|
Στίχοι: Thomas Elliot
Μουσική: Αμελοποίητα
Το Κάθισμα όπου κάθονταν, σα στιλβωμένος θρόνος,
Έλαμπε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης
Που βάσταζαν κοντάρια πλουμισμένα με κλήματα
Όθε ξεμύτιζε ένας χρυσός Ερωτιδέας
(Με τη φτερούγα σκέπαζε τα μάτια του άλλος ένας)
Ζευγάρωνε φλόγες από εφτάκλωνους κεροστάτες
Αντιφεγγίζοντας το φως επάνω στο τραπέζι ένώ
Των κοσμημάτων της η λάμψη ορμούσε να το
συναντήσει,
Πλούσια ξεχειλίζοντας σε θήκες μεταξωτές.
Σε φιάλες από φίλντισι και χρωματιστό γυαλί
Ξεβούλωτες, ενέδρευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά
μυρωδικά της,
Υγρά, σε σκόνη, ή σ’ αλοιφή – σκοτίζανε,
συγχύζανε
Και πνίγανε την αίσθηση με αρώματα• ερεθισμένα
απ’ τον αγέρα
Που έμπαινε δροσερός απ’ το παράθυρο, τούτα
ανεβαίναν
Παχαίνοντας τις τεντωμένες φλόγες των κεριών,
Ρίχνανε τον καπνό τους στα λακουεάρια,
Ξυπνώντας τα στολίσματα στο φατνωτό ταβάνι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 634 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|