Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ερημική πορεία
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130598 Τραγούδια, 269420 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ερημική πορεία      
 
Στίχοι:  
Χρυσάνθη Ζιτσαία
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Δε συναντήσαμε τίποτε
στη μακρινή μας πορεία.
Πού να επήγαν εκείνα
που εφλογίζαν τη σκέψη μας;
Εκείνα που απαλαίναν το δέος μας
που εμεθούσαν τις προσδοκίες
των λαμπρών μας ονείρων;
Ω! μνήμη φλογερή κι ανελέητη
που σαρκάζεις την άγονη γη
και την άδεια ψυχή μας.
Ήταν εδώ θαρρώ περιβόλια
προγονικά και πανάρχαια
που οι παιδικοί μας πλανήθηκαν έρωτες
κι ανθίζανε σαν ρόδα οι ελπίδες.
... Μήπως όλες εκείνες οι στρατιές των πιστών
τα σπατάλησαν στο διάβα τους άσκοπα
και για μας τώρα δεν έμεινε
ούτε ένα πράσινο φύλλο;

Δε συναντήσαμε τίποτε
κι ας ακολουθήσαμε το δρόμο
που εφώτιζε τ’ αστέρι τους μάγους.
Δοκιμασία σκληρή.
Πορεία μακρινή
φορτωμένη από μνήμες βαριές
από νόστους και πίστες.
Είχαν κλέψει το βρέφος
κι είχαν αποθέσει εκεί ένα είδωλο.
Οι αγραυλούντες ποιμένες
μας ατένιζαν σιωπηλοί και περίλυποι.
Ψάξαμε μέσα μας και δε βρήκαμε
το χρυσό και τη σμύρνα
που κρύβαμε χρόνια, γι’ ακριβή προσφορά
βαθιά στην καρδιά μας.
Όμως το λιβάνι της πίστης
καιγότανε εκεί τόσο άφθονο
στην είσοδο του σπηλαίου
που οι καπνοί είχαν πνίξει
τις διψασμένες ψυχές μας.

Αγωνιούσαμε σ’ έναν κύκλον ατέλειωτον
ψυχές του ονείρου
απ’ την ανατολή στη δύση
κι απ’ τη δύση στην ανατολή.
Το μυστικό κλειδί που να το `χουν κρυμμένο
της ζωής μας οι μοίρες;
Περάσαμε τις περιοχές της παλιάς προσδοκίας μας.
Αντικρίσαμε εκεί μαρμαρωμένες μορφές
τις αγάπες μας, καθώς στων συντριμμένων ναών
τις μετόπες, τους αρχαίους θεούς.
Ήταν εκεί της μεγάλης μας πίστης
άψυχο τώρα, το υπέροχον άγαλμα
στα σκόρπια κομμάτια
του ναού κάποιας Ίσιδας.

Τη σκέψη γυρίσαμε ανάστροφα
στη βαθιά μας απόγνωση
ν’ αντικρίσουμε τη ζωή χωρίς ιστορία.
Μα να πάλι ο Σταυρός
της θυσίας το σύμβολο
της ζωής μας η μοίρα
βαραίνει στους ώμους μας.
Και ψηλό, σκοτεινό στη ματιά μας κατάντικρυ
το κυπαρίσσι που θέριεψε
στου Αγνώστου Στρατιώτη τον τάφο
κι υψώνεται εκεί, στη γη μας ανάμεσα
ορόσημο μέγα.

Όλες οι πέτρες ήταν ιερές
στο χώμα εκείνο το ξερό κι ανάνθιστο.
Όλες είχα παλιές επιγραφές
και μια καρδιά, ζεστή και ζωντανή ακόμα.
Σκόρπιες, μονάχες, προδομένες.
Ποια να σηκώσεις, ποια να πάρεις
χωρίς να πεις το χέρι βέβηλο;
Στα τραγικά εκείνα ερείπια της ζωής
ποιες απ’ αυτές ν’ αγγίξεις
με την ψυχή σου λυτρωμένη απ’ όλα;
Με ποιες να χτίσεις, ω περήφανη καρδιά
καινούριο ένα ναό καθώς τον ονειρεύτηκες
τις ορφανές αγάπες να στεγάσεις;
Με ποιες να χτίσεις τον καινούριο το βωμό
εδώ στο χώμα αυτό τ’ ανάνθιστο
το στοιχειωμένο από μνήμες κι αίμα;
Κι έπειτα στεφανωμένος με το φως
να μπεις αγνός μαζί με τα πουλιά
να ψάλλεις τ’ ορθρινό της νέας αυγής
και σαν νυμφίος αμόλυντος
τον άγνωστο Θεό να προσκυνήσεις.

Χοηφόρες οι μέρες μας
βραδυπορούσες λυσίκομες,
γύρω συνάζονται
στης ζωής μας την άβυσσο
τις ακριβές ν’ αποθέσουν χοές.
Μαζέψαμε και στοιβάξαμε
τα μοιρολόγια της Ηπείρου και της Μάνης
όλα εκεί τα δακρύβρεχτα
της καρδιάς τα διαμάντια
κι ακόμα δεν έφτασαν
της πίκρας να γιομίσουν τα βάθη.
Μαζέψαμε και στοιβάξαμε
τα κλέφτικα τραγούδια του λαού μας
πυραμίδες πανύψηλες
π’ αγγίζουν τα ουράνια
κι ακόμα δεν έφτασαν
να σκεπάσουν τους ανοιχτούς
τους άσωστους τάφους.
Και νότα σε νότα
και δάκρυ σε δάκρυ
την ψυχή ν’ ανεβάσουν ψηλά
ψηλά προς τον ήλιο.

Πήραμε τις αποσκευές και γυρίσαμε πίσω.
Ήταν ένα ξερό ψωμί κι ένα όνειρο θλιμμένο.
Τίποτε άλλο δε φύτρωνε σε κείνον τον τόπο.
Μόνο το πέρασμά μας έμεινε εκεί.
Χαραγμένη καρδιά
στους κορμούς χιλιόχρονων δέντρων.
Σ’ έναν τάφο, σταυρός χωρίς όνομα.
Κύκνος λευκός
στου μεγάλου καημού μας τη Λίμνη
με κείνη τη λεία επιφάνεια
και τις ανθισμένες πικροδάφνες στις όχθες.
Κάποια νύχτα βαθιά, σιωπηλή
θα το πει το στερνό μας τραγούδι.
Παρμένο απ’ τους ήχους
των γλυκών αισθημάτων μας.
Παρμένο απ’ το δάκρυ που σταλάζοντας έπηξε
και βρίσκεται εκεί
ζαφειρόπετρα αθώρητη, στης Λίμνης τα βάθη.
Παρμένο απ’ την άρπα της γαλάζιας ελπίδας
που βρίσκεται ακόμα εκεί
στοιχειωμένη νεράιδα
στις σπηλιές με τις νυχτερίδες και τ’ άδεια κοχύλια.
Θα το πει κάποια νύχτα το στερνό μας τραγούδι
σαν κύκνειον άσμα του.
Κι ίσως, ποιος ξέρει —θλιμμένη ψυχή—
να το πάρουν τα κύματα
να το κάνουν ψυχή τους.
Να το πάρουν οι άνεμοι να τ’ απλώσουν στην πλάση.
Να το πάρουν τ’ αστέρια να το κάνουνε λάμψη τους.
Κι από κει να το στείλουν ξανά στη ζωή
κάποιων χαμένων, σαν κι εμάς,
οδοιπόρων στην έρημο να φωτίσουν το δρόμο.

Τρία βουνά περάσαμε ψηλά.
Το `να γιομάτο καταχνιά και σύννεφα.
Τ’ άλλο καημούς γιομάτο.
Το τρίτο με τα κόκαλα των αδικοχαμένων.
Κοιτάξαμε τον ήλιο κι είπαμε.
Στένεψεν η ζωή σαν φυλακή
μα της καρδιάς πλατύναμε τα σύνορα
και φτάνουν ως εκεί π’ αναστενάζουν οι ανθρώποι.
Κοιτάξαμε τον ήλιο κι είπαμε.
Δεν ήταν όνειρο η ζωή
μ’ ανθούς να την κεντήσουμε κι αστέρια.
Τ’ αστέρια απ’ τις ψυχές μας έφεγγαν
και φώτιζαν το δρόμο τον τραχύ.
Ξεκινήσαμε ν’ ανταμώσουμε το χάρο
κι όμως περισσότερο, ζωή, ποτέ δε σ’ αγαπήσαμε.
Κι όμως περισσότερο, ζωή, κανένας δε σ’ αγάπησε.
Ξεκινήσαμε ν’ ανταμώσουμε τον ήλιο.
Δεν ήσουν θάνατος, ζωή, να πούμε μοιρολόγια.
Ήσουν αγώνας κι ομορφιά κι αγάπη.
Στα μαρμαρένια αλώνια σου παλεύαν Διγενήδες.
Κι εμείς μια κούπα με γλυκό κρασί
κρατούσαμε να πιουν οι νικητάδες.
Κι ύστερα να τονίσουν το τραγούδι σου
με λόγια σαν τον ουρανό
μ’ αχό σαν ωκεάνιο κύμα.
Να φτάσει ως τις κορφές της πίστης μας.
Να φτάσει ως τα βαθιά των τάφων μας.
Να λέει πως θα την πλάσουμε καινούρια τη ζωή.
Πως θα την κυβερνήσουμε τη μοίρα.

Ανοίξαμε πάλι την παλάμη στη μάντισσα.
— Αυτή είναι η γραμμή της ζωής
κι αυτή της αγάπης.
Βαθιές σταθερές αυλακιές, πλάι πλάι.
Θέλεις πες τες χαρά, θέλεις πόνο.
Τις άλλες, τις πλήθιες, σαν βέλη σαν τόξα
που τίναζαν πέρα κι απάνω τη σκέψη
φλόγες και μέθη των μεγάλων ονείρων,
τις έσβησε η γνώση.
Στιγμή σιωπηλή, μεγάλη κι επίσημη.
Χωρίς λόγια γριφώδη, υπονοούμενα,
σιβυλλικά σχήματα, χωρίς προμαντέματα.
— Αυτή είναι η γραμμή της ζωής κι αυτή της αγάπης.
Θέλεις πες τες χαρά, θέλεις πόνο.
Μας είπε σωπαίνοντας η μάντισσα τώρα.
— Βαθιές σταθερές αυλακιές
που σας χάραξε, καλότυχοι, η μοίρα
πλάι πλάι.

Γονατίσαμε να προσκυνήσουμε
τη μεγάλη Θεότητα. Τη μια την αιώνια.
Μέρες και νύχτες να της πλέξουμε εκεί
ξαγρυπνησμένοι στα πόδια της
το καινούριο της φόρεμα, λυτρωμένοι απ’ όλα.
Με τις κλωστές της νέας αυγής να το πλέξουμε
με τον αφρό των πιο λευκών ανθών της.
Να κεντήσουμε στη γαλάζια ποδιά της
με του ηλιού τις αχτίδες, σαν οικόσημο,
το περιστέρι της ειρήνης.
Στην ποδιά της αγάπης, ανθρώποι να τ’ αφήσουμε
να μην μπορεί ξανά να πετάξει.
Δαχτυλίδι ακριβό να της χαρίσουμε
της ζωής μας τον κρίκο.
Με διαμάντι μεγάλο, βαρύ,
των έρημων μανάδων το δάκρυ
των ορφανών παιδιών το χαμόγελο.
Στο χέρι της αγάπης, ανθρώποι, να το δώσουμε.
Να το φορεί στο δάχτυλο, να μην το λησμονήσει.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 606
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 11-02-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο