Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Άσμα Ιιι
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130619 Τραγούδια, 269438 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Άσμα Ιιι      
 
Στίχοι:  
Τάκης Σινόπουλος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Είναι καιρός πολύς.
Οι κάμποι μου χλωροί κάτω απ’ τον ήλιο τα χωράφια μου
χλωρά ρίζες αχόρταγες μες στην ακίνητη γαλήνη.
Ομως οι νύχτες μου ένα μαύρο αυλάκι πυρετού κι οι μέρες μου
πυρακτωμένες πέτρες πέφτοντας η μια πίσω απ’ την άλλη.

Κι ήρθε
με τις πορφυρές του και με τη δύναμή του όλος αστράφτοντας
ο Μέγας μου Αδερφός και μούδειξε
με φωτισμένο δάχτυλο το μέρος της σποράς:
Ιδού το χόρτο θαλερό κι η χώρα σου βυζαίνοντας βαθύν αγέρα
μετά τις εύκρατες βροχές όταν θεριέψουν τα κλαδιά
και οι γαίες σου βάρυπνες δείξουν τη γονιμότητα
η σάρκα τότε θα σκορπίσει και θα ξεραθεί το κόκαλο
το χόρτο σου δε θα προλάβει για το θερισμό των Βασιλιάδων είπε.
Ιδού η φωτιά θα ορμήσει.

Καιρό κοιμήθηκα σε καυτερές βροχές ακούγοντας
τον ήχο του νερού όταν επιστρέφει απ’ την βροχή.
Κοίταξα το πλατύ φεγγάρι πάνω από το χαμηλό φθινόπωρο. Ανεμοι
τινάζοντας μ’ ορμή τα πρώτα σπέρματα χτυπούσανε
τη γη σαλεύοντας ένα χειμώνα απέραντο. Κι υπόφερα
κι ο Μέγας μου Αδερφός παραμερίζοντας τη θλίψη μου ήρεμα
χωρίς κανένα στίγμα στο βαθύ του στοχασμό:
Δε θαρθεί η βλάστηση είπε. Εδώ η φωτιά θα ορμήσει.

Τώρα αναπαύεται αινιγματικός δείχνοντας έτσι
πιο δυνατή την ανεξήγητη αίγλη της οργής του.
Τα γόνατά του διπλωμένα πίσω από τις καθαρές
παλάμες στάζουν ησυχία και φως. Κι εγώ είμαι εδώ
στο ύψος του πόνου μου. Κι ο λαός μου κάτω
πληθαίνοντας στις αγορές πουλώντας ή αγοράζοντας
μολέβοντας με πλάνες το μυαλό.
Μ’ αν ξάφνου
σ’ ώραν αμφίβολη στήσεις τ’ αυτί με προσοχή κι ακούσεις
έρημους γέροντες στην αγορά να προφητεύουνε
με συλλογή κοιτάζοντας τη μυρωμένη πόλη
σκέπασε το κορμί σου θα το κάψει η άνοιξη
και τη φωνή σου κρύψε θα την πνίξουν αναρίθμητες φωνές
μουρμούρισμα από ανάσες πυρωμένες
κάτω απ’ τον άνεμο χόρτο και ξερολίθαρο.
Διότι η γη μου πάσα θέλει ερημωθεί
και φως δε θέλει υπάρξη επ’ αυτής
κι ο χόρτος θέλει ξηρανθή.
Στου πόνου μου
το σκότος κάθισα. Δεν έχω πια κυρίαρχα χέρια.

Ο ήχος ακούστηκε μες από τις φυλλωσιές που ανάδευαν
ώρα πρωινή μονάχος ήχος λαμπερός σε κοιμισμένη ακοή.
Ο ήχος δυνάμωνε
κι ερχότανε μ’ όλη την ασυνήθιστη ευωδιά της γέννας του
πάνω από την αιθέρια βλάστηση που συνεχώς ανέβαινε.
Κι ύστερα μ’ ανοιχτές αρπαγές η φωτιά γυρόφερνε
τη χώρα μου αφανίζοντας τάφους και κόκαλα
κι έρημες εκκλησίες κι ο κόσμος μου απανθρακωμένος κι ο ήλιος
με φλογισμένα νύχια ψάχνοντας βαθιά τη γη βαθιά
κι ο λαός μου κάτω αλλοπαρμένος ρώταγε μ’ επιμονή
δεχότανε τον πανικό σε φόβο γαντζωνότανε σε φήμες ακατάπαυστες
σμίγοντας εύκολα φήμες και πανικό. Κι ήμουν εκεί.
Γερόντιο εγώ με σάρκα χάρτινη γύρω από το μυαλό
την πράξη του Αδερφού πώς να ζυγιάσω;

Μονάχος τώρα συνδαυλίζοντας την αρχική ρίζα του πόνου μου
γεύομαι το πικρό νόημα του καθαρμού. Κρατήθηκα
καιρό καιρό ήμουν Βασιλιάς. Δοκίμασα
χαρά κι αποστροφή. Δίπλωσα την οργή και το θυμό μου εσύναξα
στη θήκη του τη μεταμέλεια γεύτηκα
ψηλάφισα το καύκαλο του πιο φτωχού νεκρού
τις στάχτες ανασκάλεψα και το σβησμένο κάρβουνο
μέτρησα οφέλη και ζημιές χτύπησα και χτυπήθηκα.
Κι είπα να παραδώσω τα κλειδιά ξέρω από φυλακές
γιατί η δολοφονία σαν πυρετός κατάκαψε τα μάτια μου.
Ωστόσο εσείς παρακαλώ σηκώστε τα λυχνάρια και
διαβάστε τις γραφές όταν έρθει ο καιρός.
Τα έργα μου πάνε πια. Κι εγώ
με τόσην ένταση πεινώντας και διψώντας κι υποφέροντας
την ώρα τη φριχτή που τα όνειρα πέφτουν απάνω μου
και καίνε καίνε καίνε. Ω, άγραφη οδύνη λαέ μου κι αν ακόμα
πάνω στη γη μου ταπεινός πλανήθηκα
πυρ επιρρίψω εις πάντα τόπον και σιωπήν
κι η σιωπή δυναμώνοντας το έργο της φωτιάς
κι η σιωπή δυναμώνοντας το έργο της σιωπής
πυρ επιρρίψω. Ιδού
ο αιθέρας τώρα ανοίχτηκε ψηλά ένα φως ανθίζει.

Κανείς υπαινιγμός ακόμα. Ομως εσύ με χέρια οκνά
τ’ αστραφτερά μαλλιά ανασήκωνες γυρεύοντας τη γονιμότητα
με ανήσυχη βιασύνη. Υπαινιγμός κανείς.
Οχι στην επιφάνεια μα στην εσωτερική συναρμογή του σώματος.
Κοίταξε πόση καθαρότητα στο βάθος του νερού
γωνιές με φως εικόνες του νερού. Τοπία του αγέρα
διάφανα μόλις γράφονται πρώτη φορά στην όραση.
Κι η λέξη η πρώτη λέξη τρέμοντας από τη γέννα προχωρεί
σκαλί σκαλί στο λάρυγγα. Κοίταξε ακόμα
την πρώτη νύχτα και τον πρώτο αστερισμό
μια φλούδα φωτισμένη φλέβα δροσερή ψηλάφησε
με τα δειλά σου δάχτυλα τη βλάστηση του δέρματος
κι αυτό το σάρκινο κλαδί που τώρα ανθίζει.
Εσύ ζωντας την αρχική
φρίκη της νέας Σποράς όταν οι προπατορικές
βροχές απάνω στους αγρούς του κόσμου σκοτεινιάζουν
δέξου τη γονιμότητα και δώσε τον καρπό
πριν σε κερδίσει η αθόρυβη έλευση και εν γη ακαθάρτω τελευτήσεις
βλαστάρι δώσε για τη θερινή συγκομιδή
πριν έρθει το βαθύ σου μήνυμα και εν γη
και πάλιν απελεύσει.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 792
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-01-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο