Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Λυρική σάτιρα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130577 Τραγούδια, 269412 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Λυρική σάτιρα      
 
Στίχοι:  
Πέτρος Βλαστός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Πάντα θυμούμαι τις παλιές κουβέντες μας και πάντα,
Νίκο, τις ώρες που μαζί γυρίζαμε στους λόφους
τους αττικούς. Γιατί ήμασταν οι μαγεμένοι σκλάβοι
της αλαφρής ανθοχρωμιάς πά στις βουνίσιες γύμνιες,
της ξεραΐλας της λαμπρής που όλο το φως το θείο
του ηλιού μαζεύει και μεθά και με αχτιδιά γαλάζια
ντύνει κλεισούρες και κορφές, ρημόνησα και βράχους.
Γραμμη δεν ήταν ούτε σκιά, μήτε χρυσό ακρογια λι,
μήτε εκκλησάκι ασπριδερό ζωσμένο πεύκα, μήτε
κόκκινος κάβος ξαπλωτός μέσ’ σε γεράνιο γυάλο,
που να μη βρίσκαμε μαζί φερμένοι απ’ τη λατρεία
του ματιού που θέ της ζωής τη φλόγα ολάκερη, όλο
το πάθος το ξεγύμνωτο να δεί και θησαυρό του
να κλείσει μέσ’ στ’ αρχοντικά της θύμησης παλάτια
και, Νίκο, δεν αλησμονώ τις σιγαλιές την ώρα
που σε κορφή ανεβαίνοντας καθίζαμε σε βράχο
λιόζεστο ακόμα, ορθόστηθο, και γύρω μας το θάμα
κοιτούσαμε το αφάνταστο του ηλιού που βασιλεύει−
πορφύρες γλυκοδιάφανες, ανθάδες μενεξέδων,
το φέγγος το ροδακινί που ξεχωρίζει πάνω
στ’ απόκορφα και τις βαθιές αντιθωριές στα πλάγια,
το τραγικό ξεφάντωμα, παντριές χρυσές και στάμα
φωτιάς και ξεψυχίσματα και λυρισμών ανάβρες
και πιο πολύ θυμούμαι τη και μέσα μου την κλείνω
σα φυλαχτο τη λύπη μας γιατί με καταφρόνια,
μ’ ένα θυμό που αγέριζε τους λογισμούς μας, κάτω
κοιτούσαμε την οκνηρή τη Χώρα. Και το γέρμα
χτυπώντας τα καμπαναριά, τα κυπαρίσια, τ’ άσπρα
σπίτια, τα πύρωνε και σκιές μαβιές ξέσερνε αλάργα.
Λύπη, θυμός! Τόση ομορφιά περίγυρα και τόσες
κλήρες αρχοντογέννητες, αγαλματένιες δόξες,
του ραψωδού το ξάγνισμα, του χορικού το δώρο,
του θείου το ξεφάσκιωμα το αργό μέσ’ απ’ τα μάγια,
το πείσμα τών Πεισίστρατων και η ορμή τών Κυναιγείρων,
του λογισμού το μέστωμα! Μα στέρεψε η ψυχή,
θόλωσαν πια και η δύναμη κι ο λόγος και το μάτι
κι όπου το χέρι ανάριωσε και η σκέψη σουρουπώνει.
Το κλάμα πια της Άτοσσας καμάρι δεν ξυπνάει
κι ούτε της Πόλης ρήγαρχος, τραχύς Μακεδονίτης,
ο πατητης του Κρούταγου, στο Κάστρο πια ανεβαίνει
να προσκυνήσει και κλιτός στα πόδια ν’ απιθώσει
της Αθηνιώτισας βαγιές και βάρβαρες κορώνες.
Πού είναι η Φυλή κι ο Κολωνός, και πού τους θάφτουν τώρα
τους ήρωες; Πού είν’ τα χωριά με τα πελεκητά τους
καστράκια και τους κώμους των και με τα πανηγύρια
που ο γελαστός Δικαιόπολης τόση τους είχε αγάπη;
Μπραχάμια, Κιούρκα, Τράχωνες, να κουτσοζούνε βλέπω
γύρω στα ξεροπήγαδα, σε μια ταβέρνα δίπλα,
χωρίς πλατάνι ούτε ροδιά, χωρίς καν λίγα αμπέλια.
Ποιος τώρα είναι περήφανος και ποιος το σεβασμό του
τον άξιο, τον πιο διαλεχτό, για την ψυχή του τάζει;
Πού είναι η ακριβή ακαταδεξιά, πού είναι η σφιχτη σκληράδα,
του λίγου το συγύρισμα, του μετρημένου η φύτρα;
Δείλια και σκλαβοδούλωτη ψευτιά, φτώχια ακαμάτρα,
το σφάνταγμα και το στρυφνό, χαραμοφάγων τέχνες,
το βιαστικό το ψέφτισμα, ξυπνητοσύνης όκνος,
ποτές η τόλμη αλύγιστη κι ο κάματος ο τίμιος.
Ψυχή που δε γνωρίστηκε σκεπάζει τη ντροπή της
με κουρελιάρες πονηριές και χαϊμαλιά και ξόμπλια,
με μαγγανιές του Μισιριού και πλάνου αβασκαντήρια.
Σποριά που θέ του ζήτουλα το ψυχικό και σκούζει
στους δρόμους μακαρίζοντας κάποια άγια πεθαμένα,
ποιος περατάρης την ψηφά, ποιος την καλωσορίζει;
του παραπόνου οι ψυχογιοί, του κρύφιου τα κοπέλια,
τη χώρα των Ιππόλυτων τη λέκιασαν κι απλώνουν
ασκήμιες και το μόλεμα μας φέρνουν παραστόλι.
Στενές τους αφορμίζουνε συνήθειες κι από ανάγκες
αλλήθωρες σε κάτεργα κατάρας καρφωμένοι
μέσ’ στο σκοτάδι κουτουλούν τραβώντας τα χαρχάλια.
Σακάτες της καμαρωσιάς, του δόλου οι παινεμένοι,
αλλαξοφλαμπουριάρηδες, σπιούνοι και ψωμοπάτες,
τη γελασιά έχουν άγιο τους, τα καταλόγια χάρη.
Σάρκα βάρβαρη, μυαλό θολό, καρδιά βλαμένη−
γιατί φοβούνται τη ζωή και το άγριο φως θαμπώνει
τα μάτια που συνήθισαν τον ίσκιο στα χαμώγια,
γιατί δε στρέγουν τη γυμνή την ομορφιά, τον ίσιο
λόγο και τις ανοιχτικές σκληρόγνωμες αλήθειες.
του μάρμαρου την παρθενιά τη σπαταλούν και μέσα
στο χώμα ακόμα ανάμελα κοιμούνται τα λαγήνια.
Παράμερά του γνωριστή μουχλώνουν τα κελάρια
και η σκέψη είναι άπλερη, λειψά του δικαστή τα ζύγια
και κάποτε το σίχαμα και η χολιασμένη πλήξη
σα νέκρας φέρνουν όραμα, κάθε ζωή αποσβήνουν.
φούρνος δε λάμπει ούτε καπνός δουλέβει ούτε χτυπούνε
σφυριά και είναι παράλυτος ο μύλος και το αλώνι
χορτάριασε και το τσαπί σκουριάζει στο χωράφι.
Θαλάσσωσαν οι αλυκές, φυκιώσαν τα καράβια
και δε γρικιέται πια ψαρά τραγούδι ούτε τσοπάνη.
Μονάχα οι κλαψομοίρηδες και οι γριές μυρολογήτρες
μπροστά σε παλιοκάπνιστα κονίσματα πεσμένοι
βοήθηση από θαματουργά μυστήρια ζητιανεύουν
και κεί στα δεντρολίβανα, στ’ ορφανοκλήσι γύρω,
το αγέρι αλαφροπάτητο στα βράχια αναμελίζει
και στέρφα κι άδεια κοίτεται κι ανήμπορη η γεννήτρα
πατρίδα του στατού ρυθμού. Σαν πάτημα κουρσάρου
βαραίνει η στέγνα και σ’ ερμιές αδικοκλαίν’ οι βρύσες
και σε είδα, Νίκο, ολόρθο εκεί να ρίχνεις την οργή σου
στη Χώρα σαν ανάθεμα τρανό και προφητεία.
το λιόγερμα ξεγύριζε σα χάλκινους και σένα
και `δώ το βράχο κι αντικρύ τον Υμηττό το φίλο.
και σα γλωσσίδι σήμαντρου τα λόγια σου χτυπούσαν
τα βουνά, τα βουνά μόνο! Μόνο αυτά είναι ζωντανά,
σε αυτά σώθηκεν η αλήθεια και το κάλλος το στερνό!
Βαρύς ύπνος τους ανθρώπους σφιχτοδένει κι όνειρα
σιδερένια τους σκλαβώνουν. Είναι ακόμα αγέννητη
της ιδέας η θρησκεία και δεν ξάνοιξεν η αυγή
της υγείας και της τέχνης. Τις πομπές τους μοναχά
προσκυνούνε και απροκρύβουν τα κορμιά τους απ’ το φως.
Αντηλιά δεν τους αργάζει και το κύμα οχτρέβουνται,
το γυμνό μισούν, τρομάζουν αγριοσύνες κι άψυχη
την αγάπη νυχτοπνίγουν. Ζάλη, ζούλια, ζάρωμα!
Ω θεές και σύ μεγάλε Πάνα, Σάτυροι γλυκοί,
κ’ Αιγινίτισσα Δαμία, κ’ Αίθρα κι Αργιόπη κι Αιρώ,
πάντα γύρω φτερουγίζουν οι ψυχές σας οι καλές
στις ραχούλες με τα πρίνα κι όπου ακόμα του βοσκού
το σουραύλι κατεβάζει μαύρα γίδια και τραγιά
στα πλατάνια μέσ’ στο ρέμα, στης βρυσούλας τον αβλό.
Κι όποιος ξέρει πότε σμίγουν για χορό τ’ αγερικά
κ’ έχει μάνα τη νεράιδα και παιδιού `λαφριά ψυχή,
βλέπει ξέπλεκες τις Δρυάδες τα κλαδιά ν’ αργοκουνούν
και της Ίδας τους Κουρήτες να χορεύουν ξέφρενοι
και το Χείρωνα το γέρο που για δόξα της Αργώς
ατσαλόπετρους λεβέντες τρόχιζε στις μοναξιές.
Καλοκαίρι άμα έρθει ανέβα τα μεσάνυχτα ψηλά
στην Κυλλήνη, στο Αρτεμίσιο, στης Φολόης το βουνό,
και τους κάμπους κείθε αφτιάσου και θ’ ακούσεις να περνά
μια φωνή βαθιά και θα είναι τών θεών αντίλαλος,
και τα δάση θα εβλαβιούνται, θα σωπαίνουν τα κυπριά,
κι απ’ τις θάλασσες τραγούδι θ’ ανεβαίνει γαληνιάς
και ίσως νιώσεις ν’ αρμενίζει μ’ ένα κύλημα αλαφρό,
σαν καλόκαιρο καράβι με ολοφούσκωτα πανιά,
η Γης η πελαγοστήθω και ίσως δεις τριγύρω της
να ξωριάζουν οι τιτάνες ήλιοι και σα ρουφαλιές
κοσμικές να στροβιλίζουν και των Κρόνων τα ζωστά
να ζυγιάζουνται δισκάρια και το θρόσμα ίσως της Γης
τότε ακούσεις μέσ’ στο χάος που η συρμή της θερμοκαίει.
Θα το μάθεις εκεί απάνω πως δεν έσβησε η πνοή
τών Ολύμπων και πως ζούνε στις κορφές πάντα οι θεοί
και είν’ το διάβα τους μελτέμι κι ο θυμός τους είναι αϊτός
που δριμώνει σα φοβέρα τις απόπλανες γενιές.
Να δώ πάλι θέλω λύρες κι αγκωνάρι και σπαθιά
πιο θρασιά φουντώνει η σκέψη από τη ρίζα της αλκής.
Κι αν παινεύτηκεν ο Αισχύλος για του Μήδου τη σφαγή,
για Κασσάνδρες δεν παινεύτη, μηδέ για του Ορέστη καν
την κατάρα και το κρίμα, μηδέ για την έρμα Ινώ.
Ποια καμπάνα θα σημάνει την ανάσταση; Σε ποιο
κορφοβούνι της νικήτρας αγγελιάς χαρωπά
πυροφάνια θ’ αναδώσουν καταλώντας τη νυχτιά;
Ορφανές ξεφτούν οι φύτρες και σκουριές αφάνισαν
το σπαρτιάτικο καλούπι. Τάφους μόνο, λείψανα
σιγαλά στον ήλιο βλέπω. Πουθενά δεν άκουσα
να γελά παλικαρίσια μητέρα στη γέννα της.
Λαχταρώ να δω καινούριο κόκκινο αίμα και δροσιά
δελφική να σοβαρέψει του ματιού την αχτιδιά.
και θά δόξαζα τυράννου το βαρύ τον ερχομό.
Κάλιο ανάγκαση καισάρων παρά βάλτου σαπισιά.
Κύρους θέλω και Ταρκίνιους και Φωκάδες και Θωτμές
και τών Ναβουχοδονόσωρ την Ασσύρια αψηφισιά.
Στρέγω Αννίβα και Δαρείου πατησιά ελεφάντινη
να ζουλήσει μας το σβέρκο, πού είσαι, Πύρρε, με βιτσιά
την Ελλάδα να σηκώσεις, να τη σφίξεις στο ζυγό;
Και λογιούμαι τών τυράννων να ήταν κάποτε ο δαρμός
σαν αυγής ψυχρής η γέννα. Τέτοιους ήδαν πρόδρομους
της Εφύραιας το λιμάνι και οι Κραναές οι πρωτινές.
Βλάχο θέλει και μπροστάρη το κοπάδι στη βοσκή.
Φως, φως! Διάπλατες οι θύρες στο παλάτι που άστοργη
στρίγκλα μάγεψε, στο σπίτι που δαιμόνοι πάτησαν.
Ξεραχνιάστε τις καμάρες, ξεσποδίστε τη γωνιά!
Πανηγύρι στήστε ηράκλειο για τη δόξα και θρονί
θεμελιώστε για την τέχνη και κυλίστρες στο ανοιχτό
το λιοπύρι διβολίστε. Κι ας ερθεί λεβέντικο
σιδερόστηθο ψαλτήρι να παινέσει σύψυχα
τα γερά τα νιάτα, τα χέρια του τσαπιού και του σκαρμού,
τις μητέρες τις παράξιες, τις αφεντογύναικες
που αναπίνει σε η ομορφιά τους σα βουνού τραχύς γκρεμός,
τους τεχνίτες που μαντέβουν κι ανεβάζουν τη ζωή,
και του λόγου όσους τολμούνε την αγνή την αγγαριά.
Γιορτή τέτοια νοσταλγούσα. Μα θυμούμαι τα συχνά
κι αναγριώνουν με τα λόγια του πικρού Φλωρεντινού
για μένα ύπνος μόνο και ίσως κάλια πέτρα να γενώ!
και είπα είναι δίκιος ο θυμός και η θλίψη καταλύτρα.
Οργής καν ούτε ανάθεμα, φοβέρα ούτε κατάρας
δε σκιάζει την καλοκαιριά του ηδονισμού στη Χώρα
και είναι άβουλο το παίδεμα, ακόμα άπλερο το μίσος.
Θυμάσαι κάπου, σε γιαλό της μοναξιάς, καμάρες
είχαμε βρει παλαιϊκές−γλαφκόπετρα ρημάδια
χώρας που ζούσε πυργωτή στης θάλασσας την άκρη.
Και είχε βουλιάξει το καστρί στον άμμο και το κύμα
τώρα ανεβοκατέβαινε στις φυκιωμένες σκάλες
και το παγούρι φώλιαζε στου τοίχου τα θαλάμια.
Λαγγόνες παραμόνεβαν και οι μαβρωπές βουτήχτρες
ανασκαλέβαν τους βυθούς. Στο βράχο ένα ψαρόνι
σφυρούσε το τραγούδι του, ποιος ξέρει; Μαθημένο
κι από καράβια που άραξαν στο απάγγειο το λιμάνι
κι από ψαράδες που έστρωσαν πά’ στα ζεστά πεζούλια
για να στεγνώσουν τις ορμιές, τους γρίπους και τα δίχτυα.
Πύργος εδώ είταν καί ναός καί νοικοκυρεμένη
χωρούλα τειχοδέματη· καί τώρα μόνο η τράτα
κι ο πιστικός τήν ξέρουνε. Κι ολούθε τής Ελλάδας
έτσι λιγόμερο έπεσε το αψηλωμένο θάμπος·
μιά πολιτεία μια στιγμή πάνω σέ βράχο ασπρίζει
καί ύστερα πάλι τήν πατά τής αγριμιάς η πύκνα.
Ως καί τίς δόξες τίς δικές οι απόγονοι ασκημίζουν·
ό,τι τολμήσαν κ’ έστησαν οι Πλάτωνες καί οι Κόδροι
τά βάσκανα αποσπόρια τους το αρνιούνται σκοτισμένα.
Η Πόλη κλέβει αγάλματα κι ο χριστιανός τα σπάει
και τα τραγούδια τής Σαπφώς ο μπόγιας τους τα καίει.
Του νου την κλήρα ψέφτισαν λιβάνι κι αγιαστούρα
και το παπύρι που έλεγε τα δάκρυα σου, Αντρομάχη,
για συναξάρια το έγδαρε τού ξορκισμένου η φάρα.
Τον πεύκο που την έθρεφε καταμολέβει η κάμπια.
Μά κάποια μέσ’ στήν ερημιά φωνή βρόντιξε, Νίκο,
τήν αρετή τού αληθινού καί τήν κληρονομιά
τής τόλμης και τού στιχουργού γδικώντας. Και σημάδια
λυρικού βλέπω σηκωμού. Στό Θιάκι, στά Βελούχια,
στόν Ψηλορείτη, στ’ αττικά ξερόβουνα, στόν Αίνο,
ξυπνήσαν τα μαγιάπριλα, ξυπνήσαν πάλι οι Μούσες.
Τό δελφικό πάλι κυλά νερό μέσ’ απ’ το βράχο
καί το παγιάβλι τού βοσκού στή χώρα κατεβαίνει.
Κισσούς και δάφνες και μυρτιές στ’ απόμακρα αγναντεύω!
Κι ο δουλεφτής τού τραγουδιού τη μνήμη θ’ αναδέψει
και θα είναι δάσκαλος φωτιάς, κριτής και κυβερνήτης,
και τής υγείας το ρυθμό, τής ομορφιάς το νόμο,
θέλει χαρίσει ενθουσιαστής. Οι σκλάβοι θα γελούνε
στό διάβα του κι ανάθεμα στού λυτρωτή το έργο
θα ρίξουν οι χρυσόρασοι πατριάρχες τής ψευτιάς,
καί σαστισμένα πίσω του κοπάδια μέ μια λύσσα
θρήσκα θά τόν πετροβολούν καί βλαστημιά θά κράζουν.
Μα κείνος θα τούς ελεεί γιατί έχει από την κούπα
του Ομήρου πιει τη μυθική κ’ έχει τρυγήσει μέλι
σύγκερο από το Βριλησσό, γιατί μέσ’ στα ρουμάνια
σύντυχε με Τιτάνισες και λαφοκυνηγήτρες,
καί είδε θεούς βοσκάρηδες μέ γκλίτσα καί φλογέρα,
καί οι τριμερούσες του έμαθαν οι Μοίρες τήν αλήθεια
που συχναλλάζει ακούραστα και πάντα κυκλοφέρνει.
Πλάστης ζωής θα σηκωθεί και γκρεμιστής και χτίστης,
και με το μίσος θα νικά και θα οδηγεί με αγάπη,
και την ψυχή του στη γενιά θα δώσει για προζύμι
τού καλού και για στέριωμα τής θαρρεσιάς που οθρώνει!
Μου αποκρίθης. Δεν ελπίζω τέτοιο θάμα να σταθεί.
Τής Ωριάς το Κάστρο βάτοι κι αβρονιές το χάλασαν
καί μονάχα σύνεφα άσπρα στό πυργί το ερημικό
πό ψηλά το καλοκαίρι συντυχαίνουν κι αργυρά
στο μπογάζι αντιθωρούνε τα σγουρά κι ασάλεφτα
νεφοκούτελα. Τά καΐκια φοβισμένα αντιπερνούν.
Στήν ψυχή μου τέτοια εικόνα καταστάλαξε άσβηστη
τής Ελλάδας και με πίκρας σιγαλό χαμόγελο
στούς απόμερους γιαλούς της τριγυρνώ γυρέβοντας
πίσω πάλι τήν αγάπη, τίς κυκλώπειες τίς ορμές
που τα στήθια μου γεμίζαν καί τήν πίστη ρίζωναν
στήν καρδιά μου φεγγοβόλα. Μά η ζωή μέ λύπησε
τρίσβαθα καί το έχω μάθει πως οι Μοίρες πάντα αργούν
μά ποτέ δέ μετανοιώνουν γιατί `ν’ μέσα μας σπαρτές!
Καί γώ· Τής Πόλης βασιλιάς στή Σαλονίκη πήγε
στόν Άγιο το θαματουργό νά δεηθεί καί δίπλα
στό μνήμα του γονατιστός, ντυμένος τρύπια ράσα,
θρηνώντας παρακάλαγε τη Χάρη του νά δώσει
βοήθεια στή μαρτυρική τη μάνητα που λάμια
πιλάτισα στό αμαρτωλό σπαρτάραγε κορμί του.
Καί τής ψυχής η φάγουσα πιο φρίκη τού γεννούσε·
γιατί στήν άδεια τήν κλησιά νυχτόημερα σκυμένος
σά διακονιάρης μισερός συχώρεση ζητούσε
γιά το κρυφό το κρίμα του. Καί μέσ’ απ’ το σκοτάδι
νύχια καί φούχτες έβλεπε που απάνω του ξαμώναν
νά τόν αρπάξουν καί βαθιά νά τόν βουτήξουν κάτω
στήν Κόλαση. Καί γουρλωτοί φλογότριχοι πισσίτες
μέ δίκρανα τόν πρόγκιζαν, τόν δέρναν μέ δουκάνια,
και ματολάφτη καί φονιά τον κράζαν, και σαν όρνια
κυκλόφερναν που καρτερούν νά σωριαστεί ο σακάτης.
Καί είχε αστοχήσει ο βασιλιάς καί Πόλη καί παλάτια
κι Αγιά Σοφιά χρυσόθολη κι ακρίτες και δρομόνια
καί βούλιαζε η κορώνα του σάν πέτρα μέσ’ στή λάσπη.
Μά μήνυμα ήρθε ξαφνικό πως οι κουρσάροι αντάρα
σηκώσαν απ’ την Όχριδα κι απ’ τα Μπαλκάνια πέρα,
πως τα χωριά τα πάτησαν καί τις σοδιές αρπάζουν,
πως καίνε κρόδια καί σπαρτά. Κι ο βασιλιάς που ακόμα
λίγο και θά ξεψύχαγε στου κιβουριού το πλάγι,
τινάχτηκε καί ζωστηκε τη σπάθα του καί πήγε
νά διαφεντέψει απ’ τού αγριμιού το δάγκαμα το λαό του.
Κι αντίσκοψε η μεγάλη του καρδιά πόνο καί Χάρο
καί πήρε σάν κονίζαλος φαλάγγι τόν οχτρό.
Έτσι καί μείς στά μνήματα μέ τούς καταχανάδες
σερνάμενοι κι από βραχνά κυνηγημένοι δόξας,
ανασπαζούμαστε θαμπά κονίσματα κι από άγιους
ανάσταση προσμένουμε κι οδήγηση καί βάγια.
Μά πάλι τώρα γύρω μας ο βόγγος τού πολέμου,
τό χούγιασμα, το χύμισμα, τού σταβρωτή το ασκέρι,
μαζέβουνται γιά νά χυθούν καί νά μάς ξεκληρίσουν.
Τά λιγοστά μας φυλαχτά καί οι αγίνωτες ελπίδες
οι τίμιες κιόλας τρέμουνε κοντά στήν καταβόθρα.
Κι άλλη όχεντρα είναι μέσα μας που δολερή δαγκάνει
την αξαρμάτωτη καρδιά και παραλεί τις φλέβες.
Ποιος θα την πνίξει; Μα και ποιος θα μας νεκραναστήσει;
Μπροστά στήν πάλα τη γδυτή δέ θά ξανακαρδίσουν
οι πονεμένοι και οι σκυφτοί; Δε θα `βρουμε το δρόμο
που φέρνει σέ χρυσόπυλες κι αϊτόσκιαστα μουράγια;
Δε θα έρθει ο πρωτοστράτορας τής πράξης και τού νου;
Κι αν τής κιθάρας η κλαγγή κιόλας νωρίς ακούστη
θ’ αργήσει και τού στυλωτή το πείσμα να μας σπρώξει;
Χαμογελώντας άπλωσες το χέρι σου και πέρα
μού έδειχνες το βασίλεμα που ξεψυχούσε τώρα.
Γαλάζιες σκιές ανέβαιναν καί πιο γλυκιά μια ζήση
χυνότανε κι αριά χλωμά τα πρώτα αστέρια βγαίναν.
Ακόμα στο Λυκαβηττό φως λίγο έπεφτε απάνω.
Μά εγώ· Την κορφή κοίταξε. Θαρρώ θε να έρθει μέρα
και δίχως πια καλόγερο και δίχως πια καντήλα
θέλει απομείνει αυτή η κλησιά. Και τότε άσπρο θα χτίσει
κεί πάνω η Χώρα κι ανοιχτό παλάτι νά κοιμίζει
μέσα στήν πέτρα τη στεγνή, ψηλά στή λαμπροσύνη
τού ηλιού, τούς ξακουσμένους της ηρώους και τεχνίτες!




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 1128
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 25-08-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο