Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ελπήνωρ
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130619 Τραγούδια, 269438 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ελπήνωρ      
 
Στίχοι:  
Τάκης Σινόπουλος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα τα μαῦρα κυπαρίσσια
τό χαμηλό ἀκρογιάλι ρημαγμένο ἀπό τ’ ἁλάτι καί το φῶς
τά κούφια βράχια ὁ ἀδυσώπητος ἥλιος ἀπάνω
καί μήτε κύλισμα νεροῦ μήτε πουλιοῦ φτερούγα
μονάχα ἀπέραντη ἀρυτίδωτη πηχτή σιγή.

Ἦταν κάποιος ἀπό τη συνοδεία πού τόν ἀντίκρισε
ὄχι ὁ πιο γέροντας: Κοιτάχτε ὁ Ἐλπήνωρ πρέπει νάναι ἐκεῖνος.
Ἐστρέψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πῶς θυμηθήκαμε
ἀφοῦ εἶχε ἡ μνήμη ξεραθεῖ σάν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ἦταν αὐτός ὁ Ἐλπήνωρ πράγματι στά μαῦρα κυπαρίσσια
τυφλός ἀπό τόν ἥλιο καί τούς στοχασμούς
σκαλίζοντας τήν ἄμμο μ’ ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα.
Καί τότε τόν ἐφώναξα μέ μία χαρούμενη φωνή: Ἐλπήνορα
Ἐλπήνορα πῶς βρέθηκες ξάφνου σ’ αὐτή τη χώρα;
εἶχες τελειώσει μέ το μαῦρο σίδερο μπηγμένο στά πλευρά
τόν περσινό χειμώνα κι εἴδαμε στά χείλη σου το αἷμα πηχτό
καθώς ἐστέγνωσε ἡ καρδιά σου δίπλα στοῦ σκαρμοῦ το ξύλο.
Μ’ ἕνα κουπί σπασμένο σέ φυτέψαμε στήν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ
ν’ ἀκοῦς τ’ ἀνέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο τῆς θαλάσσης.
Τώρα πῶς εἶσαι τόσο ζωντανός; πῶς βρέθηκες σ’ αὐτή τη χώρα
τυφλός ἀπό τήν πίκρα καί τούς στοχασμούς;

Δέ γύρισε νά ἰδεῖ. Δέν ἄκουσε. Καί τότε πάλι ἐφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Ἐλπήνορα ποῦχες λαγοῦ μαλλί
γιά φυλαχτάρι κεμασμένο στό λαιμό σου Ἐλπήνορα
χαμένε στίς ἀπέραντες παράγραφους τῆς ἱστορίας
ἐγώ σέ κράζω καί σά σπήλαιο ἀντιλαλοῦν τα στήθια μου
πῶς ἦρθες φίλε ἀλλοτινέ πῶς μπόρεσες
νά φτάσεις το κατάμαυρο καράβι πού μᾶς φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω ἀπ’ τόν ἥλιον ἀποκρίσου
ἄν ἡ καρδιά σου ἐπιθυμεῖ μαζί μας νάρθεις ἀποκρίσου.

Δέ γύρισε νά ἰδεῖ. Δέν ἄκουσε. Ξανάδεσε ἡ σιωπή τριγύρω.
Τό φῶς σκάβοντας ἀκατάπαυστα βαθούλωνε τη γῆ.
Ἡ θάλασσα τα κυπαρίσσια τ’ ἀκρογιάλι πετρωμένα
σ’ ἀκινησία θανατερή. Καί μόνο αὐτός ὁ Ἐλπήνωρ
ποὺ τόν γυρεύαμε μέ τόση ἐπιμονή μες στά παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος ἀπ’ τήν πίκρα τῆς παντοτινῆς του μοναξιᾶς
μέ τόν ἥλιο νά πέφτει στά κενά τῶν στοχασμῶν του
σκαλίζοντας τυφλός τήν ἄμμο μ’ ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα
σάν ὅραμα ἔφευγε καί χάνονταν ἀργά
στόν ἄδειο χωρίς φτερά χωρίς ἠχῶ γαλάζιο αἰθέρα.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 755
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-01-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο