Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Η τέχνη μου (π. Βράιλα Αρμένῃ)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130737 Τραγούδια, 269452 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η τέχνη μου (π. Βράιλα Αρμένῃ)      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Ραφτάκι μ’ ήθελ’ άλλοτες η Τύχη—
Γιατί να `ντροπιασθώ και να τ’ αρνούμαι;
Λησμόνησα τα ράμματα, την πήχη,
μα την ιδέα της τέχνης την `θυμούμαι.

Την ώρα, που της νύχτας η αύρα φέρει
την πρώτη δρόσο στ’ άνθη και τα κρίνα,
εγώ ξυπνώ και κάθομαι νυχτέρι,
σκυμμένος `μπρός σε θεϊκήν ακτίνα.

Μέσ’ στην σιγή, που γύρω βασιλεύει,
μόνο τα όνειρ’ αγρυπνούν του κόσμου.
Ποια είν’ αυτή η ωραία, που με γνεύει
με μια ματιά, που μοιάζει της μητρός μου;

Με την στολή την εθνική `νδυμένη,
με την αγνή κι’ αρχοντική της χάρη,
βασίλισσά `ναι, λέγεις, ξακουσμένη,
αγία σ’ εκκλησιάς προσκυνητάρι.

"Θεός μαζί σ’ αρχόντισσα! Λυπήσου
έν’ άγνωστο κι’ ανήξερο τεχνίτη!
Δεν είμ’ εγώ άξιος για δουλειά δική σου,
άξιος να μ’ έρθεις στο φτωχό μου σπίτι!"

Μα `Kείνη, με χαμόγελο με βλέπει
και λέγει με στοργή και καλοσύνη.
"Έχω δουλειά, πολλή δουλειά και πρέπει,
αφού όχι απ’ άλλον, από σε να γίνει.

"Τ’ αυτί σου κλάματα, φωνές δεν νιώθει;
Είναι παιδάκι’ απ’ τα δικά μου στήθη:
Αισθήματα και όνειρα και πόθοι
κ’ εικόνες, και παράδοσες, και μύθοι.

"Ο ήλιος τρώγει τ’ ανθηρό τους σώμα
κ’ η παγωνιά τα μέλη τους πληγώνει.
Αν μείνουν άνδυτα, σαν είν’ ακόμα,
θα τ’ αφανίσουν τα ορφανά μ’ οι χρόνοι!

"Και θα τολμήσει των εχθρών μ’ η σπείρα
να με `νειδίσει, τέκνο μου, μια `μέρα,
να `πει πως είμαι μια μητέρα στείρα,
μια ανάξια των αρχαίων θυγατέρα".

Εμπρός της πέφτω πα στα γόνατά μου:
"Εσύ `σαι, λέγω, η άγια μου Πατρίδα!"
"Ναι, μ’ είπε. Κ’ είν’ αυτά `δικά μου"
και λέγοντας, μ’ εσήκωσε και είδα:

Ένας σωρός παιδάκια την `προφθάσαν,
αβράκωτ', αξυπόλυτα, με κάλλη
που μόλις πλέον φαίνονται σαν να `σαν
ξεθωριασμέν’ απ’ αρρωστιά μεγάλη!

Για διές τα! Πώς πηδούν και σκαρβελώνουν,
ποια πρώτα στ’ αργαστήρι μου να `μβούνε!
Εντρέπονται τα δύστυχα! Κρυώνουν!
Και δίκιο τους να θέλουν να `νδυθούνε.

"Δεν είν’ αυτό δουλειά μου, το γνωρίζω
μα υπακούω, Πατρίδα μου, σ’ εσένα.
Ίσως τελειώσ’ αυτό, που `γώ αρχίζω,
άλλος κανείς καλλίτερ’ από `μένα".

Από την άπειρ’ ευμορφιά, που είδα
να `χ’ ο Θεός μονάχα φορεσιά του,
δανείζομαι μιαν ακρινή λωρίδα,
κατάλληλη να φορεθεί `δώ κάτου.

Και κόφτω ένα ρούχο στο καθένα,
μια φορεσιά που πρέπει και φαντάζει.
Kατά το σχέδιο που μ’ αρέσ’ εμένα,
το σχέδιο, που στο σώμα τους ταιριάζει.

Απαί, ξυπνώ της Τέχνης τα κοπέλια
και διές εσύ, σε μια στιγμή τι θάμα!
Μου ράφτουν τα κομμάτια και τα φέλια,
που ούτε ραφή διακρίνεις, ούτε ράμμα!

Και μόλις τους φορώ τα ρούχ’ ακόμη,
δείχνουν την Θεία αυτά καταγωγή τους:
Τους κάμνουν ευγενέστερη την γνώμη,
ωραία την χωριάτικη μορφή τους.

Και παίρνουν ανθρωπιά τα σαμιαμίθια
και γίνοντ’ αρεστά μέσα στην ψώρα.
Στην χώρα, που ας πούμε την αλήθεια
τα ρούχα κάμνουν τους ανθρώπους τώρα.

Έτσι κι αυτόν τον "Γαλαξία", Γέρο.
Παιδάκι της Πατρίδας ξεχασμένο,
μου το `δωκες γυμνό και σου το φέρω
με την στολή που βλέπεις ενδυμένο.

Του `πάγει; Δεν του `πάγει; Ποιος ηξέρει
καλλίτερ’ από σε ν’ αποφασίσει;
Εσύ `σαι πρώτος μάστορης, με χέρι,
π’ `ως κι άυλας ιδέας έχ’ ενδύσει.

Σ’ αρέσκ’ εσέ; Κ’ εμέ μ’ αρέσκ’ εξίσου.
Και δεν ρωτώ της μάνας του την γνώμη.
Κι αν θυμωθεί – Ε, ben'! Ας πάρ’ οπίσου
την πλερωμή, που μας χρωστάει ακόμη!




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 595
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 11-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο