκείνους έχων υπογραμμόν,
δεν υπεραίρομαι, ωσεί μόνος
την ευδοξίαν υπερτιμών.
Το φως ο ήλιος τη σελήνει
τας αρετάς των ημίν εκείνοι
εγώ δε, πάσι μεταβιβάζων
φιλοπατρίας μαρμαρυγήν,
ποθώ την δύσιν, αστήρ αυγάζων
επ’ ελευθέραν εισέτι γην.

"Υπέρ γονέων, παίδων, πατρίδος,
είναι ο θάνατος εορτή
επ’ ελευθέρας πίπτουσ’ ασπίδος,
δεν αποθνήσκει η αρετή.
Είναι των δούλων πικρός ο βίος
πλην ζει ο ήρως ή πίπτει θείος.
Και αν κατείχον ψυχάς μυρίας,
παρά τη φύσιν των γηγενών,
υπέρ της φίλης ελευθερίας
θα τας εκίρνων των Αθηνών".

Δεν είχε παύσει, και, επ’ ασπίδος
ο ήρως Μέδων ανορθωθείς,
όπως εγείρετ’ εκ της παγίδος
ορνέων άναξ απολυθείς,
είπεν. "Ο γέρων δεν είν’ αισχύνη
αντί των νέων αίμα να χύνει;
Οποία δόξα θα περιβάλει,
τις υπολήπτεται τον υιόν,
ος αντί ξίφους, δειλός, προβάλλει
στήθος γεννήτορας πολιόν;

"Ζητούν σωτήρα των αι Αθήναι
την εστεμμένην των κεφαλήν
ο Μέδων σπλάγχνον σου μη δεν είναι;
Ψυχήν ο Μέδων έχει δειλήν;
Αυτόν η χειρ σου πριν ή νυκτώσει
διάδοχόν σου ας ανυψώσει.
Εγώ δε, πίπτων προ του πατρός μου
νόμιμος άναξ των Αθηνών,
δια του ρέοντος αίματός μου
εξιλεώνω τον ουρανόν".

Ως ευφημίαν άκων εκβάλλει
από το στόμα πας θεατής,
όταν αντίπαλον καταβάλλει
εν τοις αγώσιν ο παλαιστής,
ούτω τον Λαομέδοντα ευφημούσι.
Θέλουν ο γέρων να υπακούσει.
Αλλ’ αναβλέψας φαιδρός εκείνος
προς τον δακρύσαντ’ αυτού υιόν,
"Μάθε, τω είπε, πως ακινδύνως
δε θ’ απατήσει τις τον Θεόν.

"Θέλει το θείον τας εντολάς του
να εκτελώμεν μετά χαράς,
και τας καρδίας εις τας βουλάς του
θέλει να κλίνωμεν καθαράς.
Την αρετήν σου αναγνωρίζω
τας ευλογίας μου σοι χαρίζω
πλην περισσότερος δεν μας μένει
προς καταναλωσιν ο καιρός.
Πας Αθηναίος ας αναμένει
την σωτηρίαν του σταθερός".

Του Φοίβου δύοντος απεχώρει
κ’ ιδού μετέωρον φωτεινόν,
διολισθαίνον ανά τα όρη,
εγκαταλείπει τον ουρανόν.
Τον ηκολούθησεν ο υιός του,
τον ηκολούθησεν ο λαός του,
όπως τα πρόβατα τον ποιμένα
με κεκλιμένας τας κεφαλάς,
ενώ την Φοίβην η νυξ εγέννα
προς ωχριώσας ανατολάς.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 543
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 03-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο