Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Σοφία και άλλα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130619 Τραγούδια, 269439 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Σοφία και άλλα      
 
Στίχοι:  
Τάκης Σινόπουλος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Ανεξιχνίαστη, μεσουρανούσα ανάμεσα στα διψασμένα
δέντρα του Ιουνίου κυμάτιζε, νύχτες και νύχτες η Σο-
φία, πέθανε ο πατέρας τη σε φοβερό

δυστύχημα πριν έξη μήνες, μαύρο φόρεμα, μαύρο μαλ-
λί, και το κορμί ψημένο επίμονα τα μεσημέρια στο
Σαρωνικό, το στήθος σκύβοντας,

τόντις ωραία, περήφανα τα δυο της στήθια, κι ο Λευ-
τέρης ήξερε, μονάχα αυτός, κλειστή Σοφία, κι ας
έπαιζε, τα πόδια της ανήσυχα στο κάθισμα, καθώς

βραδάκι δροσιζόμαστε Φωκίωνος Νέγρη, μίλαγαν εδώ
κι εκεί με τη Φανή, χαχάνιζαν κρυφά, κι όταν γυρί-
ζαμε, τ’ ωραίο σώμα εσάλευε όπισθεν.

Από κοντά ο Λευτέρης και στο αφτί τον ρώταγα, γε-
λούσε, φίνος πάντα, ένα σκαστό γελάκι, το μουστάκι
του ξανθό στο απάνου στο χείλος, όμορφο παιδί.

Ερεθιζόμουν τότες, έγραφα συνέχεια ποιήματα, σή-
μερα τα κοιτάζω πίνοντας καφέ, βαριέμαι, ωστόσο
βυθισμένος στα γραφόμενα,

χτυπάει η πόρτα, ο αδερφός μου ο Γιάννης, δανεικά
και τούδωκα, κοίταξε, λέει, να παντρευτείς, καιρός
σου πια.

Γιάννη, Γιαννάκη μου, τι κέρδισες; η Λόλα σε παρά-
τησε, σούμεινε βάσανο το παιδί, πολύ γρινιάρικο, σκα-
τένιο, κλώτσαγε.

Μου τόχε φέρει προ καιρού να του κοιτάξω το λαιμό,
κάτι καρύδια αμυγδαλές, του λέω βγάλτες, θάχεις φα-
σαρίες μ’ αυτά τα κέρατα.

Και που να πάω μου κλάφτηκε - στο διάβολο - του
σύστησα τον Πάστρα, κλινική Αχαρνών.

Δε φάνηκε ο αυτάδερφος, μου λέει ο Πάστρας, λόγια
ανόρεχτα, πομπώδη, να μη φαίνεται από μέσα η νύστα,
η ερημιά, πιο πίσω η Μάγδα εκοίταζε.

Σωστό καθάριο κυπαρίσσι η Μάγδα, αριστερά, παρά-
θυρο και φως και κάτι μάτια ποταμοί, νόμιζες ανηφό-
ριζαν πουλιά.

Ελα βρε Μάγδα, εκοίταζε, χαμογελώντας αόριστα,
απούσα ολάκερη, κατάλαβα δε σήκωνε, σίγουρα ο Πά-
στρας βολευότανε περίφημα,

γουρούνι παρά θίν’ αλός. Στο βάθος ο καθρέφτης, σι-
γυρίστηκα, δεν ήμουν κι άσκημος, παρά τα χρόνια,
κι έλεγα,

τέτοιο κορίτσι, θέ μου, έφυγε η Μάγδα, στα μαλλιά
της πίσω φέγγος ορφανό, κι ήτανε λιόγερμα, μονάχος
πήγαινα, πλημμυρισμένος πράσινο,

δέντρα, χωράφια, λαχανόκηποι κι από το φράχτη μέσα,
Ελένη, φώναξαν.

Ηρθε η Ελένη, σούρτα φέρτα, νεύριαζα, κοντά κανιά,
ανυπόφορη, φίνο κουστούμι εθάμαξε - κι ο ράφτης
μου ξυνίστηκε, δεν είχα να του δώκω κι ο πατέρας
του στο μπάγκο αμίλητος,

ψάλτης στον Αγιαντρέα, κυρ Δημητρό, καλά τη βό-
λεψες, μα τι δουλειά είναι αυτή, καλοκαιριάτικα κερί-
λιβάνι κι άσε πια το ράσο να συγκαίγεσαι

με τέτοια ζέστη. Κι ήμουν

εκεί στον ξεροπόταμο, πεσμένος μπρούμυτα, διαβολε-
μένος άνεμος από τη λοξή χαράδρα, απάνου κάθετα
βουνά,

τα πολυβόλα θέριζαν, αντίλαλοι, χιλιάδες πέτρες σκά-
ζοντας σ’ εκατομμύρια πέτρες, ήλιος ασάλευτος ψηλά,
γεννώντας ήλιους, κι ούδε

χορτάρι, ούδε νερό, δίψα μονάχα, μύγες τύραννοι, κα-
ταραμένη η φάρα τους, και ξέχασα ασιχτίρ, να κάνω
τηλεφώνημα στη Λίτσα, Κυριακή

για Πόρο λέγαμε, θάτανε Λίτσα και Μαρίκα, ο Αν-
τώνης απ’ τη Λάρισα - καθώς της άγγιζα το χέρι
στον καρπό, σκιρτούσε φεύγοντας, καράβι και νερό,

πιο πέρα ο άμμος, έκαιγε, και το κορμί στον άμμο,
ένα μεγάλο φως, πιο πάνω χώματα αν γυρίσεις, γέ-
φυρες, ίσια γραμμή

στο μάτι, η Λίτσα ανάσκελα, έψιλον χρυσό, το νύχι
κόκκινο, το δάχτυλο σαλεύοντας, το πόδι αργά, τεμπέ-
λικα, παίζοντας στο νερό,

φύκια, σχιστόλιθοι, άστρακα,

μεγάλη θάλασσα σπιθίζοντας, διαμάντια και

μεγάλο μαύρο φως.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 739
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-01-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο