Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Η βαρκούλα (γεωργίω Ζαρίφη)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130737 Τραγούδια, 269450 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η βαρκούλα (γεωργίω Ζαρίφη)      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Βαρκούλα μέσ’ σταις θάλασσαις `παράδερνε μονάχη,
χωρίς σαβούρα και πανί, χωρίς τιμόνι να `χει
σε μαθημένο χέρι.
Έν’ άπρακτο ναυτόπουλο, με δύναμη καμπόση,
μα με σπασμένο το κουπί `προσπάθα να την σώσει
και να σωθεί στην ξέρη.

Μα `ταν η ξέρ’ απόμακρα, κ’ η ταραχή μεγάλη
κ’ αι συννεφιαί τ’ απέκρυφταν τ’ ωραίο παραγιάλι,
τον ήσυχο λιμένα.
Κ’ οι άνεμοι, που `πάλευαν στης θάλασσας τ’ αλώνι,
σαν τσέφλιο το `πετούσανε στο κύμα, πού φουσκώνει
κι’ αφρίζει λυσσιασμένα.

Κάθε πατιά τους έσκαφτε δυο μνήματα στον ναύτη.
Μόλις απ’ τω ο `να φεύγ’ αυτός και τ’ άλλο τόνε χάφτει,
βαθύ, σκοτεινιασμένο!
Και, νεκροθάφτης που στιγμής υπομονή δεν παίρνει,
τ’ αγριοπούλι τους αφρούς με τα φτερά του δέρνει,
και σκούζει βραχνιασμένο.

-Εδώ καράβια χάνονται, κ’ εσύ, βαρκούλα, μόνη,
χωρίς σαβούρα και πανί, χωρίς γερό τιμόνι,
πού πας μέσ’ στα πελάγη;
Γι’ άφησε την αντίσταση, νεκρόχλωμε βαρκάρη!
Καιρός που δεν εγεύθηκα τ’ ανθρώπινο κουφάρι,
που πείνα με βαστάγει!

—Καράβια `δώ κι’ αν χάνουνται, εγώ, εγώ ακόμα
θα πολεμήσω, διάτανε, με την ψυχή στο στόμα
τον Χάρο τον χαράμη!
Έχω σαβούρα περισσή στα θαρρετά μου στήθη,
την πίστη στον καλό Θεό, που όμοιο του `βουλήθη
κ’ εμένα να με κάμει.

Κ’ έχω πανί τον δυνατό, τον φτερωτό μου πόθο,
που πάντα `μπρός να με τραβά, να με πηγαίνει νιώθω,
απ’ όπου κι’ αν κινήσω.
Και της μανούλας μου η ευχή, σαν μαγικό τιμόνι,
μ’ ανοίγει μέσ’ στην θάλασσα, π’ αφρίζει και φουσκώνει,
τον δρόμο τον πιο ίσο.

Καράβια `δω κι’ αν χάνουνται, με δύναμη κι’ αρχόντια,
εγώ φτωχάκι μάχομαι, με την ψυχή στα δόντια,
τον χαραμή τον Χάρο.
Να διούμε ποιος θα νικηθεί και ποιος θε `να νικήσει.
Αυτός; Ή ο αφέντης του, που μ’ έδωκ’ απ’ τη φύση
την ίδια του να πάρω;—

Τον λόγο δεν απόσωσεν, απ’ την ομίχλη `βγαίνει
καράβι τετρακούβερτο, φεργάδ’ αρματωμένη,
στα κύματα καβάλα.
Η πρύμνη σίδερο γερό, η πλώρη της ατσάλι.
Όσο κι’ αν σκούζει και φυσά και σκάφτ’ η παραζάλη
δεν τήνε μέλει στάλα.

Πά’ στο πλατύ κατάστρωμα και στο τιμόνι `πάνω,
έχ’ ένα Γέρο `ξακουστό, έν’ άξιο καπετάνο,
τιμή του καραβιού του.
Αυτός την πρωτοξάνοιξε την βάρκα τη μονάχη
κ’ είδε τον ναύτη πο `λαμνε, τον ναύτη π’ ασκομάχει
στην άκρα του κουπιού του.

—Γεια σου, θαλασσογέννημα, φουρτουναναθραμμένο!
Μέσ’ στ’ άγριο το πέλαγο, σαν είσαι κουρασμένο,
έλα να `ξαποστάσεις.
Είν’ ευρυχώρια περισσή την σκάφη σου να πάρει
κ’ έχω κουμπάνια αλύπητη στο πλούσιό μ’ αμπάρι
να φας και να χορτάσεις.—

Το παλαμάρι του πετά, κοντά του τόνε σέρνει
και, "έια, μόλα!" Τον τραβά και πάνου τόνε παίρνει
μαζί με το σκαφίδι.
Και με χαρούμενη καρδιά, στο δεξιό του πλάγι
τον βάλει στο τραπέζι του τ’ αρχοντικό να φάγει,
πριν `βγει σ’ άλλο ταξίδι.

Σαν τρών’ και πίνουν τον ρωτά, τον γλυκοκουβεντιάζει:
—Αυτό που σέρνεις στο πλευρό, σαν ψάλτου λύρα `μοιάζει,
κι ας είναι χαλασμένη.
Μην αγροικάς να την βαράς, εσύ μικρό ναυτούδι;
Μην `ξεύρεις κανένα σκοπό, κάνα γλυκό τραγούδι,
που ταις καρδιαίς ευφραίνει;

Μ’ αρέσκ’ ο νιος πού τραγουδά, ο μάστορης πού `βγάλει
τραγούδι’ από το ίδιο του φανταχτερό κεφάλι
κι απ’ την θερμή καρδιά του.
Καράβι, που με την πνοή του ήχου τ’ αρμενίζει,
ποτέ στην Λήθη δεν βουλά, ποτέ δεν το σαπίζει
η λίμνη του Θανάτου.

Για πάρ’ την λύρ’ απ’ το πλευρό καινούριες κόρδες βάλ’ της.
Πολύς καιρός επέρασε, που δεν ακούσθη ψάλτης
να πρωτοβγάλει κάτι.
Και ψάλ’ ό, τ’ έχεις στην καρδιά, ό,τι σ’ ερθεί στα χείλη.
Μόνο φωνή, π’ από βαθιά κ’ ελεύθερ’ ανατείλει,
είναι ζωή γεμάτη.—

Κι ο ναύτης ετραγούδησε με την γλυκιά φωνή του
κ’ εβάρεσε νέο σκοπό στ’ αρμονικό βιολί του,
με θαρρεμένο χέρι:
—Χαρά στον, που μέσ’ στην καρδιά του ψάλτου βασιλεύει!
Έχει θρονί, που ως κι’ αυτός ο βασιλεύς ζηλεύει
και τ’ όμορφό του `ταίρι.—

Κι’ ο Καπετάνος τ’ άκουσε κ’ ευθύμησε η καρδιά του
κ’ επρόσταξε τους ναύτας του και τα ναυτόπουλά του,
μέσ’ στ’ αψηλό καράβι:
—Βάλτε πανί στην βάρκα του βάλτε γερό τιμόνι.
Και την σαβούρ', από νοτιαίς και μπόραις να γλιτώνει,
'πό μένα θα την λάβει.

Το παραγιάλι `φάνηκε. Τον βλέπεις τον λιμένα;
Την βάρκα σ’ ακινδύνευτα `μπορείς χωρίς εμένα
να κυβερνήσεις τώρα.—
Κι’ αποχαιρετηθήκανε κ’ εβγήκ’ απ’ το καράβι.
Είχε τιμόνι και πανί. Σαβούρα πριν να λάβει,
τους `χώρισε μια μπόρα!

Μια μπόρα, π’ απομάκρυνε την αβαρή του σκάφη!...
Λιμένας κι’ ακροθαλασσιά σε καταχνιάς ετάφη
σκοτιδερήν αγκάλη!...
Ο Νότος δοιάκι και πανί ζητά να του ξεσχίσει
κι’ ο Λίβας στην βαρκούλα του τον ναυτικό ν’ αφήσει
μ’ ένα κουπάκι πάλι!

Κι αυτός, της Τύχης παίγνιο, μακράν απ’ τον λιμένα,
στρέφει στον μαύρον ουρανό τα `μάτια δακρυσμένα,
κράζει Θεό και Φύση.
Ο Καπετάνος μοναχά παρακαλεί μην πάθει!
Ο Καπετάνος να σωθεί! Και στου γιαλού τα βάθη
ο ναύτης ας βουλήσει!




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 865
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 10-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο