|
Στίχοι: Thomas Elliot
Μουσική: Αμελοποίητα
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης
αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος,
τόσοι πολλοί,
Δεν το `χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει
τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα
μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ
Ουίλλιαμ Στρήτ,
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα,
φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον
άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά
του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον
άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
Συ! hypocrite lecteur ! – mon semblable,
- mon frère!»
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 545 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|