Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ξημέρωνε πάλι δηλητήρια
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
129975 Τραγούδια, 269278 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ξημέρωνε πάλι δηλητήρια      
 
Στίχοι:  
Δημήτρης Δημητριάδης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Ξημέρωνε πάλι δηλητήρια.
Τέφρες υγρές μέσ’ απ’ το στόμα του απόγλαυκου στερεώματος.
Έχασκε μπρούμυτα το στάχτη φως
με πρόσωπο πρησμένο από την πρωινή ηλιθιότητα.
πρόστυχος βήχας σχίζοντας
έσπρωχνε μ’ αιμοπτύσεις το χώμα από κάτω.
Έσκυψε πάνω απ’ την κούνια μου.
Το φως έφτανε ως τα μάτια μου σα να διέσχιζε
χαρούμενο νερό. Έπαιζα με τα πόδια μου.
Η άνοιξη κρατούσε ψηλά το μαξιλάρι μου μες στα λιλά λουλούδια.
Γαλήνη κήπου. Μονάχα χνούδι έντομα και μυρωδιές. Χυμοί των δέντρων. Όλη η γη ζεστή.
Γλυκά δαμάσκηνα μούρα και βύσσινα μυρώνοντας. Μπλάβος αιθήρ.
Θεότητα καμία σ’ αυτήν την γη που βγαίνει απ’ τον ήλιο κοιμισμένη κι άυπνη.
Και βλέμματα σακατεμένα απ’ την ακινησία του μυαλού και των θερμών υγρών
που πρήζονται μες στις αισθήσιες φλέβες.
Φύση άπλυτη χωρίς καρποφορία.
"Κανείς δε θα. Κανείς δε θα"
Άρχιζε πάλι ο τρόμος τής μέρας. Τα άρρωστα πουλιά. Και είπε:
"Το μολύβι το βιβλίο
το τετράδιο"
Ηλιακό κέντημα στον αέρα από ήπιες μέλισσες.
Δυσοίωνα συγχορδισμένα ράμφη μελωδούν.
Ένα θανούργημα. Υμνούν την αγωνία.
Πεθαίνος: "Κανείς δε θα γλιτώσει"
Κι ο άγγελος της ατονίας τέντωνε όλα τα μέλη του έξω από την αποσύνθεση του νερού
και κρύβοντας τον Όλυμπο με την χυδαία παραμόρφωση των νεύρων του.
Ο τύφος τής καρδιάς. Ανέβαινε ανέβαινε η οστεομανία τής υγρασίας. Έσκυψε κι άλλο:
"Μόνον ο πόνος δοκιμάζει ό,τι γράφεται.
Κι ό,τι δεν τον αντέχει,
καλύτερα είναι να μη γεννηθεί"
Μην κλαις. Η κούνια τρανταζόταν απ’ το παίζοντας.
Το στόμα χωρίς δόντια μου άνοιγε να γεμίσει απ’ τον ήλιο.
"Και αν δεν τον αντέχει, καλύτερα να μη γεννήθηκες"
Ο τάφος τής καρδιάς.
Θεότητα καμία. Κι απέναντι ο Όλυμπος.
"Κανείς. Κανείς δε θα γλιτώσει"
Το φως
χαμήλωνε και ύψωνε χαμήλωνε και ύψωνε
στο μέτωπό μου μια άσπρη πεταλούδα από λεία ζέστη.
Κι άλλο, με την ανάσα της
στα μάτια μου: "Κι αυτό που πρέπει
να σκοτώσεις, σκότωσέ το. Αυτό
αλλιώς θα σε σκοτώσει" Θα `βλεπα την εκτέλεσή της.
Είχα φυτρώσει σε μια από τις πιο βαθιές πτυχές της,
δεν είναι πια δική της,
σ’ αυτήν που είναι τώρα μόνον μέσα μου,
αθέατη απ’ όλους απροσέγγιστη. Πέρασαν τόσα χρόνια.
Έσκυψα να σηκώσω την καλτσίτσα μου,
ήμουν πολύ αδύνατος, το λάστιχο δεν έσφιγγε.
Σε μια από τις πιο τερπνές. Απ’ όλους τώρα ξεχασμένη. Χάθηκε.
Τέντωσα το κεφάλι γρήγορα πάνω από το γείσο, μου έφτανε ως το πηγούνι.
Την σήκωσαν μέσ’ από τις πολυετείς ανασες.
Στήθηκε όρθια
κι ο τελευταίος ύπνος
κύλησε απ’ τα μάτια της για πάντα. Ο τάφος. Ο τύφος.
Τους σκότωνε χωρίς να φαίνονται πως είναι σκοτωμένοι.
Πιο σκοτωμένοι ας υπάρξουν.
Κατάλαβαν και τόλμησαν όλοι μαζί. Μέσα απ’ το παράθυρο
η τάξη ήταν άδεια. Το φως
απ’ έξω λίγο έμπαινε, δεν έφτανε σ’ όλα
τα θρανία. Ο πίνακα σχεδόν
κι η πόρτα κι η σόμπα
ακόμα μέσα στο σκοτάδι εκείνης της μέρας.
Της Μυώσεως.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 457
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 07-02-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο