Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Σκοτεινό ποτάμι
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130764 Τραγούδια, 269456 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Σκοτεινό ποτάμι      
 
Στίχοι:  
Γιώργος Γεραλής
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Είχε νυχτώσει όταν εδιάβηκα τη θύρα
κι η ψυχή μου στο φόβο είχε βουλιάξει.
Όμως οι αισθήσεις μου όλες, καθώς πάλι
στου άχρονου εζύγωναν το χώρο,
τεντωμένες μέ κράτησαν κοντά σου,
— νύχτα, μες στη σκληρή ερημιά της πέτρας,
νύχτα, στη σιωπηλή φρίκη του τέλους,
στο τίποτα και στο ποτέ.
Εκεί σ’ αφήσαμε το πρωί... Ένα αλλιώτικο,
κατάξερο κοιμητήρι ούτε ίσκιος
κυπαρισσιού, να δροσιστεί ο καιρός,
που εδώ ξεπέζεψε, ούτε χλόη
για των πουλιών το καλωσόρισμα. Στεγνό
χώμα και πέτρα, και χώμα και πέτρα,
σάμπως να χτίζονται οι νεκροί στο λόφο επάνω
απ’ την τρελή καλόγρια, που περνώντας
με το τσαπί και με το φτυάρι ανάμεσά τους
πετάει στον άσπρο κουρνιαχτό το φριχτό γέλιο.
Εκεί σ’ αφήσαμε το πρωί, κουνώντας
τα χέρια, όταν χτιζόσουν στην πλαγιά τού λόφου.
Ωστόσο, πάλι εδιάβηκα τη θύρα,
νύχτα κι ο φόβος κάθονταν μολύβι,
στο στήθος μου.

Μα ως έτριξεν η θύρα
— τόσο οι αισθήσεις ήταν τεντωμένες —
ήταν σα να `τριξεν ο χρόνος και με πήρε
του άχρονου το σύνορο, εκεί που η νύχτα,
νύχτα δεν είναι πια, το φως φως δεν το κράζουν
κι ο τάφος ίσως λέγεται φωνή, η θύμηση άστρο,
η δυστυχία χαμόγελο, η καρδιά λιθάρι.
Κι αυτό που υπάρχει ή δεν υπάρχει είναι μια λέξη,
κι οι λέξεις είναι τα όνειρα μιας άλλης ζωής,
κι η άλλη ζωή, αν ήταν ή αν δεν ήταν,
κανείς δεν ξέρει.
Παράμερα απ’ το σύνορο στάθηκα. Η λάμψη
ενός αθέατου φεγγαριού πλημμύριζε όλη
την ερημιά σου. Και καθώς σε αναζητούσα
με την καρδιά να δέρνεσαι, σε είδα, σκυμμένος
να περπατάς, κατηφορίζοντας τα τραχιά χαλίκια
όπως και τότε — δε θυμάμαι — με το αδέξιο βήμα
του λαβωμένου πουλιού. Σε είδα και σου είπα,
απλώνοντας το χέρι μου έντρομο: "Πατέρα..".
Με κοίταξες, σαν να μην ήμουνα κοντά σου,
σα να μην είχες ξαναδεί το πρόσωπό μου,
σα να μην είχες ξανακούσει τη φωνή μου.
τόσο η ματιά σου ήταν απόμακρη και ξένη,
κι από το φως της έλειπα.
Μόνο μουρμούρισες ακατανόητα λόγια
από μια γλώσσα αλλόκοτη, και προσπερνώντας,
έκρουες κάθε τόσο τούς σταυρούς, καθώς χτυπούμε
εμείς στη "ζωή" μια πόρτα για να βγει ένας φίλος.
Πλήθαιναν γύρω σου οι μορφές, τ’ άγνωστα πρόσωπα
κι όλοι με κοίταζαν καθώς να μην υπήρχα,
κι εσύ με κοίταζες σα να μην είχα υπάρξει,
ξένος για πάντα και τα χέρια μας λυμένα
για πάντα, — στο τίποτα και στο ποτέ...
Με πήρε εκεί ένα κλάμα σα βουερό ποτάμι,
με πήρε εκεί ένας ύπνος σα γλυκούλι ρυάκι.
Χαράματα, καθώς ανέβαινε η τρελή καλόγρια,
μέ ξύπνησε χτυπώντας πλάι μου το τσαπί της:
"Ο κύριος", είπε, "θα χτιστεί, ή θα χτίσει;".
Και τράβηξε, βροντογελώντας, το τραχύ ανηφόρι.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 508
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 03-01-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο