|
Στίχοι: Αχιλλέας Παράσχος
Μουσική: Αμελοποίητα
Ἄχ· νὰ ξεχάσῃ δὲν μπορεῖ οὔτ’ ἡ ἀχαριστία,
τί γιὰ τὸν κόσμο ἔκαμε τὸ χέρι σου Γαλλία·
ὅλη τὴν πλάση ἐσκέπαζε θεότυφλο σκοτάδι,
νυχτιὰ χωρὶς ξημέρωμα, πειὸ μαύρη κι’ ἀπ’ τὸν ᾍδη,
καὶ δὲν ἐφαίνετο καμμιὰ παρήγορη ἀκτῖνα·
εἶχαν σβυσθῇ ἀπὸ καιρὸ τὸ φῶς καὶ ἡ Ἀθήνα.
Δαιμονισμένοι κράταγαν καλόγεροι στὸ χέρι
τὸ φῶς ὁποῦ τῆς Βηθλεὲμ μᾶς χάρισε τ’ ἀστέρι
κι’ ἀντὶ νὰ φέγγουν ἔκαιγαν, ὁ κόσμος ἐκοιμᾶτο,
κ’ ἦταν τὰ πόδια κεφαλὴ καὶ τὸ κεφάλι κάτω.
Μὲ τὸ «Ἐλέῳ τοῦ Θεοῦ» τὸν κόσμο ἐκυβερνοῦσαν·
λύκοι καὶ φείδια ἥσυχα βασίλευαν μ’ εἰρήνη,
πορφύρα – αἷμ’ ἀνθρώπινο – ἐπάνω τους φοροῦσαν
καὶ κτήνη ὅλους τοὺς λαοὺς ὠνόμαζαν τὰ κτήνη!
Ὅταν ἀκούστηκε βροντὴ π’ ἀκόμη δὲν ἀκούστη·
βουνὰ κτυπούσανε βουνά, πλημμύρισε τὸ κῦμα,
ἡ γῆ ἐσείσθη σὰν τρελλὴ καὶ μ’ αἴματα ἐλούστη
καὶ μέσ’ σ’ ἀντάρα καὶ φωτιὰ βαθὺ ἀνοίχτη μνῆμα
κ’ ἔλαμψ’ ὁ κόσμος· ἔλαμψαν κάμποι, ποτάμια, ὄρη
κ’ ἐβγῆκε ἀπὸ τὰ σπλάχνα της ἁρματωμένη κόρη!
Τὰ σπάργανά της κόκκινα, τὰ μάτια της ἀστέρια,
τὸ πρόσωπό της ἀστραπή, σεισμὸς τὸ βάδισμά της·
φῶς ἐκρατοῦσαν καὶ σπαθὶ τὰ δυνατά της χέρια
κι’ ἀστροπελέια πέφτανε σὲ κάθε κίνημά της...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 337 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|