|
Στίχοι: Γιάννης Τσίγκρας
Μουσική: Αμελοποίητα
Δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς, στη Χατζηαργύρη,
λειτουργούσε ένας οίκος ανοχής, μια μανόλια με λουλούδια σαν πιάτα,
τα κορίτσια, το πικάπ, η μαντάμ, οι διστακτικοί πελάτες
κι ένας μονότονος σκοπός-η γιαγιά τους περνούσε σκεπασμένα πιάτα.
Συμπαθούσε ιδιαίτερα τη Ελευθερία, καλλιτεχνικά Ρούλα.
Τότε τραβούσαν, και στο κέντρο, καρέκλες, τ'απογεύματα
κι έπλεκαν κι "απόσωναν", όπως η ηρωίδα
του Παπαδιαμάντη,
Μπορούσαν να μιλήσουν για τον, με ηλεκτρισμό, καταφάσκοντα
κούκλο του Παλούκα, ο Λάκης να ρωτάει για το 2+2
-ανθρώπους αγράμματους να ρωτάει-για την αυτοκτονία,
βρήκαν κάποιον τις προάλλες στο δοκάρι ενός γιαπιού,
"δε σφάξαν κόκκορα, ή δεν αγόρασαν μαντίλια, γι αυτό εκεί",
και τα παπαγαλάκια που μιλούσαν, στου Καρύδη τ'αποικιακό.
Μόνον όταν έφθανε ο στόλος κλειδαμπάρωναν τα κορίτσια τους.
Οι ναύτες, που σκόρπιζαν παντού, είχαν μακριά χέρια.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 399 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|