Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Η επαίτης τη Βιζύης
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130737 Τραγούδια, 269453 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η επαίτης τη Βιζύης      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Της Θράκης τα χωριά πολλά,
σαν την Βιζώ, κανένα,
με γειτονιά στα χαμηλά,
που Πλάτσα τήνε λένα.
Στης Πλάτσας την αγελαριά
μια πέτρα, `να κοτρόνι
δίπλα στην πέτρα μια γριά
την φούχτα της απλώνει:
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν’ άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν `σκοτωμένα!

Ανεμοζάλες την χτυπούν,
φουρτούνες τήνε δέρνουν
και τα φακιόλια της αρπούν
και τα μαλλιά της σέρνουν.
Μα, σαν την πέτρ’ αυτή στεριά,
δεν σειέται, δε σαλεύει,
μόνο θλιμμένα και βαριά
τα χείλη γαργαλεύει:
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν `σκοτωμένα!

Η θλίψη έσκαψε πολλά
στην όψη της αυλάκια,
που της ερρεύσαν τα θολά
ποτάμι απ’ τα `ματάκια.
Εχάλασε, κ’ έχει σταθεί
του νου της τ’ ωρολόγι.
Στο καύκαλό του το βαθύ
γυρνούν μόνον οι λόγοι:
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν σκοτωμένα!

Σαν λυσσασμένα τα σκυλιά
χυμήσανε, προφθάξαν!
σαν φίδια `μπήκαν στη φωλιά
και μου την ερημάξαν!
Σαν κουκουβάγια μοναχή,
που μέσ’ στον κάμπο κλαίει,
μ’ αφήκαν `μένα τη φτωχή
χωρίς ψωμί και στέγη!
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν `σκοτωμένα!

Εμπρός μου είδα η ορφανή
το `να μου παλληκάρι,
πως `σπαρταρούσε, σαν αρνί
μπροστά στον μακελάρη!
Τ’ άλλο τους Τούρκους κυνηγεί,
σαν θαρρετό ξεφτέρι...
Μια σφαίρα το `ρριψε στην γη
με το σπαθί στο χέρι!...
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν σκοτωμένα!

Χωρίς θυμιάμα και κερί,
χωρίς παππά και διάκο,
έσκαψα μόν’ η θλιβερή
στον κήπο μ’ ένα λάκκο...
Δυο μ’ εσκοτώσαν τα σκυλιά,
τα δυο μου τ’ αγοράκια
μα, τρία `θάψαν αγκαλιά
τα χέρια μ’ αδελφάκια!
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν `σκοτωμένα!

Την κόρη `θέλαν μοναχή
γερή να την αρπάξουν
να της μολέψουν την ψυχή
την πίστη της ν’ αλλάξουν!
Ποιανού βαστά ποτέ καρδιά,
ποια μάνα το `πομένει,
να διεί σφαγμένα δυο παιδιά,
μια κόρη τουρκευμένη;
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν σκοτωμένα!

Βοήθεια η κόρη με ζητά,
βοήθεια με γυρεύει!
Με το θεριό που την κρατά
του κάκου πια παλεύει!
"Ω, μάνα! Τρέξε στην στιγμή
και γλύτωσ’ μ’ απ’ το κρίμα!
Παρά γερή χωρίς τιμή,
κάλλιο μ’ αυτή στο μνήμα".
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν σκοτωμένα!

Σαν μαχαιριές οι λόγ’ αυτοί
τα σπλάχνα μου σπαράζουν.
Οι σπαραγμοί μ’ οι δυνατοί
τα σίδερά μου σπάζουν.
Ο νους μου μ’ έχει `νταλωθεί
γαίμα παντού `ξανοίγω...
Του γιου μ’ αρπάζω το σπαθί
στα στήθη της το `μπήγω!—

Εδώ, της πνίγει τη φωνή
της λύπης το ποτάμι
και μια τρεμούλα την κλονεί,
σαν ξέβαθο καλάμι!
Κι ώρα πολλή μέν’ η γριά
με κρεμαστό κεφάλι
και με νεκρόχλωμη θωριά,
και δεν τολμά να ψάλει!
Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν’ άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν `σκοτωμένα! τα χωριά πολλά,
σαν την Βιζώ, κανένα,
με γειτονιά στα χαμηλά,
που Πλάτσα τήνε λένα.
Στης Πλάτσας την αγελαριά
μια πέτρα, `να κοτρόνι
δίπλα στην πέτρα μια γριά
την φούχτα της απλώνει:
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν’ άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν `σκοτωμένα!

Ανεμοζάλες την χτυπούν,
φουρτούνες τήνε δέρνουν
και τα φακιόλια της αρπούν
και τα μαλλιά της σέρνουν.
Μα, σαν την πέτρ’ αυτή στεριά,
δεν σειέται, δε σαλεύει,
μόνο θλιμμένα και βαριά
τα χείλη γαργαλεύει:
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν `σκοτωμένα!

Η θλίψη έσκαψε πολλά
στην όψη της αυλάκια,
που της ερρεύσαν τα θολά
ποτάμι απ’ τα `ματάκια.
Εχάλασε, κ’ έχει σταθεί
του νου της τ’ ωρολόγι.
Στο καύκαλό του το βαθύ
γυρνούν μόνον οι λόγοι:
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν σκοτωμένα!

Σαν λυσσασμένα τα σκυλιά
χυμήσανε, προφθάξαν!
σαν φίδια `μπήκαν στη φωλιά
και μου την ερημάξαν!
Σαν κουκουβάγια μοναχή,
που μέσ’ στον κάμπο κλαίει,
μ’ αφήκαν `μένα τη φτωχή
χωρίς ψωμί και στέγη!
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν `σκοτωμένα!

Εμπρός μου είδα η ορφανή
το `να μου παλληκάρι,
πως `σπαρταρούσε, σαν αρνί
μπροστά στον μακελάρη!
Τ’ άλλο τους Τούρκους κυνηγεί,
σαν θαρρετό ξεφτέρι...
Μια σφαίρα το `ρριψε στην γη
με το σπαθί στο χέρι!...
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν σκοτωμένα!

Χωρίς θυμιάμα και κερί,
χωρίς παππά και διάκο,
έσκαψα μόν’ η θλιβερή
στον κήπο μ’ ένα λάκκο...
Δυο μ’ εσκοτώσαν τα σκυλιά,
τα δυο μου τ’ αγοράκια
μα, τρία `θάψαν αγκαλιά
τα χέρια μ’ αδελφάκια!
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν `σκοτωμένα!

Την κόρη `θέλαν μοναχή
γερή να την αρπάξουν
να της μολέψουν την ψυχή
την πίστη της ν’ αλλάξουν!
Ποιανού βαστά ποτέ καρδιά,
ποια μάνα το `πομένει,
να διεί σφαγμένα δυο παιδιά,
μια κόρη τουρκευμένη;
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν σκοτωμένα!

Βοήθεια η κόρη με ζητά,
βοήθεια με γυρεύει!
Με το θεριό που την κρατά
του κάκου πια παλεύει!
"Ω, μάνα! Τρέξε στην στιγμή
και γλύτωσ’ μ’ απ’ το κρίμα!
Παρά γερή χωρίς τιμή,
κάλλιο μ’ αυτή στο μνήμα".
—Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν σκοτωμένα!

Σαν μαχαιριές οι λόγ’ αυτοί
τα σπλάχνα μου σπαράζουν.
Οι σπαραγμοί μ’ οι δυνατοί
τα σίδερά μου σπάζουν.
Ο νους μου μ’ έχει `νταλωθεί
γαίμα παντού `ξανοίγω...
Του γιου μ’ αρπάζω το σπαθί
στα στήθη της το `μπήγω!—

Εδώ, της πνίγει τη φωνή
της λύπης το ποτάμι
και μια τρεμούλα την κλονεί,
σαν ξέβαθο καλάμι!
Κι ώρα πολλή μέν’ η γριά
με κρεμαστό κεφάλι
και με νεκρόχλωμη θωριά,
και δεν τολμά να ψάλει!
Ω, δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά
έν’ άσπρο και σ’ εμένα,
να μνημονέψω τα παιδιά,
που μ’ έχουν `σκοτωμένα!




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 668
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 07-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο