Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ο Κόδρος Μέρος Vi
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130737 Τραγούδια, 269452 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο Κόδρος Μέρος Vi      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Δυάς ορθούται μεγίστων πίθων
παρά τα δώματα του Διός.
Εν τούτοις πάλαι, κατά τον μύθον,
τον χρόνον έκλεισεν ευφυώς,
ίνα μη σπεύδει ακανονίστως,
ολίγος τώρα, έπειτα πλείστος.
Κυφός δ’ εν μέσω ίσταται γέρων,
από λαγόνων πολυβαθών
θολά τα μέλλοντα μεταφέρων
εις το λευκότερον παρελθόν.

Κατά σταγόνας, εν μοίρα ίσει,
αυτός, αείποτε κινητός,
είχεν ακάματος μεταγγίσει
τινά δωδέκατα της νυκτός
από των στέρνων του ακενώτου
εις την κοιλίαν του απλήρωτου.
Κ’ Δυάς ορθούται μεγίστων πίθων
παρά τα δώματα του Διός.
Εν τούτοις πάλαι, κατά τον μύθον,
τον χρόνον έκλεισεν ευφυώς,
ίνα μή σπεύδει ακανονίστως,
ολίγος τώρα, έπειτα πλείστος.
Κυφός δ’ εν μέσω ίσταται γέρων,
από λαγόνων πολυβαθών
θολά τα μέλλοντα μεταφέρων
εις το λευκότερον παρελθόν.

Κατά σταγόνας, εν μοίρα ίσει,
αυτός, αείποτε κινητός,
είχεν ακάματος μεταγγίσει
τινά δωδέκατα της νυκτός
από των στέρνων του ακενώτου
εις την κοιλίαν του απλήρωτου.
Κ’ είδον ουράνιοι τόσοι λύχνοι,
υπό το φως των το μαγικόν,
κατά την πύλην ευθύνον ίχνη
ζεύγος αγνώριστον γυναικών.

Εις μαύρους πέπλους κεκαλυμμέναι
ακροπατουσιν αψοφητί,
ωσεί δορκάδες, επτοημέναι
μη τας ιδώσιν εν τω φωτί.
αλλά μήν ήτο θεά Εκάτη
κ’ εις τας τριόδους περιεπάτει;
Σκιαί μην ήσαν νεκρών ατάφων
αίρουσαι πόδα πολυπλανή,
κ’ έρχονται τώρα ζητούσαι τάφον
από τον άστοργον συγγενή;

Ουδέν τοιούτον. Εστηριγμένη
εις τον βραχίονα της μιας,
σπεύδ’ η ετέρα, συνδεδεμένη
όπως εις δένδρον παραφυάς.
Μεστόν το βλέμμα κρύπτει δακρύων
και εις τας φλέβας το αίμα κρύον.
Αλλά η θλίψις δεν τη μαραίνει
ερυθριώσας τας παρειάς,
όπως εις μήλον όταν εμβαίνει
ο σκώληξ φείδεται της χροιάς.

Η δ’ άλλη, αίρουσα επί ώμων
πολλάς δεκάδας ενιαυτών,
εις αποθήκας φρενών αμώμων
πολύν συνήγαγεν αμητόν,
όθεν τα δέοντα νυν εκλέγει
και προς την κόρην τοιαύτα λέγει
"ιδέ τον βίον μας ως σανίδα
εις λίμνην, θύγατερ, σκοτεινήν,
έχουσαν άγκυραν την ελπίδα
και την ευρείαν υπομονήν.

"Οτέ γαλήνη άλλοτε ζάλη
και μετ’ ολίγον μαύρος χειμών!
Και μετ’ ολίγον; Ο ναύτης βάλλει
οίνον εις κύλικας ευθυμών.
Προς τιί του βίου τοσούτον μίσος;
Αύριον έσται άμεινον ίσως".
Τοιαύτα σώφρων είπεν εκείνη,
τροφός προς δέσποιναν προσφιλή.
Μικρόν δ’ η κόρη ως άνθος κλίνει
και άλλ’ αντ’ άλλων τη ομιλεί.

"Γλυκάς ο έρως τας ρίζας έχει,
αλλά δεν έχει και τους καρπούς.
Ηξεύρεις, γραία, πού τάχα τρέχει
τών ερωμένων πταίων ο πούς;....
Μικρόν αν ούτοι ευδαιμονούσι
τίνα δαιμόνων παραπονούσι;
Και συ ακούεις δούπους ηρέμα;
Ρόγχους ακούεις κατά μικρόν;
Βλέπεις κινδύνους!.. Συγκρούσεις!.. Αίμα!..
Κανένα βλέπεις και συ νεκρόν;"

Ούτως ωμίλει αλλοφρονούσα.
"Ευφήμει, θύγατερ, ατυχή,
είπεν η γραία, συμπροχωρούσα,
κτύπος πλησίον μας αντηχεί.
Σύνελθε σίγα φθάνομεν ήδη
παρά τη πύλει και τω Κοδρίδει".
—Και τω Κοδρίδει!— Κατακαλύπτει
ούτως ειπούσα, σώμα ψυχρόν
και την ευγένειαν υποκρύπτει
υπό περίβλημα πενιχρόν είδον ουράνιοι τόσοι λύχνοι,
υπό το φως των το μαγικόν,
κατά την πύλην ευθύνων ίχνη
ζεύγος αγνώριστον γυναικών.

Εις μαύρους πέπλους κεκαλυμμέναι
ακροπατουσιν αψοφητί,
ωσεί δορκάδες, επτοημέναι
μη τας ιδώσιν εν τω φωτί.
αλλά μην ήτο θεά Εκάτη
κ’ εις τας τριόδους περιεπάτει;
Σκιαί μην ήσαν νεκρών ατάφων
αίρουσαι πόδα πολυπλανή,
κ’ έρχονται τώρα ζητούσαι τάφον
από τον άστοργον συγγενή;

Ουδέν τοιούτον. Εστηριγμένη
εις τον βραχίονα της μιας,
σπεύδ’ η ετέρα, συνδεδεμένη
όπως εις δένδρον παραφυάς.
Μεστόν το βλέμμα κρύπτει δακρύων
και εις τας φλέβας το αίμα κρύον.
Αλλά η θλίψις δεν τη μαραίνει
ερυθριώσας τας παρειάς,
όπως εις μήλον όταν εμβαίνει
ο σκώληξ φείδεται της χροιάς.

Η δ’ άλλη, αίρουσα επί ώμων
πολλάς δεκάδας ενιαυτών,
εις αποθήκας φρενών αμώμων
πολύν συνήγαγεν αμητόν,
όθεν τα δέοντα νυν εκλέγει
και προς την κόρην τοιαύτα λέγει
"ιδέ τον βίον μας ως σανίδα
εις λίμνην, θύγατερ, σκοτεινήν,
έχουσαν άγκυραν την ελπίδα
και την ευρείαν υπομονήν.

"Οτέ γαλήνη άλλοτε ζάλη
και μετ’ ολίγον μαύρος χειμών!
Και μετ’ ολίγον; Ο ναύτης βάλλει
οίνον εις κύλικας ευθυμών.
Προς τιί του βίου τοσούτον μίσος;
Αύριον έσται άμεινον ίσως".
Τοιαύτα σώφρων είπεν εκείνη,
τροφός προς δέσποιναν προσφιλή.
Μικρόν δ’ η κόρη ως άνθος κλίνει
και άλλ’ αντ’ άλλων τη ομιλεί.

"Γλυκάς ο έρως τας ρίζας έχει,
αλλά δεν έχει και τους καρπούς.
Ηξεύρεις, γραία, πού τάχα τρέχει
των ερωμένων πταίων ο πους;....
Μικρόν αν ούτοι ευδαιμονούσι
τίνα δαιμόνων παραπονούσι;
Και συ ακούεις δούπους ηρέμα;
Ρόγχους ακούεις κατά μικρόν;
Βλέπεις κινδύνους!.. Συγκρούσεις!.. Αίμα!..
Κανένα βλέπεις και συ νεκρόν;"

Ούτως ωμίλει αλλοφρονούσα.
"Ευφήμει, θύγατερ, ατυχή,
είπεν η γραία, συμπροχωρούσα,
κτύπος πλησίον μας αντηχεί.
Σύνελθε σίγα φθάνομεν ήδη
παρά τη πύλει και τω Κοδρίδει".
—Και τω Κοδρίδει!— Κατακαλύπτει
ούτως ειπούσα, σώμα ψυχρόν
και την ευγένειαν υποκρύπτει
υπό περίβλημα πενιχρόν.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 597
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 03-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο