Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Άνοιξη του 1204 μ.χ. Απριλίου δεκατρείς
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130617 Τραγούδια, 269434 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Άνοιξη του 1204 μ.χ. Απριλίου δεκατρείς      
 
Στίχοι:  
Θεόδωρος Ζαμπογιάννης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Κείνη τη μέρα είδα τη λάμψη σου να θρυμματίζεται,
να γίνεται χίλια μύρια κομματούδια,
να σκορπιέται `δω και `κει.
Ήταν η μέρα που σε πάτησαν οι σταυροφορεμένοι "αδελφοί",
οι Φράγκοι χριστιανοί. Γάλλοι και Ενετοί και Φλαμανδοί...
Νέα Ρώμη. Πόλη ζηλευτή, πόλη μου αγαπημένη.
Μοναδικό στολίδι καταμεσής στην οικουμένη.
άνοιξη του 1204 μ.Χ. Απριλίου δεκατρείς.
Μέρα μαύρη απ’ τους καπνούς της καταστροφής.
Μέσα στης νύχτας την αγκαλιά,
απ’ το στρατόπεδο του Βονιφάτιου του Μονφερατικού άρχισε η φωτιά,
που σού `καψε τα σωθικά.
"και υπήρχαν περισσότερα καμένα σπίτια απ’ όσα υπήρχαν
στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας.
και τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά
που κανείς δεν ήξερε να `πει πόσα.
Από τότε που χτίστηκε ο κόσμος
δεν πάρθηκαν τόσα λάφυρα από μία μόνο πόλη".
'Κείνη τη μέρα έμαθα πως σε κοίταζαν επίμονα
εκείνοι που δε σε είχαν δει ποτέ.
"Δεν μπορούσαν καθόλου να σκεφτούν"
μήτε και να ονειρευτούν
"πως μπορεί να υπάρχει σε όλο τον κόσμο
μια τόσο πλούσια πόλη,
όταν είδαν αυτά τα ψηλά σου τείχη και τους πλούσιους πύργους
κι αυτά τα πλούσια παλάτια με τις ψηλές εκκλησίες,
που ήταν τόσες πολλές που κανείς δε θα το πίστευε,
αν δεν το έβλεπε με τα μάτια του,
κι ακόμα, το μήκος της πόλης που κυβερνούσε τις υπόλοιπες".
άνοιξη του 1204 μ. Χ. Απριλίου δεκατρείς.
Μέρα κόκκινη από το αίμα της σφαγής.
"Ξεχύθηκαν, ένας ωρυόμενος όχλος, στους δρόμους και τα σπίτια,
αρπάζοντας οτιδήποτε γυάλιζε
και καταστρέφοντας ό,τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν,
σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν και να βιάσουν
ή για να ανοίξουν τα κελάρια και να πιουν.
Δε γλύτωσαν ούτε τα μοναστήρια, ούτε οι βιβλιοθήκες.
Στην ίδια την Αγιά Σοφιά έβλεπε κανείς μεθυσμένους στρατιώτες
να σχίζουν τις μεταξωτές κουρτίνες και να γκρεμίζουν
και να κομματιάζουν το μεγάλο ασημένιο εικονοστάσιο,
ενώ ποδοπατούσαν ασεβέστατα άγιες εικόνες και ιερά βιβλία.
Επί τρεις ημέρες εξακολούθησαν οι φρικιαστικές σκηνές
της λεηλασίας και της αιματοχυσίας,
ώσπου η τεράστια και ωραία πόλη έγινε ένα ερείπιο".
"Κι έτσι, κάθε ένας είχε πόνο,
στα στενά θρήνος και κλάματα,
στα τρίστρατα οδυρμοί,
στους ναούς ολοφυρμοί,
φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών,
απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων και ψυχών...
Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους...!".
Πώς να ξεχάσω αυτή τη μέρα του Απρίλη;
Πώς να ξεχάσω αυτή τη δίσεχτη χρονιά,
όπου, μέσα σε ελάχιστες μέρες,
καταστράφηκες και λεηλατήθηκες χιλιόχρονη βασίλισσα των πόλεων,
κιβωτέ των καλλιτεχνικών θησαυρών, των γραμμάτων και των τεχνών;
Μέχρι και οι ίδιοι οι κατακτητές
είχαν μείνει περιδεείς μπροστά στο κατόρθωμά τους!
"μήτε και οι Σαρακηνοί έκαναν έτσι,
σαν πάτησαν τα Ιεροσόλυμα.
Φέρθηκαν πολύ φιλανθρωπα και ευγενικά.
Ούτε πείραξαν τις γυναίκες των Λατινων,
ούτε τον κενό τάφο του Χριστού έκαναν ομαδικό τάφο.
Τους άφησαν όλους να φύγουν μ’ έναν ορισμένο αριθμό χρυσών νομισμάτων.
Έτσι φέρθηκε το γένος που μάχονταν τον Χριστό
προς τους αλλόπιστους Λατίνους,
ούτε με ξίφος, ούτε με φωτιά, ούτε με λιμό,
ούτε με διωγμούς, ούτε μ’ άλλα δεινά".
Ω, Νέα Ρώμη, πόλη ζηλευτή, πόλη μου αγαπημένη,
δεν ήρθαν να σε κατακτήσουν, τη ζωή να συνεχίσουν.
Ήρθαν να σε αφανίσουν, από τον χάρτη να σε σβήσουν.
Μέχρι και τις πόρτες σου ξηλώσανε Αγιά Σοφιά
και τις πήραν πέρα μακριά
και τον γέρο Νταντόλο τον αρχηγό τους,
τον δόγη της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας
και άρχοντα του ενός και ημίσεος τετάρτου της Ρωμανίας,
σαν πέθανε τον άλλο χρόνο,
τον θάψανε στον κόρφο σου απάνω, οι δυστυχείς,
για να σφραγίσουν μια για πάντα το έργο της καταστροφής.
Ομόθρησκοι, φιλόχριστοι, ευσεβείς.
Πήραν τον Σταυρό στους ώμους
κι ορκίστηκαν ότι θα περάσουν δίχως να σε πειράξουν.
άνοιξη του 1204 μ.Χ. Απριλίου δεκατρείς.
Οκτακόσια χρόνια μετά
κοιτώ τ’ απομεινάρια της λάμψης σου ξανά,
αυτά τα τόσα λίγα.
Αστράφτουν ακόμα
στις πλατείες, στις εκκλησίες και στα παλάτια των αρπακτικών.
άνοιξη του 2004 μ.Χ. Απριλίου δεκατρείς.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 398
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 14-02-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο